Κλείνουν 80 χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Από τη συντριβή του φασισμού, που μαύρισε την Ευρώπη, προχώρησε αδίστακτα σε ολοκαυτώματα με προδιαγραφές βιομηχανικής απόδοσης, έκαψε ολόκληρα χωριά, με τους κατοίκους τους, δολοφόνησε γυναικόπαιδα, ισοπέδωσε οικονομίες και έσπειρε παντού το θάνατο και την καταστροφή.
- Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Η Ελλάδα, υπέστη την πιο απάνθρωπη, την πιο βάρβαρη κατοχή της Ευρώπης. Και τούτο, προφανώς, επειδή από την πρώτη στιγμή του πολέμου, αντιστάθηκε και πολέμησε ηρωικά.
Η καθυστέρηση στην έκβαση του πολέμου, που οφείλεται στη μικρή αλλά ηρωική Ελλάδα, η οποία εισήλθε στον πόλεμο στις 28 Οκτωβρίου του 1940, κρίθηκε αποφασιστική για την επίτευξη της τελικής νίκης εναντίον του Αξονα.
Αλλά, και στο διάστημα της άγριας γερμανικής κατοχής, η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες κατακτημένες χώρες που οργανώθηκε εναντίον των Γερμανών με το ΕΑΜ και αργότερα και με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις.
Στη σύντομη αποψινή μου ομιλία, μου δίνεται η ευκαιρία να συγκεκριμενοποιήσω ορισμένες σκέψεις και, κυρίως ανησυχίες μου, για τη διάχυτη τάση, στην Ελλάδα, και όχι μόνο, να παραχαράσσεται η ιστορία, να μετουσιώνονται οι εχθροί σε φίλους και τανάπαλιν.
Να ξαναγράφεται η ιστορία, να δημιουργούνται σύλλογοι με κυρίαρχο στόχο την απάλειψη των εγκλημάτων των Ναζί, ώστε αυτοί να μετατραπούν σε φίλους, προκειμένου να ξαναγραφεί η ιστορία με ρόζ και όχι πια με μαύρα γράμματα κ.ο.κ.
Θεωρώ θανάσιμα επικίνδυνη αυτή τη διαστρέβλωση της ιστορίας, εξαιτίας της οποίας οι λαοί απαρνούνται το παρελθόν τους και, έτσι, αυτόματα στερούνται και το μέλλον τους.
Να σημειώσω παρενθετικά ότι η Γερμανία ουδέποτε κατέβαλε, στην Ελλάδα, το πολυδιάστατο χρέος της, από την κατοχή, που εκτιμάται, με τους τόκους, σε 1.7 τρισεκατομμύρια ευρώ παρότι την υποχρεώνει, μεσω Μνημονίων, να ματώνει καταβάλλοντας χρέη πολύ κατώτερα των γερμανικών. Και να προσθέσω ότι ναι, να είμαστε φίλοι και όχι εχθροί με όλους τους κατοίκους της Γης, όμως δεν παύει να ισχύει η παροιμία «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους».
Επανέρχομαι, λοιπόν, για να διευκρινίσω ότι, κατά την κρίση μου, αυτή η κατακριτέα, η ύπουλη τάση, παραχάραξης της ιστορίας, αποτελεί την κύρια και πρωταρχική απόδειξη της προϊούσας παρακμής της Δύσης. Και, σε παρένθεση να επισημάνω, ότι ακριβώς από αυτή την παρακμασμένη και επικίνδυνη Δύση επιχειρεί να απομακρυνθεί ο Τραμπ, εγκαταλείποντάς την και προσεγγίζοντας τον Πούτιν.
Στα πλαίσια αυτής της παράνοιας ανήκει και η προσπάθεια της Δύσης να υποβαθμίσει, να σύρει πέπλο λησμονιάς ή και να αποσιωπήσει τη μεγαλειώδη νίκη του Κόκκινου Στρατού και του σοβιετικού λαού εναντίον του φασισμού. Και ταυτόχρονα, να ελαφρύνει τα ναζιστικά εγκλήματα, από το φρικώδες περιτύλιγμά τους, στην ανέντιμη προσπάθεια να αποδοθούν ίσες ευθύνες για την έναρξη του πολέμου στη Γερμανία, και δήθεν το ίδιο και στη Ρωσία.
