Ποια είναι η διαφορά ενός κοινωνικά φιλελεύθερου από έναν νεοφιλελεύθερο; Ο πρώτος εφαρμόζει πολιτικές σε ανθρώπους (και δομές) που συνήθως γνωρίζει κερδίζοντας τη συναίνεσή τους. Διά της πειθούς. Ο δεύτερος εξαγγέλλει και επιβάλλει πολιτικές σε ανθρώπους που συνήθως δεν γνωρίζει και κατά βάση αντιπαθεί. Διά της απειλής.
Αυτό ζούμε αυτές τις μέρες. Η κυβέρνηση κάνει επίδειξη πυγμής για να εντυπωσιάσει το συντηρητικό της ακροατήριο, το οποίο έχει δικαιολογημένα παράπονα από την πολιτική της τελευταίας εξαετίας στο Δημόσιο και στα πανεπιστήμια. Στον υπερφιλελεύθερο κόσμο το κράτος και οι λειτουργοί του δεν είναι δημοφιλείς έννοιες. Υπάρχει στρατηγική αντιπάθεια για αυτές. Ούτε τα πανεπιστήμια, οι καθηγητές τους, οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία, η ανομία και η ανυπακοή είναι πρόσωπα και έννοιες δημοφιλείς. Στο μυαλό ενός υπερφιλεύθερου όλοι αυτοί είναι αριστεροί τεμπέληδες. Αδύνατο να πιστέψουν πως υπάρχει αριστεία σε ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, εκτός από την υπαρκτή, πράγματι, τεμπελιά και τα στερεότυπά της. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν το επισκέπτονται. Ούτε καν για ομιλία στις φοιτητικές εκλογές, όπως γινόταν παλιά.
Κάθε εντυπωσιακό μέτρο που εξαγγέλλεται αυτές τις μέρες λοιπόν προς την κατεύθυνση της τυχόν διόρθωσης των δυσλειτουργιών τυγχάνει αποθεωτικής υποδοχής από τα φιλικά υπερφιλελεύθερα ΜΜΕ. Με μία διαφορά όμως: Πώς εφαρμόζεται. Ποια προετοιμασία έχει προηγηθεί πριν από την εφαρμογή του και σε ποια πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα ανακοινώνεται.
Ως προς το πρώτο μερικές επισημάνσεις: η αξιολόγηση στο Δημόσιο, η αξιολόγηση στα πανεπιστήμια, η αξιολόγηση στους εκπαιδευτικούς είναι προφανώς ένα χρήσιμο εργαλείο στο κράτος για να βελτιώνει τις πολιτικές του, να βλέπει τα κενά, να επιβραβεύει ή να μην επιβραβεύει αποδόσεις και τα λοιπά. Είναι μια πολιτική που πρέπει να διαπνέεται από μία ενιαία αντίληψη.
Ποια κριτήρια;
Η αξιολόγηση στο Δημόσιο έχει περάσει από πολλές φάσεις. Πρώτα νομοθετήθηκε εκβιαστικά από την τρόικα επί υπουργίας Κυριάκου Μητσοτάκη στο Διοικητικής Μεταρρύθμισής του και επί γενικού γραμματέα Συντονισμού Δημήτρη Βαρτζόπουλου. Είχε μάλιστα ως αποτέλεσμα και μερικές απολύσεις, επειδή οι τροϊκανοί απαίτησαν την εφαρμογή του πειθαρχικού δικαίου επί ποινή μη καταβολής της δόσης. Η αξιολόγηση στο Δημόσιο επανήλθε ως έννοια επί υπουργίας Μάκη Βορίδη, η οποία συνδέθηκε με τα bonus παραγωγικότητας. Κάθε χρόνο οργανικές μονάδες του Δημοσίου, άγνωστο με ποια κριτήρια, αξιοκρατικά ή όχι, εισπράττουν μπόνους παραγωγικότητας, χρηματικό ποσό, στο σύνολό τους, επειδή αξιολογούνται θετικά στην εσωτερική αξιολόγηση.
