Πριν από μερικές εβδομάδες ανταποκρίθηκα με χαρά στην πρόσκληση του διευθυντή και των μαθητών της α’ και της β’ τάξης του Καποδιστριακού Γενικού Λυκείου Αίγινας, για να μιλήσω για τα θέματα της ενημέρωσης, με έμφαση στις «ψευδείς ειδήσεις». Οι μαθητές επέλεξαν, προς τιμήν τους, την ελληνική απόδοση του όρου «fake news» – δεν υπέκυψαν στην ξενολαγνεία.
Είμαι απόφοιτος του Καποδιστριακού (έτους 1986), διατηρώ ακόμα και σήμερα επαφή με τους καθηγητές μου εκείνης της εποχής, και η πρόσκληση του διευθυντή κυρίου Πεππέ με γύρισε 40 χρόνια πίσω. Η δίωρη εκδήλωση ήταν συναρπαστική. Οι 17άρηδες μαθητές και μαθήτριες με «ανέκριναν» για όλα: για το πώς δημιουργείται το κύρος του δημοσιογράφου, για το ποια είναι η κύρωση όταν λέει ψέματα ο δημοσιογράφος, για το εύρος της προσωπικής ανεξαρτησίας του δημοσιογράφου, για τις σχέσεις τραπεζών – επιχειρήσεων – μέσων ενημέρωσης, για τα όρια της ελευθερίας της τέχνης – με «ξετίναξαν»!
Ακόμα και «πώς θα φέρω την αλλαγή;» με ρώτησε ο ηγέτης του 15μελούς. «Αρκεί η εμπιστοσύνη για να έρθει η αλλαγή;» με ρώτησε, και του απάντησα «ναι, αλλά χρειάζεσαι και την ανεξαρτησία». Δεν απάντησα στην αίθουσα σε πολιτικές ερωτήσεις, όπως Τέμπη κ.λπ., αλλά ρωτήθηκα πλειστάκις. Είναι θέμα που τους απασχολεί. Τους χάρηκα πραγματικά και έφυγα από το λύκειο αργά το μεσημέρι, ανακουφισμένος από το υψηλότατο επίπεδο της νέας γενιάς του νησιού μου. Ανάμεσα στους καθηγητές και στις καθηγήτριές τους ήταν και συμμαθητές μου – ανάμεσα στους μαθητές, πολλοί ήταν γόνοι και θυγατέρες συμμαθητών μου. Υπέροχο συναίσθημα η συνάντηση των γενεών, και αξίζουν συγχαρητήρια σε όλους τους καθηγητές και τις καθηγήτριες του λυκείου της Αίγινας για το έργο τους. Διέκρινα στους εκπαιδευτικούς μας καθαρά, ήρεμα και λαμπερά πρόσωπα και μεράκι.
Το μόνο σημείο της εκδήλωσης στο οποίο «συννέφιασα», αν και γνώριζα την απάντηση εξαρχής, ήταν όταν τους ρώτησα πώς ενημερώνονται. Δι’ ανατάσεως χειρός οι απαντήσεις. «Πόσοι διαβάζετε εφημερίδες;» Κανένα χέρι στα 150. «Πόσοι ακούτε ραδιόφωνο;» Τριάντα χέρια στα 150. «Πόσοι βλέπετε τηλεόραση;» Εβδομήντα χέρια στα 150. «Πόσοι διαβάζετε σάιτ;» Ενενήντα χέρια στα 150. «Πόσοι ενημερώνεστε από το facebook;» Εκατό χέρια στα 150. «Πόσοι ενημερώνεστε από το TikTok;» Σχεδόν και τα 150 χέρια!
Θυμήθηκα αυτή την ενδιαφέρουσα εμπειρία μου στο σχολείο μου, παρακολουθώντας στο δελτίο ειδήσεων του Mega την υπουργό Παιδείας Σοφία Ζαχαράκη και τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη να μιλούν κατά την παράδοση των βραβείων σε μαθητές σχολείων για τις εφημερίδες που έφτιαξαν για το «Βήμα». Η πρωτοβουλία αυτή είναι βεβαίως επαινετέα, αλλά η εξοικείωση των νέων Ελλήνων και Ελληνίδων με το χαρτί και τον Τύπο είναι «δουλειά» του κράτους πρωτίστως και μετά ημών των ιδιωτών. Στην πατρίδα μας και στον κόσμο παρατηρείται ένα διπλό πρόβλημα: οι νεότερες γενιές δεν έχουν καμία εξοικείωση με το χαρτί. Τα τετράχρονα «σκρολάρουν», μετακινούν διά της αφής δηλαδή, τις οθόνες των κινητών και των τάμπλετ από νεαρά ηλικία, αλλά, αν τους δώσεις βιβλίο στα χέρια, δεν γνωρίζουν να το ξεφυλλίζουν. Προσπαθούν να κάνουν… σκρολ στο χάρτινο εξώφυλλο! Το χαρτί θεωρείται σε κάποιες χώρες της Ευρώπης «τεχνολογία Νεάτερνταλ» – μόνο τώρα τελευταία παρατηρείται μια αναστροφή. Στη σουηδική εκπαίδευση «γύρισαν» στα έγχαρτα βιβλία μετά την αποτυχία της ψηφιακής εκπαίδευσης.
