Από 2,17 τ.μ ανά κάτοικο το 2011 αυξήθηκε στο 2,8 τ.μ. ανά κάτοικο σήμερα. Άλλοι το «αυξάνουν» και το τοποθετούν σε μια κλίμακα άνω των 3 τ.μ., ωστόσο ακόμη κι έτσι, παραμένει απελπιστικά λίγο. Ο λόγος για το πράσινο στην πόλη και κυρίως για αυτό που αναλογεί στον καθένα μας, στο κάθε έναν κάτοικο της Θεσσαλονίκης.
Στη σκιά της κλιματικής αλλαγής που γίνεται ολοένα πιο εμφανής, η Θεσσαλονίκη πρέπει πάση θυσία να θωρακιστεί με περισσότερο πράσινο. Κι ενώ οι διάφορες μελέτες διαφωνούν σχετικά με την ακριβή αναλογία αυτής της «σχέσης» πρασίνου ανά κάτοικο, όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να υπάρξει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική όχι μόνο για ενίσχυση του πρασίνου, αλλά και για τη φροντίδα του ήδη υφιστάμενου, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη».
Σύμφωνα με τα δεδομένα που καταγράφει το Ειδικό Χωρικό Σχέδιο του Παραλιακού Μετώπου του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης (2021) η συνολική εικόνα ως προς τα ποσοστιαία μεγέθη (πράσινο ανά κάτοικο) δεν είναι καθόλου ενθαρρυντική. Όπως αναφέρεται, η ραγδαία επέκταση του οικιστικού ιστού της Θεσσαλονίκης, από τη δεκαετία του 1960, χωρίς σχεδιασμό και πρόβλεψη για το αστικό πράσινο, είχε σαν αποτέλεσμα οι χώροι αυτοί στο πολεοδομικό συγκρότημα να µην είναι επαρκείς σε έκταση, ούτε να έχουν την κατάλληλη διασπορά. Η πόλη έχει ένα από τα μικρότερα ποσοστά πρασίνου από όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις μόλις 2,7 τ.µ., ανά κάτοικο (ενδεικτικά: Βιέννη 20 τ.µ., Χάγη 27,7 τ.µ., Άμστερνταμ 27 τ.µ., Βερολίνο 13 τ.µ., Ρώμη 9 τ.µ., Παρίσι 8 τ.µ.).
Σύμφωνα πάντα με τη μελέτη, στην αντίστοιχη κατάταξη των πόλεων από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται µία θέση πάνω από την Αθήνα, µόνο και µόνο επειδή οι ερευνητές υπολόγισαν στην έκταση του αστικού πρασίνου και τμήματα του περιαστικού δάσους Σέιχ Σου που εφάπτονται στην πόλη (Άγιος Παύλος, Συκιές, Τούµπα, Πανόραµα). Σύμφωνα όμως µε μελέτη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, στην οποία µετρήθηκε µόνο το πραγματικό πράσινο που βρίσκεται µέσα στην πόλη, η αναλογία είναι πολύ µικρότερη: 1,6 τετραγωνικό µέτρο ανά κάτοικο, δηλαδή περίπου έξι φορές µικρότερη από το κατώτατο διεθνώς παραδεκτό όριο, που είναι 10 τ.µ ανά κάτοικο. Με βάση τα στοιχεία της µελέτης αυτής η Θεσσαλονίκη καλύπτεται κατά 77% από κτήρια, κατά 19% από ασφαλτοστρωμένους δρόμους και µόλις ένα 4% αποτελείται από πράσινο και ελεύθερους χώρους, ενώ σύµφωνα µε µελέτες πολεοδοµικού προτύπου του ΕΜΠ, µε βάση τις κλιµατολογικές συνθήκες και τον πληθυσµό του, το πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης θα έπρεπε να έχει αναλογία 20 τ.µ. πρασίνου ανά κάτοικο, δηλαδή 12 φορές υψηλότερη από τη σηµερινή.