Τώρα έρχεται ο πρωθυπουργός και δίνει μία νέα έννοια στην αξιολόγηση, την έννοια της τιμωρίας. Οποιος δεν αξιολογείται θα υποβάλλεται στο πειθαρχικό μέτρο της στέρησης του μισθού. Πρόκειται για την εφαρμογή του νέου συστήματος αξιολόγησης δημοσίων υπαλλήλων και υπηρεσιών από εκατομμύρια πολίτες, την ιδέα του οποίου είχαν στη δεκαετία του 2000 για πρώτη φορά με την πρωτόλεια μορφή του «πάνελ πολιτών», η Βάσω Παπανδρέου και ο Σταύρος Μπένος. Η στοχοθεσία που ουδέποτε εφαρμόστηκε νομοθετήθηκε το 2003 από τον Κώστα Σκανδαλίδη βάσει της πολιτικής του αντιπροέδρου Αλ Γκορ. Διοίκηση αποτελεσμάτων (management by results). Η ιδέα της κυβέρνησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Αλλά για να πείσεις ένα μεγάλο σώμα δημοσίων υπαλλήλων, που είναι εξαιρετικά καχύποπτο απέναντι στις κυβερνήσεις, οι οποίες τη μία το δελεάζουν με bonus και την άλλη το απειλούν με στέρηση μισθού να μετέχει, δεν αρκεί ένας νόμος. Θα πρέπει να τους πείσεις ότι εννοείς την εφαρμογή του εντάσσοντας μέσα στον κύκλο της αξιολόγησης όχι απλώς μόνο τις υπηρεσίες, αλλά και τα υπουργεία ως διοικητικές μονάδες.
Κατά συνέπεια και τους υπουργούς. Το κράτος έχει αυτή τη στιγμή πολύ καθαρή εικόνα από τη μελέτη των στατιστικών στοιχείων υπηρεσιών του Συνηγόρου του Πολίτη σε ετήσια βάση σε ποιες δημόσιες υπηρεσίες εντοπίζονται τα μεγαλύτερα προβλήματα κακοδιοίκησης. Πολεοδομίες, δήμοι, νοσοκομεία, ασφαλιστικά ταμεία. Η δημοσκόπηση που θα γίνεται μέσω του egov απλώς θα επιβεβαιώσει πού υπάρχουν τα προβλήματα. Αλλά θα κρύψει και πολλά άλλα, εάν περιοριστεί στο κεντρικό κράτος, καθώς τα περισσότερα παράπονα που έχουν οι πολίτες προέρχονται από τις ΔΕΚΟ. Θα κρύψει και πολλά άλλα, γιατί αυτοί που παριστάνουν τους φιλελεύθερους που θέλουν λιγότερο κράτος έχουν διορίσει τα τελευταία έξι χρόνια με τη μορφή σύμβασης έργου στις ΔΕΚΟ 20.000 κρυπτομετακλητούς, που μετά τους διαθέτουν στα υπουργεία, με μισθούς πολύ μεγαλύτερους από δημόσιους υπαλλήλους που κοντεύουν στη σύνταξη!
Θα το περιλάβει αυτό η αξιολόγηση; Θα περιλάβει και τις κρυφές τριγωνικές προσλήψεις μέσω ιδιωτικών εταιριών που έχουν κάνει προγραμματικές συμβάσεις με υπουργεία; Η αξιολόγηση θα κρύψει επίσης πολλά παράπονα που προέρχονται από την απουσία του κράτους στην περιφέρεια, από την οποία έχει αποσυρθεί. Εφορίες, τράπεζες, ταχυδρομεία, σχολεία, αστυνομικά τμήματα έχουν κλείσει σε πάρα πολλές περιφέρειες της χώρας και οι πολίτες ταλαιπωρούνται από μεγάλες μετακινήσεις. Πώς θα αξιολογήσουν το κενό του κράτους στην περιφέρεια οι πολίτες στα ερωτηματολόγια του κυρίου Λιβάνιου; Στην πραγματικότητα λοιπόν το κράτος ζητά να μάθει από τους πολίτες με δημοσκόπηση αυτά τα οποία ήδη γνωρίζει από τις 10.000 αναφορές που δέχεται ετησίως ο Συνήγορος του Πολίτη στην τεράστια δημοσκόπηση που κάνει, όπως και από τις αναφορές στις λοιπές ανεξάρτητες Αρχές και στα σώματα επιθεωρητών της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας. Η Τεχνητή Νοημοσύνη θα μπορούσε να βάλει άνετα σε τάξη τις χιλιάδες αναφορές των πολιτών στις ανεξάρτητες Αρχές χωρίς κανένα κόστος. Αυτό που εξαγγέλλει ο πρωθυπουργός είναι μια τεράστια φωτοβολίδα που στην πράξη δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα.
Ιδεοληψίες
Είναι αποκλειστικά επικοινωνιακού χαρακτήρα. Και το μόνο αποτέλεσμα που στην πραγματικότητα θα έχει είναι να διασαλεύει την εμπιστοσύνη του δημόσιου λειτουργού προς την κυβέρνησή του, καθώς εκείνη αλλάζει στάση απέναντί του ανάλογα με τις εποχές. Οταν τον έχει ανάγκη στην πανδημία, στις πυρκαγιές, στα νοσοκομεία τον αξιολογεί αμέσως… ήρωα. Χωρίς δημοσκόπηση.