Η δεύτερη συνέπεια είναι ότι τα παιδιά δεν έρχονται σε επαφή με την εφημερίδα, που είναι κάτι παραπάνω από χαρτί, σε μικρή ηλικία. Δεν την κρατούν στα χέρια τους. Δεν τη μελετούν. Ο οικοδόμος πατέρας μου ερχόταν κάθε μεσημέρι με μια εφημερίδα στο σπίτι. Η εικόνα της ήταν οικεία για εμάς από νωρίς. Αποκτήσαμε οικειότητα! Τώρα, τίποτε… Δεν διαβάζουν εφημερίδες ούτε οι γονείς. Δεν τρέφω αυταπάτες, βεβαίως. Δεν θα γυρίσουμε τον τροχό της Ιστορίας και της τεχνολογικής εξέλιξης πίσω. Αλλά ο Τύπος μας, μέσα στην παρακμή της πτώσης της κυκλοφορίας του, εξακολουθεί να είναι στην ακμή του. Οξύμωρο, αλλά ισχύει. Και τούτο γιατί είναι προϊόν συλλογικής εργασίας, συσκέψεων και συνθέσεων πολλών ανθρώπων και όχι ενός. Είναι προϊόν ιεράρχησης ειδήσεων, καθώς ο Τύπος σού προτείνει ειδήσεις σημαντικές για τη ζωή σου που αξίζει να διαβαστούν. Δεν είναι φορέας χύδην διοχέτευσης πληροφοριών, χρήσιμων και άχρηστων μαζί, που δεν σου επιτρέπουν να ξεχωρίσεις το σημαντικό από το ασήμαντο. Ο Τύπος συνήθως τεκμηριώνει και διασταυρώνει, δεν είναι βροχή αποσπασματικών βίντεο στο TikTok.
Eν τέλει, όπως είπε και ο Γιάννης Πρετεντέρης σε αυτή την εκδήλωση στην οποία έδωσαν το «παρών» η Σοφία Ζαχαράκη και ο Παύλος Μαρινάκης, «η εφημερίδα είναι ένα ταξίδι». Διαφωνούμε σε πολλά, αλλά σε αυτό συμφωνούμε. Είναι, μάλιστα, ένα ταξίδι που συνεχίζεται παρά τις αντιξοότητες. Ταξίδι στο οποίο καμιά μέρα του δεν ομοιάζει με την προηγούμενη. Οι εφημερίδες διαμορφώνουν κατά βάση την πολιτική και κοινωνική ατζέντα ακόμα και σήμερα, παρά τη φθορά τους. Με τα θέματά τους ασχολούνται διαρκώς, καμιά φορά και χωρίς να τις αναφέρουν, οι πρωινές εκπομπές των τηλεοπτικών σταθμών. Τις μέρες που οι εφημερίδες δεν κυκλοφορούν, λόγω αργίας ή απεργίας, μερικές εκπομπές καναλιών δεν έχουν τι να πουν. Για αυτό δεν τους αξίζει η «δολοφονία» που ζουν καθημερινώς…
Σκέφτομαι μήπως η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να κάνει κάτι για το «επαναλανσάρισμα» των εφημερίδων στα ελληνικά σχολεία! Να είναι μια πρωτοβουλία μέσα από διαλέξεις επώνυμων και ανώνυμων δημοσιογράφων ή και διανοουμένων μέσα στα σχολεία; Να είναι μέσα από την ένταξη της μελέτης του Τύπου σε κάποιο εργαστήρι, γιατί η σύνθεση και η ομαδικότητα (έννοιες που υπηρετούνται από τον Τύπο) είναι μεγάλη επιμορφωτική προίκα για έναν μαθητή; Να είναι η μελέτη ιστορικών πρωτοσέλιδων του ελληνικού Τύπου;
Ειλικρινώς δεν ξέρω, σκέψεις καταθέτω. Αλλά το TikTok και το facebook, αύριο και η ενημέρωση αλλήλων στο… μιλητό, από στόμα σε στόμα (πρακτικές στις οποίες οδηγούνται οι νέες γενιές λόγω της τεχνολογίας, αλλά και λόγω της κατάρρευσης της αξιοπιστίας μας), δεν είναι η λύση. Στις δημοκρατίες, η σωστή ενημέρωση οδηγεί σε καλύτερες αποφάσεις. Μοιράστηκα με τους μαθητές του Καποδιστριακού Γενικού Λυκείου Αίγινας κάποιες σκέψεις του βραβευμένου Πολωνού δημοσιογράφου Βίσαρντ Καπισίνσκι («Για να γίνεις καλός δημοσιογράφος πρέπει να είσαι καλός άνθρωπος – οι κακοί άνθρωποι δεν γίνονται καλοί δημοσιογράφοι», «Δημοσιογράφος σημαίνει να είσαι περίεργος, να περπατάς στον δρόμο και να βλέπεις ερωτηματικά!», «Αυτοπροσωπογραφία ενός ρεπόρτερ», εκδόσεις Μεταίχμιο) και ανανεώσαμε το ραντεβού μας το συντομότερο δυνατόν. Δύο εβδομάδες από τότε, όμως, το σκέπτομαι συνεχώς. Υπάρχει τελικώς ελπίς. Υπάρχει και φλόγα. Αρκεί η Πολιτεία να τη φουντώσει για να τη θεριέψει. Η δημιουργία ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων και καλών πολιτών είναι μακροπρόθεσμα προς όφελός της. Μέσα από αυτήν θα ξεπηδήσουν οι νέες ηγεσίες που θα φέρουν την αλλαγή.
Κυρ Μανώλη τί μου θυμίζεις τώρα κοντά στα εβδομήντα.ο πατέρας μου ήταν αγρότης.3 χρόνια είχε πάει σχολείο, αλλά η εφημερίδα ήταν συχνά στο σπίτι.φυσιολογικο να την ανοίξω και να διαβάζω.α είχαμε και ραδιόφωνο.επρεπε αυτά που άκουγα να τά επεξεργαστώ.νασαι καλά κυρ Μανώλη.