Οι πιο πράσινες περιοχές
Την άνιση κατανομή των χώρων πρασίνου εντός των ορίων του δήμου Θεσσαλονίκης υπογραμμίζει σε μελέτη που δημοσιεύει στον Κοινωνικό Άτλαντα Θεσσαλονίκης (Δεκέμβριος 2024) η μεταδιδακτορική ερευνήτρια από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΑΠΘ, Μαρία Καραγιάννη.
Όπως επισημαίνει, «το μεγαλύτερο ποσοστό πρασίνου ανά κάτοικο και ο δεύτερος μεγαλύτερος αριθμός χώρων πρασίνου παρουσιάζονται στην κεντρική δημοτική κοινότητα (1η), στην οποία και εφαρμόστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου το πολεοδομικό σχέδιο του Εμπράρ μετά την πυρκαγιά του 1917. Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης οι μεγαλύτεροι και σημαντικότεροι χώροι πρασίνου εντοπίζονται, σύμφωνα και με το σχέδιο, σε εγγύτητα με αξιόλογα μνημεία αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως είναι ο Λευκός Πύργος, οι βυζαντινές εκκλησίες και η Πλατεία Αριστοτέλους, ενώ σημαντική έκταση καταλαμβάνει και το πάρκο της ΧΑΝΘ. Πιο πρόσφατα, από την περίοδο της κρίσης και μετά (Athanassiou κ.ά., 2015), μία σειρά από αναπλάσεις και πεζοδρομήσεις βελτίωσαν λίγο την εικόνα όσον αφορά το πράσινο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, συνεχίζοντας παράλληλα την τάση για χωροθέτηση των παρεμβάσεων σε εγγύτητα είτε με μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς, είτε με το παραλιακό μέτωπο (Karagianni, 2019). Παρόμοιο ποσοστό με το κέντρο της πόλης, αν και με τη διπλάσια οικιστική πυκνότητα, παρουσιάζει και η Άνω Πόλη (3η Δημοτική Κοινότητα). Εδώ ο αριθμός των χώρων πρασίνου είναι ο μισός από αυτόν του κέντρου, με τους σημαντικότερους από αυτούς σε έκταση να είναι το γραμμικό πάρκο κατά μήκους των Βυζαντινών Τειχών, οι Κήποι του Πασά και το πάρκο γύρω από το Επταπύργιο».
Δυτικές και ανατολικές περιοχές
Σύμφωνα πάντα με την κ. Καραγιάννη, το δυτικό κομμάτι του δήμου Θεσσαλονίκης, οι περιοχές της Ξηροκρήνης, της Μοναστηρίου, της δυτικής εισόδου και του λιμανιού παρουσιάζουν ένα μέτριο ποσοστό πρασίνου ανά κάτοικο για τα δεδομένα του δήμου Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τα στοιχεία του ίδιου. Παρόλα αυτά, η 2η Δημοτική Κοινότητα έχει μόνο ένα σχεδιασμένο πάρκο και δύο πλατείες, συνεπώς πιθανότατα για τον υπολογισμού του δείκτη ελήφθησαν υπόψη και οι μη θεσμοθετημένες εκτάσεις πρασίνου, όπως αυτή του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού.
