Τρία χρόνια μετά την ενεργειακή κρίση του 2022, η Ευρώπη δείχνει να έχει ξεπεράσει προσωρινά την ένταση εκείνης της περιόδου. Οι αποθήκες φυσικού αερίου έμειναν σε ικανοποιητικά επίπεδα πληρότητας, οι τιμές ενέργειας υποχώρησαν σε σχέση με τα ρεκόρ της περιόδου κρίσης, ενώ οι κυβερνήσεις μιλούν για «ενεργειακή ανθεκτικότητα».
Ωστόσο, πίσω από αυτή την επιφανειακή σταθερότητα, τα μαύρα σύννεφα δεν έχουν διαλυθεί. Αντιθέτως, πυκνώνουν ξανά πάνω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς πλησιάζει η 1η Ιανουαρίου 2026 — η ημερομηνία εφαρμογής των νέων, αυστηρών κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Σοβαροί κίνδυνοι λόγω κυρώσεων στη Μόσχα
Οι κυρώσεις αυτές προβλέπουν την πλήρη διακοπή όλων των εισαγωγών ρωσικών καυσίμων στην Ευρώπη μέχρι 31/12 του 2027. Δηλαδή, φυσικό αέριο, πετρέλαιο και παράγωγα προϊόντα θα σταματήσουν να ρέουν προς τα κράτη-μέλη. Παράλληλα, θα επιβληθούν αυστηρές ποινές σε όσες ευρωπαϊκές εταιρείες συνεχίσουν να συνεργάζονται με ρωσικές πετρελαϊκές ή να μεταφέρουν ρωσικά φορτία.
Στόχος της Ε.Ε. είναι η ενεργειακή «απεξάρτηση» από τη Μόσχα, ωστόσο ο τρόπος και ο χρόνος εφαρμογής αυτής της πολιτικής εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για μια νέα ενεργειακή κρίση.
Η απώλεια των ρωσικών ποσοτήτων φυσικού αερίου, που εξακολουθούν να καλύπτουν έμμεσα σημαντικό μέρος των ευρωπαϊκών αναγκών, σχεδόν 12%, ενώ στην ΝΑ Ευρώπη κοντά στο 30% και τα 16 ρωσικά bcm θα πρέπει να αναπληρωθούν από πιο ακριβές και λιγότερο σταθερές πηγές, κυρίως μέσω υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Κατάρ και άλλους προμηθευτές.
Η στροφή αυτή θα επιβαρύνει αναπόφευκτα το κόστος της ενέργειας, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τη βιομηχανία, καθώς οι τιμές του LNG εξαρτώνται από τη διεθνή ζήτηση και τις συνθήκες στις ασιατικές αγορές. Παράγοντες της αγοράς έχουν εκτιμήσει ότι αυτή η νέα διαφοροποίηση θα κοστίζει στην Ελλάδα 200 εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο τουλάχιστον για τα επόμενα δέκα χρόνια
Ιδιαίτερα αισθητές στην Ελλάδα οι επιπτώσεις
Οι επιπτώσεις θα είναι ιδιαίτερα αισθητές στην Ελλάδα. Οι νέες κυρώσεις δεν θα πλήξουν μόνο τον καταναλωτή αλλά και καίριους οικονομικούς κλάδους. Η ελληνική ναυτιλία, που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη μεταφορά ενέργειας παγκοσμίως, κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπη με περιορισμούς και απώλεια εσόδων, καθώς τα ρωσικά φορτία πετρελαίου και φυσικού αερίου θα απαγορευτούν πλήρως.
Παράλληλα, οι ασφαλιστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη ναυτιλία ενδέχεται να χάσουν σημαντικά συμβόλαια, ενώ η ΔΕΠΑ και οι ελληνικές εταιρείες διύλισης θα δουν το ενεργειακό τους ισοζύγιο να επιβαρύνεται, αναγκασμένες να αναζητήσουν νέες πηγές προμήθειας με υψηλότερο κόστος.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας μοιάζει πιο επισφαλής από ποτέ. Η μοναδική οδός εισαγωγής φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν διέρχεται μέσω Τουρκίας — ενός παράγοντα που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος σε μια περίοδο συνεχών εντάσεων με την Ελλάδα.