Αλλά όταν απομακρύνεται από τον κίνδυνο τον απειλεί με… στέρηση μισθού. Πολιτικά επίσης η Νέα Δημοκρατία αγνοεί κάτι. Η Ν.Δ. ως κυβέρνηση διοίκησε με το βαθύ κράτος του ΠΑΣΟΚ στη δημοσιοϋπαλληλία την τελευταία εξαετία. Το κολάκευσε. Του μοίρασε και επιδόματα. Του έδωσε τα 2/3 των κρατικών θέσεων. Τώρα όμως που απομακρυνόμαστε από τα δύσκολα το Μέγαρο Μαξίμου υποκύπτει στις ιδεοληψίες των νεοφιλελεύθερων εκσυγχρονιστών και αντί για καρότο απειλεί το βαθύ κράτος με μαστίγιο. Το απειλεί με μειώσεις μισθών, όταν δεν έχει διορθώσει τους μισθούς των εκτός πολιτικής συναλλαγής «λοχαγών» και όταν δίνει διπλάσιους μισθούς στους κρυφούς μετακλητούς των ΔΕΚΟ που δεν καταμετρά το κεντρικό κράτος. Το απειλεί σε μια εποχή που βγαίνουν 2 εκατομμύρια πολίτες στους δρόμους εναντίον της. Το απειλεί προκειμένου να ικανοποιήσει τους οπαδούς της «Δράσης» των «Ταύρων» ακόμη και των σημιτικών, κάτι που είναι πολιτικά άσοφο.
Ικανοποιεί εκλογικές μειονότητες για να έρθει σε σύγκρουση με μεγάλες πλειονότητες που της έβαλαν πλάτη. Στην ίδια προσέγγιση που είναι ξένη προς την πολιτική ατμόσφαιρα εντάσσεται και η πολιτική διαχείριση του ζητήματος των διαγραφών των φοιτητών που βιαιοπραγούν μέσα στα πανεπιστήμια. Αλλο μέτρο που εξαγγέλθηκε χωρίς στοιχειώδη προετοιμασία. Και αυτό εντεταγμένο στην ίδια αγχωμένη επικοινωνιακή πολιτική της πυγμής. «Φέρτε μου ένα μέτρο να το ανακοινώσω!»
Με τη διαφορά ότι η κυβέρνηση από την αρχή νομοθέτησε σωστά για το άσυλο μεν, χωρίς δεδομένα δε. Ο βασικός νόμος της νομοθετήθηκε από ανθρώπους που έχουν σπουδάσει σε ξένα πανεπιστήμια και αγνοούν την ελληνική πραγματικότητα, γι’ αυτό και απέτυχε. Η προσέγγιση που κάνει για τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια παραπέμπει στην αντίληψη μιας πολιτικής που θεωρεί βασικό πρόβλημά τους τα επεισόδια που γίνονται κατά καιρούς στο εσωτερικό τους καθώς και μερικά άλλα εκκρεμή ιδεολογικά ζητήματα από το παρελθόν, χωρίς αξία για το μέλλον. Γι’ αυτό στην αρχή όρθωσε τη σημαία της διαγραφής των αιωνίων φοιτητών από τα μητρώα τους. Μόνο που το μέτρο αυτό απέτυχε και σήμερα… οπισθοχωρεί, δεν τους διαγράφει. Και τους δίνει μία τελευταία ευκαιρία. Επειτα όρθωσε την υπόθεση του ασύλου, όπου και εκεί απέτυχε με την πανεπιστημιακή αστυνομία, και τώρα εξαγγέλλει άρον άρον καταρχάς την υπόθεση των απευθείας διαγραφών από τα μητρώα τους. Και αμέσως μετά καταλαβαίνει το λάθος και μιλά για αναστολή. Πρόκειται για μία πολιτική που εστιάζει σε συγκεκριμένα φαινόμενα αλλά υποτιμά ριζικά προβλήματα των ανώτατων δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και τη συστηματική δουλειά που γίνεται σε αντίξοες συνθήκες από τους λειτουργούς τους.
Για παράδειγμα, αξιολόγηση γίνεται σήμερα στα περισσότερα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια και μάλιστα με τη συναίνεση και τη συμμετοχή των ίδιων των φοιτητών, οι οποίοι αξιολογούν τους καθηγητές τους. Γίνεται στην Ιατρική Σχολή της Θεσσαλονίκης, όπου ο πρόεδρός της Στέφανος Τριαρίδης μού έχει περιγράψει το επιτυχημένο μοντέλο. Γίνεται στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο κύριος Μητσοτάκης θα μπορούσε να μάθει πάρα πολλά από τον Χρήστο Ταραντίλη που αξιολογείται μαζί με άλλους καθηγητές σε ετήσια βάση από τους φοιτητές. Η έρευνα επίσης προχωρά υπό αντίξοες συνθήκες, παρά την υποχρηματοδότηση, και ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια διακρίνονται σε διαγωνιστικές διαδικασίες στο εξωτερικό.