Ωστόσο, όσο και αν πασχίσουν όσοι έχουν ή πιστεύουν ότι έχουν συμφέροντα για τη συσκότιση της πραγματικότητας, η λαμπερή νίκη της Ρωσίας, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι αδύνατον να αμαυρωθεί. Απλώς, συμβαίνουν ορισμένα ευτράπελα, όπως ανάμεσα και σε άλλα, ο εορτασμός των 80 ετών στη Δύση, που έγινε χωρίς την παρουσία της Ρωσίας, παρότι η συμβολή της ήταν καταλυτική, για τη νίκη του πολέμου.
Πράγματι, η συμβολή της Ρωσίας στη νίκη κατά του φασισμού και του ναζισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν καθοριστική και πρωτοφανής. Οι Σοβιετικοί στρατιώτες πολέμησαν με αυταπάρνηση εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας, δίνοντας τη ζωή τους για την ελευθερία και την επιβίωση της ανθρωπότητας. Η Μάχη της Μόσχας, η Μάχη του Στάλινγκραντ και η Μάχη του Βερολίνου ήταν από τις πιο κρίσιμες, που έδωσε ο Κόκκινος Στρατός, και οι οποίες άλλαξαν την έκβαση του πολέμου.
Το κατάφερε η Ρωσία, με φοβερές βέβαια απώλειες, γιατί είχε τον μεγαλύτερο στρατό του κόσμου και ποιοτικά και αποτελεσματικά ανώτερο εξοπλισμό από τους Γερμανούς. Μπόρεσε έτσι να στηρίξει και τις συμμαχικές δυνάμεις Μ. Βρετανίας και ΗΠΑ και να αποτρέψει τους Ναζί από του να επικεντρωθούν σε άλλους στόχους. Η Ρωσία έχασε εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές κατά τη διάρκεια του πολέμου και ήταν ένας από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές στη νίκη κατά του φασισμού. Ολόκληρος ο ελεύθερος κόσμος χρωστά αιώνια ευγνωμοσύνη στη Ρωσία για τη νίκη εναντίον του Ναζισμού.
Ωστόσο, από το τέλος του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου και μέχρι τις ημέρες μας άλλαξαν πολλά στις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία.
Κρίνω απαραίτητο, πριν αναφερθώ στα σχετικά πρόσφατα αίτια προστριβών, ανάμεσα στη Δύση και στη Ρωσία, να υπενθυμίσω ότι η Ρωσία αποτελούσε ανέκαθεν, κατά κάποιο τρόπο, ξένο σώμα για τη Δύση. Αναζητώντας την κυρίαρχη αιτία, θα έλεγα ότι σημαντικό ρόλο είχε η ορθοδοξία, που για τη Δύση αποτελεί χώρο εκτός του δικού της περιβάλλοντος.
Χώρο που δεν τον καταλαβαίνει, αλλά και που τον κατακρίνει. Εμείς, όμως, οι Έλληνες, είμαστε κοντά στη Ρωσία και λόγω της ίδιας θρησκείας, αλλά και εκτός των άλλων, μας συνδέουν πολλά και σημαντικά, στο παρελθόν μαζί της.
Η δολοφονία του Καποδίστρια, παρότι ο φάκελλος των λεπτομερειών της δεν άνοιξε ακόμη, υποστηρίζεται ωστόσο ευρέως ότι αυτή οφείλεται στο ότι ο πρώτος Κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους θεωρήθηκε Ρωσόφιλος. Και με την υπόνοια αυτή έπρεπε, κατά τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις (που ίσως να μη διαφέρουν πολύ από τις παρούσες) να εξαφανισθεί, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος επιρροής της Ρωσίας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Η δολοφονία του Καποδίστρια έβαλε τη βαριά της σφραγίδα στην μετέπειτα πορεία της Ελλάδας. Διότι, αν άφηναν τον Καποδίστρια να ζήσει, έστω, άλλα 5 χρόνια θα την είχε μετατρέψει σε χώρα υποδειγματική.
