Οι πολεμικές συρράξεις μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας στο Αρτσάχ το 2020 και το 2023, καθώς και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, συνιστούν απτά παραδείγματα της αλλαγής φιλοσοφίας όσον αφορά τη διεξαγωγή του πολέμου.
- Γιάννης Σαρακιώτης
Δικηγόρος – Βουλευτής Φθιώτιδας
Το πλέον σημαντικό μάθημα εξάγεται παρατηρώντας τις εμπόλεμες πλευρές να εμφανίζουν εξαιρετικά υψηλά επίπεδα τρωτότητας και ως εκ τούτου, να επιχειρούν διαρκώς και συντεταγμένα να μειώσουν το ειλημμένο στρατηγικό κόστος σε ανθρώπινες ζωές και υλικές ζημιές, αλλά και να νομιμοποιήσουν τις ενέργειές τους στο διεθνές προσκήνιο.
Προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, κράτη όπως η Κίνα ή και η Τουρκία προσδίδουν ιδιαίτερη έμφαση στο δικτυοκεντρικό πόλεμο (Net Centric Warfare) ως μία φιλοσοφία, η οποία εστιάζει στο δίκτυο πληροφοριών, στην ταχύτητα διάδρασης μεταξύ των μονάδων και στη χρήση ψηφιακών μέσων, με περιορισμένη έως μηδενική επάνδρωση. Η υιοθέτηση της εν λόγω φιλοσοφίας κρίνεται επιτακτική ιδίως για κράτη, που δεν είναι αναθεωρητικά, αμύνονται έναντι επιθετικών γειτόνων και συγκροτούν αποτρεπτική στρατηγική, καθώς η σχετική αδυναμία τους μπορεί εύκολα και γρήγορα να ισοσκελιστεί μέσω καινοτόμων και διαλειτουργικών στρατηγικών εργαλείων.
O πόλεμος απαιτεί επενδύσεις
Παράλληλα, η έμφαση στο δικτυοκεντρικό πόλεμο απαιτεί επενδύσεις, λιγότερο κοστοβόρες σε σχέση με φαραωνικούς εξοπλισμούς, οι οποίοι είναι μεν σημαντικοί στο βαθμό που οι φρεγάτες ή τα αεροσκάφη 5ης γενιάς συντονίζουν τα επιμέρους δίκτυα, αλλά καθίστανται υπερβολικές και ανορθολογικές όταν απέχει κατά την υλοποίησή τους η εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Η δημιουργία δικτύου απαιτεί υψηλή αυτονομία, καθώς η εξάρτηση από τρίτους σε επίπεδο ψηφιακών μέσων ενέχει τον κίνδυνο το κράτος να μείνει εκτεθειμένο στο πλαίσιο μιας ενδεχόμενης περιφερειακής κλιμάκωσης.
Επίσης, η τεχνολογική και παραγωγική επάρκεια του εγχώριου οικοσυστήματος καινοτομίας είναι κρίσιμης σημασίας καθώς, στο πλαίσιο μιας πιθανής πολεμικής εμπλοκής, οι απαιτήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων θα κορυφωθούν με εκθετικό ρυθμό. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ουκρανίας, η οποία παράγει 1.000.000 UAVs ετησίως, προκειμένου να καλύψει τις πολεμικές ανάγκες της, ενώ το σύστημα συγκέντρωσης ροών βίντεο με την ονομασία OCHI απασχολεί πάνω από 15.000 πληρώματα ουκρανικών στρατιωτικών drones στις πρώτες γραμμές του μετώπου. Με δεδομένη, συνεπώς, την κοινή παραδοχή “Si vis pacem, para bellum”, η Ελλάδα οφείλει να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, με ιδιαίτερη έμφαση στο οικοσύστημα του “R&D”.
Η ελληνική αμυντική βιομηχανία στο περιθώριο
Στην Τουρκία, μόνο ο όμιλος της ASELSAN απασχολεί 6.000 ερευνητές και διαθέτει 7 κέντρα R&D, ενώ η ROKETSAN απασχολεί 1.500 ερευνητές. Στην Ελλάδα του κ. Μητσοτάκη απωλέσθηκε από την Ε.Α.Β. η διεθνής αποκλειστικότητα κατασκευής απαρτίων των αεροσκαφών F16, πουλήθηκε η ΕΛΒΟ σε εταιρεία ισραηλινών συμφερόντων και ενώ δαπανώνται περίπου 7,2 δισ. € ετησίως για την άμυνα, η ελληνική αμυντική βιομηχανία παραμένει στο περιθώριο. Η δε νομοθετική πρόβλεψη ελληνικής συμμετοχής στα εξοπλιστικά προγράμματα επήλθε «κατόπιν εορτής», δηλαδή μετά τις μεγάλες παραγγελίες των τελευταίων ετών, έχοντας ρόλο «μελλοντικής υπόσχεσης» χωρίς άμεσο αντίκρισμα.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις οδηγούν τα κράτη σε νέες επιλογές όσον αφορά τη χάραξη επιχειρησιακής στρατηγικής και τακτικών εφαρμογών, με το χρονικό ορόσημο του 21ου αιώνα να μην αποτελεί κάποιο μακρινό στόχο, καθόσον έχουμε ήδη διανύσει το πρώτο τέταρτό του. Συνεπώς, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να εναρμονιστεί με την εν λόγω πραγματικότητα, με δεδομένο τον εντεινόμενο τουρκικό αναθεωρητισμό, διορθώνοντας τα λάθη των τελευταίων επτά ετών, τα οποία έχουν συνδεθεί με τη σπατάλη πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ χωρίς την αποκόμιση μακροπρόθεσμων κερδών για την εθνική άμυνα και οικονομία.


Εχετε φάει την χώρα, σιχάματα της Μεταπολίτευσης. ΦΤΑΝΕΙ πια.
Ώρα για απελασεις μαζικες, πλέριες, δυναμικές και λαϊκές.