Το γεγονός της διαφήμισης πολυεθνικής εταιρίας με σχηματισμό drones σε σχήμα παπουτσιού πάνω από την Ακρόπολη προκαλεί έντονο προβληματισμό. Η Ακρόπολη, ως σύμβολο της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς και του πολιτισμού, ακόμα και σήμερα θεωρείται ιερός χώρος για πολλούς, ειδικά για όσους συνεχίζουν να θεωρούν το έθνος υπέρτατη πολιτική αξία. Η εμπορευματοποίηση αυτού του χώρου μέσω μιας διαφήμισης που προβάλλεται ως τέχνη μπορεί να εκληφθεί ως προσβολή, υπονομεύοντας την πνευματική και ιστορική του αξία για χάρη κερδοσκοπικών σκοπών. Αν φανταστούμε παρόμοιο γεγονός πάνω από ένα μουσουλμανικό τέμενος, όπως η Μέκκα, η αναλογία είναι προφανής. Η διαφορά έγκειται στο ότι η θρησκευτική συνιστώσα της κλασικής κληρονομιάς έχει μηδενικό βάρος στη σημερινή Ελλάδα. Ο Ελληνισμός αντιμετωπίζεται εχθρικά από τις κυρίαρχες ελίτ, με την δικαιολογία ότι το καινοτόμο μάρκετινγκ και το κέρδος πρέπει να αγνοούν τις ευαίσθητες ιστορικές και πνευματικές διαστάσεις.
Η τέχνη ιστορικά υπήρξε μέσο καλλιέργειας, διαμόρφωσης ηθών και ενίσχυσης συλλογικής συνείδησης. Σήμερα, στα χέρια των ελίτ χρησιμοποιείται ως μηχανισμός αποσύνθεσης, αισθητικής διάλυσης και υπνωτισμού. Οχι επειδή η τέχνη άλλαξε εγγενώς, αλλά γιατί η χρήση της μεταστράφηκε από παιδευτική σε αποβλακωτική, όπου πλέον η παιδεία έχει αντικατασταθεί από την αποχαυνωτική κατανάλωση. Η τέχνη στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποσκοπεί στην υποταγή μέσω της αποδόμησης των συμβόλων του παρελθόντος. Πρώτα απομακρύνεται ή γελοιοποιείται κάθε παραδοσιακό, αρχέτυπο, συλλογικό σύμβολο (π.χ. ελευθερία, δικαιοσύνη, μητέρα, ήρωες). Εδώ η μορφή αντικαθίσταται με την αφηρημένη χαοτική μάζα. Ο πολίτης αδυνατεί να ταυτιστεί πλέον με το παρελθόν. Σπάει ο δεσμός μνήμης, μορφής, νοήματος.
Στην Ελλάδα κανονικοποιείται η ασχήμια. Ο,τι άλλοτε θεωρούνταν κακόγουστο, πρόχειρο, άναρθρο παρουσιάζεται ως μοντέρνο, τολμηρό, καινοτόμο. Η χώρα συλλογικά επέρριψε το κλασικό, τη συμμετρία και το κάλλος, την παιδεία και τη βιβλιοθήκη, την αγορά και το θέατρο. Η ασχήμια προτείνεται ως προοδευτικό πρότυπο όπου το μέτρο απορρίπτεται ως αυταρχικό κατάλοιπο του έθνους και της πατριαρχίας, αποσκοπώντας στη θόλωση της κρίσης μέσω της διάβρωσης της αισθητικής πυξίδας. Στην Ελλάδα τα πάντα μετατρέπονται σε εντυπωσιοθηρία χωρίς περιεχόμενο. Η τέχνη γίνεται θέαμα, μέγεθος, όγκος χωρίς υπόσταση, όπου κυριαρχούν οι εγκαταστάσεις και τα μνημεία χωρίς αφήγημα, με σκοπό οι άνθρωποι να αποσυνδεθούν από την κοινή εμπειρία και το συλλογικό λόγο. Ως αποτέλεσμα δεν προκύπτουν ερωτήματα παρά μόνο εντυπώσεις.
Στην Ελλάδα του Μητσοτάκη η αποξένωση λειτουργεί ως πρότυπο. Ο άνθρωπος που ζει μέσα σε άμορφους χώρους, χωρίς συμμετρία, χωρίς φυσικό φως, δεν αναπτύσσει αίσθηση αρμονίας ή κατεύθυνσης, δημιουργική σκέψη και ελευθερία. Οι πόλεις μετατρέπονται σε λαβυρίνθους λειτουργικότητας, αισθητικής και πραγματικής βίας με στόχο τη δουλοποίηση για την απόκτηση κέρδους και τη ληστρική φορολογία χωρίς αντιστάσεις. Οταν οι πλατείες, τα μνημεία, τα σχολεία, τα πάρκα δεν εμπνέουν, ο πολίτης παύει να αισθάνεται μέρος τους και μέρος του έθνους. Δεν τα υπερασπίζεται. Δεν τα σέβεται. Δεν τα διεκδικεί. Η παραίτηση ξεκινά όταν η ομορφιά εξαφανίζεται. Χωρίς αναφορά στο παρελθόν δεν υπάρχει ιστορική συνέχεια. Ο αστικός χώρος γίνεται ουδέτερος, χωρίς αφήγημα. Αρα και χωρίς αντίσταση. Αν δεν θυμάσαι, δεν διεκδικείς. Αυτό που κυριαρχεί είναι η αισθητική που υπηρετεί την υποταγή, δεν προτείνει, αλλά αναιρεί, δεν εμψυχώνει αλλά αποσυνθέτει, δεν εκπαιδεύει αλλά αδρανοποιεί. Δεν πρόκειται για αφέλεια ή τάση. Πρόκειται για στρατηγική ελέγχου.
Οπου δεν υπάρχει νόημα, καμία μοναχική φωνή δεν μπορεί να ακουστεί. Η αποκατάσταση της μορφής, της αρμονίας, της αφήγησης δεν είναι απλώς καλλιτεχνική επιλογή, είναι αντιστασιακή και πολιτική πράξη. Επιστροφή στο κάλλος όχι ως νοσταλγία, αλλά ως ελευθερία. Μέσα από τη μορφή γεννιέται πάλι το κοινό. Μέσα από την αρμονία θυμόμαστε τη δυνατότητα κοινής ύπαρξης. Μέσα από την κλασική τέχνη και παιδεία ξαναβρίσκουμε τον άνθρωπο.