Αλλά, από ότι φαίνεται, ο φόβος αυτός πιθανής επιρροής της Ρωσίας, συνεχίζεται και επί των ημερών μας με συνέπειες εξαιρετικά δυσάρεστες για την Ελλάδα. Έτσι, υπάρχουν υπόνοιες, ότι αυτή η ανεκδιήγητη υπόθεση των Σκοπίων, που άρπαξαν το όνομα Μακεδονία, με το οποίο ουδεμία σχέση έχουν, ενδέχεται να εξηγείται από την προσπάθεια αποφυγής, να περιπέσει το κρατίδιο στον κύκλο επιρροής της Ρωσίας.
Η Δύση ήταν ανέκαθεν δύσπιστη απέναντι στη Ρωσία, και τα κυριότερα αίτια, εκτός από τη διαφορετική θρησκεία, ήταν και παράπλευροι παράγοντες ιστορικοί, ιδεολογικοί και γεωπολιτικοί. Ψυχρός Πόλεμος, γεωπολιτικές διαφορές, επέκταση της σφαίρας του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Ειδικότερα, η κατηγορία της Δύσης εναντίον της Ρωσίας, και όχι μόνο, ήταν ότι δεν ασπάζεται τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Αυτήν, ακριβώς, που τώρα ο Τραμπ απεμπόλησε εν ριπή οφθαλμού.
Οι σχέσεις, συνεπώς, μεταξύ Δύσης και Ρωσίας ήταν τεταμένες και πριν από την εισβολή στην Ουκρανία το 2022, με κύριους παράγοντες την επέκταση του ΝΑΤΟ, την κρίση στην Ουκρανία, την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, και τις κατηγορίες για ρωσική ανάμειξη σε εκλογές και κυβερνοεπιθέσεις. Αυτές οι, σε μόνιμη βάση, κακές σχέσεις μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, που έφθασαν σε επίπεδο παροξυσμού, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, επέφεραν, όπως όλα δείχνουν, το οριστικό χάσμα ανάμεσά τους.
Αυτό το χάσμα επιχειρεί τώρα να καλύψει ο Τραμπ, θα έλεγα με πολύ μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Πράγματι, όπως όλα δείχνουν, ο Τραμπ θέλει δίπλα του, με κάποιο τρόπο, τη Ρωσία, χωρίς όμως την Κίνα, η οποία θα πρέπει να παραμείνει εχθρός της Δύσης. Ωστόσο, ο Πούτιν ανήκει στην κατηγορία των ελάχιστων ισχυρών και σοβαρών ηγετών της εποχής μας. Συνεπώς, αποκλείω καταρχήν ότι θα εγκαταλείψει τον Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος στάθηκε δίπλα του στον πόλεμο της Ουκρανίας και με τον οποίον προΐστανται στους BRICS.
Έτσι χάθηκε η Ρωσία για τη Δύση, και κυρίως για την Ελλάδα, με την οποίαν είχε άρρηκτους δεσμούς, αρχίζοντας με την κοινή τους θρησκεία και προχωρώντας, σε βάθος χρόνου, με την συμβολή της Ρωσίας στην επιτυχία της Επανάστασης του 1821.
Ο τσάρος Αλέξανδρος Α’, διακατεχόταν από φιλελληνικά αισθήματα, αλλά ήταν αναβλητικός και ανήκε στην Ιερά Συμμαχία, που ήταν εξαιρετικά εχθρική στις προσπάθειες ανεξαρτητοποίησης των λαών στην Ευρώπη. Είναι σίγουρο ότι οι ραδιουργίες του Μέτερνιχ απέτρεψαν μια πιο ενεργή συμμετοχή της Ρωσίας στην Ελληνική Επανάσταση. Ωστόσο, ο Καποδίστριας, που ο Τσάρος είχε δίπλα του και του είχε εμπιστοσύνη, τον έπεισε ότι η Ελληνική Επανάσταση του 1821 δεν είχε καμία σχέση με τους πολυπληθείς ταραξίες στην Ευρώπη. Και έτσι τέθηκαν οι βάσεις για την απελευθέρωση της πατρίδας μας.
