Το φρέσκο ψάρι, άλλοτε βασικό συστατικό της μεσογειακής διατροφής και της ελληνικής κουλτούρας, τείνει πλέον να μετατραπεί σε είδος πολυτελείας για τα περισσότερα νοικοκυριά. Η εκτόξευση των τιμών στα ιχθυοπωλεία και στα σούπερ μάρκετ, η οποία παρατηρείται με σταθερή ένταση τους τελευταίους μήνες, περιορίζει την πρόσβαση των καταναλωτών σε ένα αγαθό που παραδοσιακά θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής διατροφής.
Στις ψαραγορές, τα φρέσκα είδη – όπως η τσιπούρα και το λαβράκι – κοστολογούνται πλέον με βάση όχι μόνο την προέλευση αλλά και το μέγεθός τους, φτάνοντας σε ποσά που άλλοτε προορίζονταν για σπάνια ψάρια εστιατορίων. Αντίστοιχα, και στα σούπερ μάρκετ, όπου η διαφορά στις τιμές περιορίζεται κυρίως στα κατεψυγμένα προϊόντα, δεν παρατηρείται ουσιαστική ελάφρυνση για το πορτοφόλι του καταναλωτή.
Ο Απόστολος Ραυτόπουλος, πρόεδρος της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας, εξήγησε πως η εικόνα αυτή είναι αποτέλεσμα πολλών και αλληλένδετων παραγόντων. «Πρώτον, η υπεραλίευση. Έπειτα, το κόστος του παραγωγού, του ιχθυοπώλη και του ψαρά, που βλέπει τα καΐκια να μειώνονται. Η μεγάλη τσιπούρα πλέον ξεπερνά τα 28 ευρώ, το ίδιο και τα μπαρμπούνια. Βλέπουμε μία αύξηση διπλάσια σε σχέση με πέρσι», σημείωσε χαρακτηριστικά, σκιαγραφώντας την ένταση των αυξήσεων.
Αυξήσεις-«φωτιά»
Τα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αποτυπώνουν με ακρίβεια τη δυσμενή κατάσταση. Οι τιμές των νωπών ψαριών αυξήθηκαν κατά 7,1% τον Ιανουάριο, 1% τον Φεβρουάριο, 7,3% τον Μάρτιο, 8,9% τον Απρίλιο και 8,4% τον Μάιο του 2025, όταν ο γενικός πληθωρισμός κινήθηκε αισθητά χαμηλότερα. Η αντίθεση αυτή καταδεικνύει ότι το ψάρι έχει πάψει πλέον να παρακολουθεί απλώς τις πληθωριστικές τάσεις – τις ξεπερνά δραματικά.
Ανάλογη είναι και η εικόνα στην Κεντρική Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου, όπου σε ετήσια βάση (2024–2025) παρατηρούνται σοβαρές ανατιμήσεις: ο γαύρος ανέβηκε από τα 2,50 στα 4,50 ευρώ το κιλό, η σαρδέλα από τα 3 στα 8,50 ευρώ, ο μπακαλιάρος από τα 12 στα 14 ευρώ, ενώ τα μπαρμπούνια και οι κουτσομούρες είδαν τις τιμές τους να φτάνουν τα 17 και τα 10 ευρώ αντίστοιχα. Ορισμένα είδη, όπως ο βακαλάος Ελλάδος και τα χταπόδια, αγγίζουν ή ξεπερνούν πλέον τα 19 με 27 ευρώ το κιλό.
Η αύξηση του κόστους δεν αποδίδεται μόνο στην ενέργεια, τη μεταφορά ή τη συντήρηση. Η μείωση της εγχώριας αλιευτικής παραγωγής και οι κλιματικές επιπτώσεις παίζουν πλέον καταλυτικό ρόλο. Η έλλειψη συγκεκριμένων ειδών στην αγορά προκαλεί έκπληξη ακόμα και σε επαγγελματίες του κλάδου. «Σήμερα η τιμή αγοράς στη σαρδέλα με τον ΦΠΑ είναι στα 12 ευρώ το κιλό. Δεν υπάρχει σαρδέλα. Ενώ τώρα είναι εποχή της, δεν υπάρχει», δήλωσε ο υπεύθυνος ιχθυοπωλείου Βασίλης Πέτρου και κατέληξε: «Ίσως φταίνε η υπεραλίευση και η κλιματική αλλαγή, όλα μαζί. Και η ζήτηση είναι τεράστια άρα και το κόστος είναι αυξημένο. Σε όλο το Αιγαίο ψαρεύεται η σαρδέλα, ωστόσο τώρα δεν υπάρχει».
Η ανοδική πορεία συνεχίζεται και στη λιανική αγορά. Σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς Ρέντη, από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο του 2025 οι τιμές παρουσίασαν εντυπωσιακή άνοδο: ο βακαλάος αυξήθηκε από τα 19,80 στα 26,80 ευρώ το κιλό, οι σουπιές από τα 12,80 στα 15,50 ευρώ, ενώ το χταπόδι από τα 17,90 στα 19,90 ευρώ.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, όλο και περισσότεροι καταναλωτές αναγκάζονται να περιορίσουν τις αγορές ψαριών, στρεφόμενοι σε οικονομικότερα είδη ή επιλέγοντας άλλες πηγές πρωτεΐνης. Η ελληνική ψαραγορά βρίσκεται πλέον μπροστά σε μια υπαρξιακή πρόκληση: πώς να διατηρήσει την παράδοση της ψαροφαγίας, όταν το ίδιο το ψάρι μετατρέπεται σταδιακά από είδος διατροφικής βάσης σε «προϊόν εποχιακής πολυτέλειας» για λίγους.