Πολιτική εκμετάλλευση του αγωγού από το Αζερμπαϊτζάν
Το ενδεχόμενο πολιτικής εκμετάλλευσης του αγωγού ή προσωρινής διακοπής της ροής αερίου δεν μπορεί να αποκλειστεί, κάτι που θα έφερνε τη χώρα αντιμέτωπη με σοβαρές ελλείψεις ενέργειας μέσα στον χειμώνα.
Αν σε αυτό το εύθραυστο περιβάλλον προστεθεί ένας βαρύς και παρατεταμένος χειμώνας, τότε το ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας και συνολικά της Ευρώπης θα μπορούσε να γίνει εκρηκτικό. Οι αυξημένες ανάγκες σε φυσικό αέριο για θέρμανση, σε συνδυασμό με περιορισμένες ποσότητες και υψηλές τιμές LNG, θα μπορούσαν να επαναφέρουν σκηνές του 2022, με διακοπές ρεύματος, ανατιμήσεις και κοινωνική πίεση.
Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι, παρά την εμπειρία εκείνης της κρίσης, η Ελλάδα δεν αξιοποίησε ουσιαστικά τα τρία χρόνια που μεσολάβησαν για να ενισχύσει τις ενεργειακές της υποδομές. Δεν έχουν δημιουργηθεί αποθηκευτικά συστήματα, όπως μπαταρίες πράσινης ενέργειας μεγάλης κλίμακας ή υπόγειες δεξαμενές φυσικού αερίου, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως «μαξιλάρι» σε περιόδους έντασης.
Επίσης, δεν προχώρησαν έργα αντλησιοταμίευσης που θα εξισορροπούσαν την παραγωγή από ΑΠΕ, ούτε νέες ηλεκτρικές διασυνδέσεις με άλλες χώρες, ώστε να εξασφαλιστεί ευελιξία στο ενεργειακό δίκτυο.
Το FSRU Αλεξανδρούπολης μοναδική ουσιαστική πρόοδος
Ο εκσυγχρονισμός των δικτύων παραμένει στάσιμος, με αποτέλεσμα οι απώλειες μεταφοράς να συνεχίζονται και η διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας να συναντά τεχνικά εμπόδια. Μοναδική ουσιαστική πρόοδος θεωρείται το FSRU Αλεξανδρούπολης — μια σημαντική υποδομή που ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, προσθέτοντας νέες δυνατότητες εισαγωγής LNG.
Ωστόσο, το έργο αυτό, όσο κρίσιμο κι αν είναι, δεν αρκεί για να αποκλιμακώσει τις τιμές ενέργειας. Αντίθετα, λειτουργεί κυρίως ως ασπίδα ασφαλείας σε περίπτωση διακοπών ή κρίσεων εφοδιασμού.
Η εικόνα αυτή αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα, όπως και μεγάλο μέρος της Ευρώπης, έχει επικεντρωθεί στη διαχείριση της τρέχουσας κατάστασης, όχι στην πρόληψη της επόμενης κρίσης. Η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί όχι μόνο νέες μορφές ενέργειας, αλλά και ανθεκτικά δίκτυα, αποθήκευση και σχεδιασμό που θα θωρακίζει τις οικονομίες από γεωπολιτικές αναταράξεις.
Επιτακτική η επένδυση σε υποδομές και εναλλακτικά δίκτυα ενέργειας
Αν η Ε.Ε. δεν κινηθεί άμεσα με ρεαλισμό και συντονισμό, επενδύοντας σε υποδομές και εναλλακτικά δίκτυα ενέργειας, οι κυρώσεις του 2026 ενδέχεται να μετατραπούν σε μπούμερανγκ. Το ενδεχόμενο μιας νέας ενεργειακής κρίσης —ίσως και πιο επικίνδυνης από εκείνη του 2022— είναι υπαρκτό.
Και τότε, τα μαύρα σύννεφα που όλοι πίστεψαν ότι διαλύθηκαν, θα επιστρέψουν, πιο βαριά και απειλητικά από ποτέ, πάνω από τον ευρωπαϊκό ουρανό.
Ας ελπίσουμε ότι εντός του χρόνου θα λυθεί διπλωματικά η ρωσοουκρανική κρίση με μια βιώσιμη λύση και ότι η Ευρώπη θα άρει τις κυρώσεις και θα ομαλοποιηθεί το ενεργειακό τοπίο, διαφορετικά ο ενεργειακός εφιάλτης θα ξανά κάνει την εμφάνιση του.