Η Ρωσία, παρότι δεν ήταν πάντα υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, η στάση της απέναντι στη χώρα μας, ανά τους αιώνες, ήταν γενικά ευνοϊκή και φιλική και οπωσδήποτε εθεωρείτο μόνιμη σύμμαχος της Ελλάδας. Δεν είναι πια. Έγινε εχθρός μας, μέσα από τις υπερβολές, τα λάθη, τους κακούς χειρισμούς και τις καταστρεπτικές επιλογές της Δύσης, τις οποίες δυστυχώς ενστερνίστηκε και η Ελλάδα.
Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα, ως μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωζώνης δεν είχε άλλη επιλογή από του να ακολουθήσει τη Δύση, ως εχθρός της Ρωσίας και ως σύμμαχος της Ουκρανίας του κ. Ζελένσκι.
Είχε, ωστόσο, τη δυνατότητα, και θα πρόσθετα και την υποχρέωση στον εαυτό της να αποφύγει κινήσεις, δηλώσεις και πράξεις, που περιλάμβαναν μίσος, προσβολές, επιπολαιότητα και πάνω από όλα πλήρη άγνοια της πραγματικότητας. Γιατί, περί άγνοιας επρόκειτο, στην περίπτωση της χώρας μας, η οποία με υπερμετρη υποτέλεια ακολουθούσε την ΕΕ, η οποία βάδιζε ανάλογα με τις εμπνεύσεις του Τζο Μπάιντεν.
Αυτή η τυφλή υπακοή στις αποφάσεις της Δύσης, μας οδηγεί πολύ συχνά στο να εξυπηρετούμε αλλότρια συμφέροντα, τα οποία περνάμε πάνω από τα εθνικά δικά μας
Ανάμεσα στις υπερβολές, αναφέρω ότι δεν είχαμε υποχρέωση αποστολής πολεμικού υλικού στην Ουκρανία, που αποψίλωσε τα ελληνικά μας νησιά, ούτε απαγόρευσης του να απολαμβάνουμε τα εξαιρετικά ρωσικά μπαλέτα, που μου έλειψαν πολύ, ούτε να συμμετέχουμε σε φθηνούς και ανεγκέφαλους χαρακτηρισμούς εναντίον του Πούτιν και γενικώς εναντίον των Ρώσων. Θα αρκούσε να εκτελούμε τα απολύτως στενά μας καθήκοντα ως Δυτικοί, και όχι να ενισχύουμε την παράταση ενός αναίτιου πολέμου, που στοίχιζε καθημερινά ζωές, και που ήταν από την αρχή σίγουρο ότι θα τον κερδίσουν οι Ρώσοι.
Να κάνω, εδώ, μια παρένθεση για να υπενθυμίσω ότι εμείς οι Έλληνες δεν ανήκουμε αποκλειστικά στη Δύση, με ότι αυτό συνεπάγεται, αλλά συνδεόμαστε και με την Ανατολή, μέσα από το πέρασμα μας από το Βυζάντιο, αλλά και μέσα από την ορθοδοξία. Πιστεύω ότι αν περιλαμβάναμε αυτό το δισυπόστατο στοιχείο μας στις αποφάσεις και στη συμπεριφορά μας, θα είχαμε πολλαπλό κέρδος.
Τώρα, και χωρίς να έχουν προβλεφθεί, επέρχονται συγκλονιστικές μεταβολές στο σύνολο, σχεδόν, του σκηνικού της υφηλίου, μέσα στο οποίο λειτουργούσαμε μέχρι πριν λίγο. Όπως όλα δείχνουν, η Ρωσία, στη νέα διεθνή τάξη, που διαμορφώνεται, θα έχει σημαντικό ρόλο. Ο Τραμπ, χωρίς να την επιβραβεύει για την εισβολή της στην Ουκρανία δείχνει, ωστόσο, να λαμβάνει σοβαρά υπόψη την ύπαρξη ελαφρυντικών της. Αυτά, που η υπόλοιπη Δύση αρνείται να δει.
Το περίεργο, ωστόσο, όσο και ανεξήγητο, είναι το γεγονός ότι η ΕΕ εξακολουθεί να λειτουργεί ωσάν να μην έχει συνειδητοποιήσει ότι η διεθνής θέση της Ρωσίας έχει θεαματικά μεταβληθεί, και ότι ο νέος πλανητάρχης απευθύνεται κυρίως προς αυτήν, και λιγότερο προς τον Ζελένσκι, για τα θέματα γύρω από τον διακανονισμό της ειρήνης στην Ουκρανία. Η ΕΕ δεν λαμβάνει επίσης υπόψη και την εκφρασθείσα επιθυμία του Τραμπ περί διενέργειας εκλογών στην Ουκρανία, για την άμεση αντικατάσταση του Ζελένσκι.
