Από αύριο η χώρα επιστρέφει σε μια νέα κανονικότητα. Με νέο διάγγελμά του ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε το απόγευμα της 28ης Απριλίου τον οδικό χάρτη της σταδιακής άρσης των περιοριστικών μέτρων. Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, «μέχρι τώρα απέναντι στην πανδημία ορθώθηκε μια αποτελεσματική Πολιτεία, που προστάτεψε τους Έλληνες κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους». Πρόσθεσε δε πως τα νοσοκομεία διατηρούν περισσότερο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και καλύτερο εξοπλισμό, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στον σύμμαχό μας, τον καλό καιρό.
Συνιστά, ωστόσο, κοινό τόπο πως η αποτελεσματικότητα της Πολιτείας εκφράστηκε κατά βάση με την απαγόρευση της κυκλοφορίας των πολιτών. Και αυτό καθώς το δημόσιο σύστημα Υγείας, από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, απαξιώθηκε και υπέστη απίστευτες περικοπές. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κατά την επταετία 2011-2018 η Κομισιόν ζήτησε συνολικά 63 περικοπές των συστημάτων δημόσιας υγείας. Το γερασμένο, επομένως, ΕΣΥ άντεξε επειδή περιορίσαμε την εξάπλωση της νόσου μένοντας σπίτι, καθώς και χάρη στις ηρωικές προσπάθειες του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού.
Πώς προαλείφεται, όμως, η επόμενη ημέρα; Είναι γεγονός ότι η οικονομία δεν μπορεί να αντέξει ένα παρατεταμένο και γενικευμένο lockdown. Εξάλλου, όπως έχει αποδειχθεί, οι απολύσεις και η εργασιακή επισφάλεια σκοτώνουν στην κυριολεξία, αφού στη χώρα μας λόγω της οικονομικής κρίσης οι θάνατοι από καρδιαγγειακές, νεοπλασματικές και άλλες ασθένειες έφτασαν τις 3.000 ετησίως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις.
Η μετάβαση στην επόμενη ημέρα απαιτεί προετοιμασία και κινήσεις με χειρουργική ακρίβεια, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, όπως σημειώνουν οι επιστήμονες, θα το πληρώσουμε ακριβά. Σύμφωνα με τον επιφανή καθηγητή Παθολογίας, Έρευνας και Πολιτικής Υγείας του πανεπιστημίου Stanford Ι. Ιωαννίδη, η μετάβαση απαιτεί ακριβή επιστημονικά δεδομένα προκειμένου να γνωρίζουμε πόσοι έχουν μολυνθεί και πόσοι μολύνονται, απόλυτη επίγνωση την επάρκειάς μας σε κλίνες και ΜΕΘ, καθώς και έμφαση στις ευπαθείς ομάδες, αναφέροντας χαρακτηριστικά τα γηροκομεία.
«Όσο θα έχουμε επαφές, θα έχουμε Covid-19», υπογραμμίζουν οι επιδημιολόγοι. Επίσης, το επίπεδο της ανοσίας της αγέλης στη χώρα μας είναι εξαιρετικά χαμηλό και τοποθετείται αρκετά κάτω του 10%. Σαφή εικόνα δεν έχουμε σε καμία περίπτωση. Επίσης, δεν γνωρίζουμε ακόμη πόσο διαρκεί η ανοσία. «Η διάρκειά της είναι εξαιρετικά σημαντική και για τη σταδιακή επιστροφή στον κοινωνικό και εργασιακό ιστό με ασφάλεια» τονίζει με ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο LSE και εκπρόσωπος της χώρας μας στους διεθνείς οργανισμούς για την αντιμετώπιση της πανδημίας Ηλίας Μόσιαλος. Προσθέτει ότι «δεν είναι ακόμη γνωστό αν ο θερμότερος καιρός θα αλλάξει τον ρυθμό εξάπλωσης του ιού».
Ανεπαρκείς έλεγχοι
Στην Ελλάδα αγνοήθηκε η προτροπή του ΠΟΥ για τη διενέργεια καθολικών τεστ. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μεταξύ των χωρών της Ευρώπης βρισκόμαστε στον πάτο της κατάταξης με 69.833 τεστ ή 6.700 τεστ ανά 1.000.000 κατοίκους. «Υπήρξαν εκατομμύρια επιβεβαιωμένες περιπτώσεις σε όλο τον κόσμο, αλλά αυτό είναι μόνο ένα κλάσμα του συνολικού αριθμού λοιμώξεων, με τα στοιχεία να μπερδεύονται επιπλέον από έναν άγνωστο αριθμό ασυμπτωματικών περιπτώσεων. Τα αξιόπιστα τεστ ανίχνευσης αντισωμάτων θα μας επιτρέψουν να επιβεβαιώσουμε ποιος έχει νοσήσει από τον ιό και να κάνουμε επιδημιολογικές αναλύσεις» σημειώνει ο κ. Μόσιαλος.