Αν όμως έρχεσαι με μία νεοφιλελεύθερη αντίληψη για να ικανοποιήσεις ένα ακροατήριο συγκεκριμένων αντιλήψεων και στερεοτύπων και επιτίθεσαι στους δικούς σου πρυτάνεις, εξαγγέλλεις διαγραφές φοιτητών, αποπομπές φοιτητών (για υπαρκτά προφανώς φαινόμενα), αλλά ποτέ μία φορά δεν έχεις θελήσει να επισκεφτείς ένα δημόσιο πανεπιστήμιο, να επιβραβεύσεις το έργο καθηγητών και φοιτητών, να δεις τι συμβαίνει όταν τα φώτα πέφτουν, τότε έχεις μια πολύ περιορισμένη εικόνα της εκπαίδευσης. Και γι’ αυτό κάθε τρεις και λίγο όταν δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν θέματα υστέρησης της πολιτικής σου πετάς φωτοβολίδες. Στο υπουργείο Παιδείας υπήρχε έτοιμη ρύθμιση για τον συνήγορο του φοιτητή, για την επίλυση των προβλημάτων του.
Υπήρχε έτοιμη ρύθμιση για τα πειθαρχικά των φοιτητών, τα οποία, όπως και των καθηγητών, θα έπρεπε να επιλύονται σε κεντρικό επίπεδο στο υπουργείο Παιδείας από ανεξάρτητη επιτροπή και όχι μέσα στα πανεπιστήμια. Υπήρχε έτοιμη ρύθμιση που προέβλεπε καταρχάς αναστολή και μετά διαγραφή, αλλά η κυβέρνηση στο πρόσωπο του ίδιου του πρωθυπουργού έσπευσε να ανακοινώσει απευθείας διαγραφές χωρίς αμετάκλητη δικαστική απόφαση και μετά οπισθοχώρησε. Να λοιπόν ποια είναι η διαφορά μεταξύ ενός κοινωνικά φιλελεύθερου και ενός ακροφιλεύθερου. Φτάνεις στο ίδιο αποτέλεσμα με άλλη μέθοδο. Στην πρώτη περίπτωση εξηγείς, πείθεις, κερδίζεις συναινέσεις και προχωράς. Στη δεύτερη ανεβαίνεις πάνω σε ένα βάθρο, κάνεις τον καμπόσο, ατενίζεις τον ορίζοντα με οπτική πάνω από τη μύτη σου, δεν συζητάς με κανέναν, θεωρείς ότι εσύ τα ξέρεις όλα και όλοι οι άλλοι είναι κατώτεροί σου και προχωράς. Και μετά σκοντάφτεις.
Μεθοδολογία
Κακό πράγμα να αγνοείς τους ανθρώπους και να κάνεις μονομερείς ανακοινώσεις για τις ζωές τους. Οταν έχεις δίκιο πάρε χρόνο και πείσε τους . Μην τους απειλείς. Στην ίδια ακριβώς λογική, τέλος, εντάσσεται και ένα ακόμη θέμα που αφορά τη λειτουργία του Δημοσίου: την Εθνική Πινακοθήκη.
Η οποία εκδικητικά έκανε αγωγή σε βουλευτή που ανέδειξε με λάθος τρόπο το θέμα βέβηλων εικόνων και του ζητά 500.000 ευρώ… αποζημίωση. Εδώ το κράτος, ξεκομμένο από την κοινωνική ατμόσφαιρα, δεν αντιλαμβάνεται ότι θίγει και προσβάλλει το θρησκευτικό συναίσθημα εκατομμυρίων Ελλήνων. Και αντί να ζητήσει συγγνώμη για τα χαμηλής ποιότητας έργα που εξέθεσε, το τιμωρεί.
Σε πολιτικό επίπεδο λοιπόν, για να καταλήξω, μακριά από τη μεθοδολογία της διακυβέρνησης που θα έπρεπε να εφαρμόζεται και ονομάζεται μεταρρυθμίσεις με κοινωνική συναίνεση, η κυβέρνηση φαίνεται ότι αρχίζει και αποκαλύπτει ένα πρόσωπο που δεν γνωρίζαμε αλλά υποπτευόμαστε ότι υπάρχει. Οσο υποχωρεί η επιρροή της τόσο αυξάνεται η επιθετικότητά της. Ωστόσο η επίδειξη πυγμής και η εκτόξευση απειλών προς διάφορες κοινωνικές ομάδες που είναι πλέον έμπειρες δεν διαβάζεται… ως δύναμη, διαβάζεται ως… αδυναμία. Αδυναμία άσκησης της διακυβέρνησης. Λόγω της απονομιμοποίησης. Οι κοινωνίες κυβερνώνται με τη δικαιοσύνη και την πειθώ!