Η αδυναμία της ΕΕ να αντιληφθεί τις επελθούσες διαφοροποιήσεις, που επέφερε ο Τραμπ, ως προς την αντιμετώπιση της Ρωσίας, την ωθεί στο να εξακολουθήσει να την αντιμετωπίζει ως τον υπ’ αριθμόν 1 εχθρό για την Ευρώπη.
Η ΕΕ, λοιπόν, καταλαμβάνεται από πολεμικό πυρετό και αποφασίζει να στρατιωτικοποιηθεί, κατεπειγόντως, διαθέτοντας το τεράστιο ποσό των 800δις Ε. Η βεβιασμένη αυτή απόφαση ακολουθεί τη δήλωση του Τραμπ, ότι παύει να εγγυάται την ασφάλειά της. Επανέρχομαι στην απόφαση της ΕΕ για άμεση αντιμετώπιση της άμυνάς της, για να παρατηρήσω ότι αυτή η απόφαση όφειλε να υλοποιηθεί από την αρχή της σύστασής της. Ενώ, η τρέχουσα συγκυρία είναι η λιγότερη κατάλληλη, καθώς βρίσκει την ΕΕ, σε οικονομική στασιμότητα, χρεωμένη, διαιρεμένη και με την προοπτική ότι θα αναλάβει η ίδια τη δαπάνη της ανασυγκρότησης της Ουκρανίας. Και οφείλεται, βέβαια, στη βεβαιότητα των Ευρωπαίων ηγετών, που πανικόβλητοι αναμένουν με σιγουριά επίθεση από τη Ρωσία, η οποία, σύμφωνα με τις προβλέψεις τους, προτίθεται να καταλάβει ολόκληρη την Ευρώπη
Με το φόβο αυτής της επίθεσης, στις 20 Φεβρουαρίου 2024 ο Emmanuel Macron δήλωσε στα ΜΜΕ: «Η απόσταση Στρασβούργο-Ουκρανίας είναι περίπου 1500 χιλιόμετρα, δεν είναι πολύ μακριά». Και συνεχίζει την 1η Μαρτίου στην εφημερίδα le Parisien: «Η Μόσχα θα επιτεθεί σίγουρα εναντίον της Μολδαβίας, ίσως της Ρουμανίας». Και συνοψίζοντας την κατάσταση ο κ. Μακρόν δηλώνει: «Είναι άραγε απαραίτητο να κρούσουμε τον κώδωνα του κινδύνου στους συμπατριώτες μας, διαπιστώνοντας ότι η ύψιστη απειλή στα σύνορά μας είναι η Ρωσία»;
Ωστόσο, αυτή η γενίκευση των δήθεν προθέσεων του Πούτιν, που η ΕΕ τον εμφανίζει ως σίγουρο κατακτητή ολόκληρης της Ευρώπης, επειδή επιτέθηκε εναντίον της Ουκρανίας, αγνοεί ορισμένα πολύ σημαντικά δεδομένα της ψυχοσύνθεσης των Ρώσων. Αναμφίβολα, η επίθεση της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας είναι, καταρχήν, καταδικαστέα. Όμως, επίσης καταδικαστέα είναι και η κατάκτηση του 37% της Κύπρου, από τους Τούρκους, που διαρκεί ήδη 52 χρόνια, και για την οποίαν ουδείς συγκινείται. Πως μπορούν να δικαιολογηθούν αυτά τα δύο μέτρα και δύο σταθμά των διεθνών οργανισμών, απέναντι σε ίδιες περιπτώσεις;
Καταρχήν, καταδικαστέα είναι κάθε μορφής εισβολή. Ειδικά, ωστόσο, στην περίπτωση της Ρωσίας υπάρχουν ορισμένα ελαφρυντικά, που αντιστρεφόμενα θα μπορούσαν εύκολα να αποδώσουν ευθύνες στη Δύση, για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Πράγματι, σε αντίθεση με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, για τη οποία δεν υπάρχουν ελαφρυντικά, ο Πούτιν διαθέτει δικαιολογίες, που φαίνονται βάσιμες.