«Τέλος, στον ανατολικό δήμο Θεσσαλονίκης, οι περιοχές της Τούμπας, της Τριανδρίας και της 5ης δημοτικής κοινότητας είναι αυτές που παρουσιάζουν και τα χαμηλότερα ποσοστά πρασίνου/κάτοικο, παρά τις υψηλές πυκνότητες κατοίκησης και δόμησης. Ειδικότερα η 5η δημοτική κοινότητα ωφελείται στο μεγαλύτερο μέρος της από την εγγύτητα των πάρκων της Νέας Παραλίας, η οποία εξισορροπεί λίγο τη σημαντική απουσία ελεύθερων χώρων σε αυτή, ιδιαίτερα στο κομμάτι που βρίσκεται πιο κοντά στο κέντρο της πόλης. Η εικόνα της άνισης προσβασιμότητας σε χώρους πρασίνου στο δήμο Θεσσαλονίκης που περιγράφηκε παραπάνω επιβεβαιώνεται και από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης. Από έρευνα του Λατινόπουλου (2022) σχετικά με την αξιολόγηση της προσβασιμότητας σε χώρους πρασίνου (με βάση την απόσταση) από τους κατοίκους προκύπτει πως οι κάτοικοι της 2ης και της 4ης Δημοτικής ενότητας παρουσιάζουν τα χαμηλότερα επίπεδα ευχαρίστησης», προσθέτει η κ. Καραγιάννη.
Στόχος του δήμου τα 100.000 δέντρα
«Ο δήμος μας έχει συνολικό εμβαδόν 19.300 στρέμματα, εκ των οποίων τα στρέμματα πρασίνου που διαχειρίζονται οι υπηρεσίες μας (πάρκα, νησίδες, παρτέρια, δηλαδή το διαμορφωμένο πράσινο) είναι 620τμ. Σε αυτά δεν περιλαμβάνονται οι ιδιωτικοί χώροι πρασίνου αλλά και οι χώροι πρασίνου άλλων φορέων, όπως για παράδειγμα του ΑΠΘ», τονίζει στη «Θ» ο αντιδήμαρχος Περιβάλλοντος και Πρασίνου, Βασίλης Διαμαντάκης.
Σύμφωνα με τον κ. Διαμαντάκη, αν σε αυτά τα 620 στρέμματα προστεθούν οι χώροι πρασίνου φορέων όπως το ΑΠΘ, αλλά και τα περίπου 50 στρέμματα πρασίνου στις παρυφές Τριανδρίας και Τούμπας, τότε η έκταση αυτή φτάνει στα 900 στρέμματα, χωρίς να υπολογίζονται τα περίπου 71.000 δέντρα της πόλης και φυσικά το Σέιχ Σου.
«Οι υπολογισμοί μέχρι στιγμής αναφέρονται σε αναλογία περίπου 2,8 τ.μ με 3 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο, ενώ ανεβαίνει στο 4 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο αν προσθέσουμε όλες τις εκτάσεις. Για να μην παρεξηγηθώ, ακόμη κι έτσι αυτό το ποσοστό, αυτή η αναλογία εννοείται πως είναι εξαιρετικά χαμηλή, πολύ χαμηλή», παραδέχεται ο αντιδήμαρχος.
Σε ό,τι αφορά τις προσπάθειες του δήμου για την ενίσχυση του πρασίνου, ο κ. Διαμαντάκης επισημαίνει την ανυπαρξία άδειων δημοτικών χώρων πρασίνου. «Προσπαθούμε να ενισχύσουμε το πράσινο, να το πυκνώσουμε, στους υπάρχοντες χώρους του δήμου. Φυτέψαμε 15.000 δέντρα σε 15 μήνες, αριθμός ρεκόρ, ενώ συνεχίζουμε τις προσπάθειες για να γεμίσουμε ακόμη και το τελευταίο τ.μ. της πόλης με πράσινο. Στόχος μας είναι τα 100.000 δέντρα εντός της θητείας μας και αυτόν τον στόχο τον υπηρετούμε με κάθε προσπάθεια», προσθέτει ο αντιδήμαρχος.
