Η προσφορά της Chevron για έρευνες σε θαλάσσια οικόπεδα νότια της Πελοποννήσου και γύρω από την Κρήτη προβάλλεται ως «μεγάλη εθνική επιτυχία». Ας είμαστε σοβαροί, δεν είναι θρίαμβος, είναι καθυστερημένη διόρθωση σφαλμάτων που έγιναν από όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας. Και μάλιστα, δεν ξέρουμε αν πρόκειται για πλήρη διόρθωση ή για μια νέα αναβολή στο ίδιο έργο.
Μέχρι το 2011 η Ελλάδα απέφευγε να μιλήσει για ΑΟΖ, παρότι είχε υπογράψει τη Σύμβαση του ΟΗΕ από το 1982 και το θέμα είχε γίνει εθιμικό δίκαιο το 1995. Χρειάστηκε να το φέρει στη Βουλή ο Αντώνης Σαμαράς για να «σπάσει» η σιωπή. Εκείνη την ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ χλεύαζε ότι «δεν υπάρχουν κοιτάσματα», ενώ το ΠΑΣΟΚ έδειχνε διχασμένο: από τη μια ο Γιάννης Μανιάτης προχωρούσε στον καθορισμό θαλάσσιων οικοπέδων, από την άλλη η Τίνα Μπιρμπίλη έκανε τα πάντα για να μπλοκάρει την προσπάθεια.
Η αποφασιστική κίνηση έγινε το 2014. Η συγκυβέρνηση ΝΔ ΠΑΣΟΚ προκήρυξε 17 θαλάσσια τεμάχια, ανάμεσά τους και αυτά που σήμερα θέλει η Chevron. Αν το σχέδιο είχε προχωρήσει, η Ελλάδα θα μιλούσε σήμερα για εξόρυξη και όχι για «νέα» έρευνα.
Το 2015, με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, οι έρευνες μπήκαν στο συρτάρι. Οικολογικές οργανώσεις, με άφθονη δικαστική στήριξη, μπλόκαραν κάθε βήμα. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση Τσίπρα αναλωνόταν σε ρητορική «πράσινης σωτηρίας», την ώρα που Τουρκία, Αίγυπτος και Ισραήλ έτρεχαν με γεωτρήσεις. Το 2019, λίγο πριν φύγει από την εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ ανανέωσε απλώς κάποια συμβόλαια ερευνών. Εκμετάλλευση; Ούτε λόγος.
Όταν ανέλαβε η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, αντί να επαναφέρει την Ελλάδα στην πραγματικότητα, επέλεξε να πάει ακόμα πιο μακριά, κατάργηση του λιγνίτη με βιασύνη, κλείσιμο εργοστασίων νέας τεχνολογίας, πανηγυρικές δηλώσεις ότι «η Ελλάδα δεν ενδιαφέρεται για νέα κοιτάσματα». Την ίδια στιγμή, η Γερμανία άνοιγε νέες μονάδες λιγνίτη και η Τουρκία υπέγραφε το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Δεν ήταν απλώς λάθη στρατηγικής· ήταν αυτοϋπονόμευση. Δίναμε στους ξένους το μήνυμα ότι δεν ενδιαφερόμαστε να εκμεταλλευτούμε τα δικά μας κοιτάσματα. Όταν η Total έφυγε από την Ελλάδα, τα κυβερνητικά «παπαγαλάκια» έλεγαν ότι «όλες οι πετρελαϊκές αποσύρονται». Ψέμα: η Total πήγε να κάνει έρευνες αλλού.
Το 2024 ο Ντόναλντ Τραμπ επέστρεψε στον Λευκό Οίκο με το «drill, baby, drill». Οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν τους στόχους της πράσινης μετάβασης, η Ευρώπη παραδέχθηκε ότι υπερέβαλλε και όλοι γύρισαν στους υδρογονάνθρακες. Όλοι, εκτός από εμάς.
Η Αίγυπτος μέσα σε πέντε χρόνια από την αδειοδότηση πέρασε στην εξόρυξη. Το Ισραήλ εκμεταλλεύεται ήδη τα κοιτάσματά του. Η Κύπρος προχωρά μεθοδικά. Η Ελλάδα, που είχε ξεκινήσει νωρίτερα, έμεινε θεατής.
Η παρουσία της Chevron είναι θετική. Ενισχύει, έστω μερικώς, την ελληνική θέση απέναντι στο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Αλλά ας μη γελιόμαστε: η Chevron μιλά και με τη Λιβύη, συνομιλεί με την Τουρκία και κοιτάζει μόνο το συμφέρον της. Δεν ήρθε εδώ για να «σώσει την Ελλάδα».
Το στοίχημα είναι αν η κυβέρνηση θα κινηθεί γρήγορα. Οι άδειες μπορούν να επισπευστούν, η γραφειοκρατία να παρακαμφθεί. Αλλά αν συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό, θα ξαναχάσουμε το τρένο.
Εν κατακλείδι η συμμετοχή της Chevron δεν είναι «επιτυχία» της σημερινής κυβέρνησης. Είναι αποτέλεσμα μιας αλυσίδας λαθών που ξεκινά από το 2014 μέχρι σήμερα. Αν η χώρα είχε κρατήσει σταθερή πορεία από το 2014, σήμερα δεν θα υπήρχε τουρκολιβυκό μνημόνιο, ούτε αμφισβήτηση της ελληνικής ΑΟΖ.
Αν αρκεστούμε σε πανηγυρισμούς για την Chevron, θα επαναλάβουμε τα ίδια λάθη. Η Ελλάδα χρειάζεται στρατηγική, ταχύτητα και αποφασιστικότητα. Αλλιώς, θα ξαναμείνουμε με το βλέμμα στραμμένο στα κοιτάσματα των άλλων.
*Χριστοδουλίδης Μιχάλης
Διπλ Μηχανολόγος Μηχανικός ΑΠΘ Ενεργειακός Αναλυτής