Από την αρχή της ρωσικής εισβολής του Πούτιν στην Κριμαία ο γνωστός καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Τζον Μερσχάιμερ, στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, υποστήριξε ότι την κυρία ευθύνη της εισβολής την έχουν οι ΗΠΑ, επειδή δεν σεβάστηκαν την εύλογη απαίτηση των Ρώσων, να μην έχουν το ΝΑΤΟ στη γειτονιά τους. Την άποψη αυτή, που εξηγεί, βέβαια, και την περίπτωση της εισβολής του Πούτιν στην Ουκρανία την συμμερίζεται, ήδη, η πλειοψηφία όσων ασχολούνται σοβαρά με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την εν γένει συμπεριφορά του Πούτιν. Και επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, κάτι που δεν κατανοούν, όπως φαίνεται οι Δυτικοί. Το γεγονός, δηλαδή, ότι για τους Ρώσους, μετά το 1991, η πάγια πεποίθησή τους ήταν ότι η Λευκορωσία και η Ουκρανία (η «εθνική» σλαβική και ορθόδοξη καρδιά της παλιάς τσαρικής αυτοκρατορίας) ήταν περιοχές προσκολλημένες στη Ρωσία. Συνεπώς, η κατάληψη της Κριμαίας θα έπρεπε να λειτουργήσει, για τους Δυτικούς, ως κώδωνας κινδύνου, για το «μη παρέκει» σχετικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς.
Κάτω από τις ερμηνείες αυτές, ο Πούτιν δεν είναι ο τρελός και πολεμοχαρής, που επιτίθεται εναντίον της Ευρώπης και προτίθεται να την καταλάβει ολόκληρη, αλλά το πρόβλημα είναι της Δύσης, που δεν σέβεται την λογική απαίτηση της Ρωσίας για εξασφάλιση στοιχειώδους ασφάλειας στην περιοχή της.
Από τη δεκαετία του 1990, οι Ρώσοι ηγέτες αντιτάχθηκαν σθεναρά στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και τα τελευταία χρόνια κατέστησαν σαφές ότι δεν θα παρέμεναν αδιάφοροι όσο ο στρατηγικής σημασίας γείτονάς τους μετατρεπόταν σε δυτικό προπύργιο. Για τον Πούτιν, η παράνομη ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου και φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας -την οποία δικαίως χαρακτήρισε «πραξικόπημα»- ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Απάντησε με την προσάρτηση της Κριμαίας, μιας χερσονήσου που φοβόταν ότι θα φιλοξενούσε μια ναυτική βάση του ΝΑΤΟ, και προσπάθησε να αποσταθεροποιήσει την Ουκρανία μέχρι να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να ενταχθεί στη Δύση.
Οι απειλές, στον πλανήτη μας πολλαπλασιάζονται σε καθημερινή βάση με ταχύτητα αστραπής. Και όσο ετοίμαζα την παρούσα ομιλία μου, ένας τρίτος τοπικός πόλεμος προστέθηκε στους δύο προηγούμενους.
Ας ελπίσουμε ότι δεν έφθασε το πλήρωμα του χρόνου, για την έλευση του Γ’ Παγκόσμιου, που θα εξαφανίσει, κατά πάσα πιθανότητα τον πλανήτη Γη.
Στο μεταξύ, όμως, θα ήθελα να εκφράσω την ευχή μου, να εξομαλυνθούν οι σχέσεις της Ελλάδας με την παραδοσιακή φίλη Ρωσία. Εκτός του ότι είναι παράλογη η ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες, η νέα παγκόσμια τάξη που προετοιμάζεται, θα αναθέσει, πιθανότατα, σημαντικό ρόλο στη Ρωσία, στα πλαίσια των BRICS. Και η Ελλάδα θα πρέπει να προσπαθήσει να έχει, όσο γίνεται καλύτερες σχέσεις, με όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό άλλων χωρών. Ιδιαίτερα και χάρη στην επανασύνδεσή της με παλιούς και ιστορικούς συμμάχους, όπως είναι η Ρωσία.