Ζητούμενο η μακροπρόθεσμη στρατηγική
Παρότι καταγράφονται αποκλίσεις μεταξύ διαφόρων μελετών και ερευνών ως προς τα ποσοστά αστικού πρασίνου στο Δήμο Θεσσαλονίκης, η πραγματικότητα παραμένει αποθαρρυντική: η αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο είναι εξαιρετικά χαμηλή. Είτε πρόκειται για 2,5 τ.μ. είτε για 2,8 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο, τα νούμερα αυτά υπολείπονται σημαντικά του ελάχιστου ορίου των 8–10 τ.μ. που προτείνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανά κάτοικο, ως επιθυμητό στόχο για την υγεία και την ποιότητα ζωής.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του ΑΠΘ, Διονύσης Λατινόπουλος, «η έλλειψη πρασίνου δεν αποτυπώνεται μόνο στην πολύ χαμηλή αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο, αλλά και στην γενικότερη περιορισμένη προσβασιμότητα των κατοίκων σε κατάλληλους χώρους πρασίνου. Σύμφωνα με επιστημονική έρευνα του 2021 που ανέλυσε 865 πόλεις σε 31 ευρωπαϊκές χώρες, το 87,7% των κατοίκων του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης δεν έχει πρόσβαση σε πράσινο χώρο τουλάχιστον 5 στρεμμάτων σε ακτίνα 300 μέτρων από την κατοικία του – ποσοστό που κατατάσσει την πόλη 9η χειρότερη στο σύνολο των 865 ευρωπαϊκών πόλεων».
«Η υφιστάμενη έλλειψη επαρκών επιφανειών πρασίνου αποτελεί αναμφίβολα σοβαρό ζήτημα, όμως ακόμη πιο καθοριστική είναι η απουσία ενός συνεκτικού σχεδιασμού με μακροπρόθεσμο ορίζοντα», συνεχίζει. «Πιο ουσιαστική από την απλή αποτύπωση των αριθμών είναι η διαμόρφωση και υλοποίηση μιας στρατηγικής πρασίνου με σαφή χρονικό ορίζοντα, συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους, καθώς και εφαρμόσιμες πρακτικές που ενισχύουν την αστική ανθεκτικότητα, διασφαλίζουν δίκαιη πρόσβαση σε ποιοτικούς χώρους πρασίνου και αναβαθμίζουν την ποιότητα ζωής των κατοίκων της Θεσσαλονίκης».
Θωράκιση έναντι της κλιματικής κρίσης
Την ανάγκη ενίσχυσης του πρασίνου στη Θεσσαλονίκη επισημαίνει, μιλώντας στη «Θ» και η ομότιμη καθηγήτρια Δασοκομίας, πρόεδρος του τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ Δρ. Θέκλα Τσιτσώνη. Η κ. Τσιτσώνη ήταν επιστημονικά υπεύθυνη του προγράμματος GreenTree, του μητρώου στο οποίο καταγράφηκαν στο παρελθόν ένα προς ένα τα δέντρα στον δήμο της Θεσσαλονίκης. «Είχαμε βρει τότε ότι τα περίπου 40.000 υγιή δέντρα στον δήμο συγκρατούν περίπου 6.000 τόνους διοξειδίου άνθρακα τον χρόνο! Με την αστικοποίηση να προβλέπεται ακόμη πιο έντονη έως το 2050, η θωράκιση της Θεσσαλονίκης έναντι της κλιματικής κρίσης περνά μέσα από την ενίσχυση του πρασίνου. Το σπουδαιότερο, άλλωστε, είναι ότι τα δέντρα ρυθμίζουν τη θερμοκρασία στην πόλη, με το θερμόμετρο να πέφτει πέντε με έξι βαθμούς Κελσίου κάτω από δεντροστοιχία. Επίσης, συμβάλλουν και στην απορρύπανση της ατμόσφαιρας καθώς εκλύουν οξυγόνο, δεσμεύοντας αιωρούμενα σωματίδια», εξηγεί.
Τη σημασία της επικαιροποίησης του μητρώου GreenTree σχεδόν δέκα χρόνια μετά, επισημαίνει πάντως και ο αντιδήμαρχος Πρασίνου, Βασίλης Διαμαντάκης, ο οποίος επισημαίνει ότι κάτι τέτοιο είναι στο σχεδιασμό της διοίκησης.