Πόσο προετοιμάστηκαν τα νοσοκομεία μας;
«Στην πραγματικότητα, οι προσλήψεις που έγιναν είναι ελάχιστες. Στο Κρατικό Νίκαιας, όπου εργάζομαι, από τις περίπου 80 προσλήψεις που έγιναν, μόλις τέσσερις με πέντε αφορούν επικουρικούς γιατρούς. Και αυτό είναι μια τρύπα στο νερό. Το σύστημα άντεξε χάρη στον εξωφρενικό, στην κυριολεξία, εθελοντισμό γιατρών και νοσηλευτών. Το σύστημα είναι γερασμένο και χρειαζόμαστε καινούργια νοσοκομεία.
Απαιτήθηκε να υπάρξουν διακριτοί χώροι για την υποδοχή ασθενών με Covid-19 και στάθηκε σχεδόν αδύνατον. Δεν συζητώ για την κατάσταση με τις τουαλέτες, πόρτες που δεν κλείνουν, κλιματιστικά πεπαλαιωμένα. Ποιες ΜΕΘ και κλίνες; Η όλη αντιμετώπιση είναι όχι μόνο επιπόλαιη αλλά και εγκληματική. Απαιτούνται τεστ, προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, έμφαση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, στην κοινωνική πρόνοια, στους οίκους ευγηρίας, στη Βοήθεια στο Σπίτι.
Στους οίκους ευγηρίας θα έχουμε θέμα, ενώ εξαιρετικά επικίνδυνη είναι η κατάσταση καθώς δεν έγινε αποσυμφόρηση των στρατοπέδων και των φυλακών. Στις φυλακές δε κανένα τεστ δεν έχει διενεργηθεί. Επίσης, ο επιπολασμός της ασθένειας στη χώρα μας είναι εξαιρετικά χαμηλός και δεν έχει αναπτυχθεί καμία ανοσία της αγέλης» σημειώνει στη «δημοκρατία» η έγκριτη λοιμωξιολόγος – παθολόγος Ολγα Κοσμοπούλου.
Για τους ήρωες με τις πράσινες και τις λευκές στολές δεν βρέθηκε χρόνος από την πολιτική ηγεσία του τόπου για τηλεδιάσκεψη προκειμένου να τους εκθέσουν την εικόνα που έχουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι καθώς και τις προτάσεις τους για την επόμενη ημέρα. Βρήκαν όμως χρόνο για απολύσεις εν μέσω πανδημίας επικουρικών και για περικοπές υπερωριών.
Ανεξέλεγκτη είναι, επίσης, η κατάσταση στα ιδιωτικά θεραπευτήρια και στους οίκους ευγηρίας, αφού, σύμφωνα με καταγγελίες του Σωματείου Προσωπικού Ιδιωτικών Κλινικών, Γηροκομείων, Εργαστηρίων, Διαγνωστικών Κέντρων και Συναφών Χώρων, στην πλειονότητά τους λειτουργούν με εκβιασμούς και απειλές σε βάρος των εργαζομένων δίχως μέτρα ασφαλείας.
Στη Βουλή
Το μείζονος σημασίας ζήτημα της ενίσχυσης της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας τέθηκε πρόσφατα με ερώτηση στη Βουλή από τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Ηγουμενίδη. Στην ερώτηση επισημαίνονται οι συνεχείς μετακινήσεις προσωπικού από τα κέντρα υγείας, τα περιφερειακά ιατρεία χωρίς σχεδιασμό προς τα νοσοκομεία, υποβαθμίζοντας περαιτέρω τις δομές Πρωτοβάθμιας Υγείας.
«Από την πρώτη στιγμή θέσαμε το ζήτημα της ένταξης της ΠΦΥ στην αντιμετώπιση της πανδημίας, καθώς η εξωνοσοκομειακή διαχείρισή της μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην κατ’ οίκον παρακολούθηση αυτών που έχουν ήπια συμπτώματα. Επίσης, με την άρση των μέτρων, οι επεμβάσεις που είχαν διακοπεί στα νοσοκομεία, καθώς δέχονταν μόνο έκτακτα περιστατικά (σ.σ.: μείωση κατά 75%, σύμφωνα με την ΕΙΝΑΠ), θα επιβαρύνουν έτι περαιτέρω το ήδη τρομακτικά επιβαρυμένο σύστημα Δευτεροβάθμιας Φροντίδας» τόνισε κ. Ηγουμενίδης.