Ο αδικοχαμένος Ντιόγκο Ζότα θα μπορούσε απλά να είναι ένας παίκτης υψηλού επιπέδου, αλλά όχι σε ομάδα που κάνει πρωταθλητισμό. Μέχρι να πάει στη Λίβερπουλ υστερούσε σε τεχνική. Θα μπορούσε να είναι στο σωρό των ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται βία στην Πρέμιερ και σίγουρα στην Τσάμπιονσιπ.
Πως οι «κόκκινοι» τον εντόπισαν; Τι είδαν σε αυτόν που δεν μπορούσαν να δουν οι άλλοι;
Καταρχήν η Λίβερπουλ μπορεί να ανήκει σε Αμερικανούς, την Fenway Sports Group από το 2010, αλλά δεν είναι… αμερικανάκια για σκορπούν δεξιά κι αριστερά τα εκατομμύρια τους.
Για να αποκτηθεί ένας ποδοσφαιριστής υπάρχει ένας συνδυασμός της παρουσίας του στον προηγούμενο σύλλογο με πλήρη στατιστική ανάλυση, αλλά και η άποψη των ειδικών που δεν βλέπουν τι κάνει μέσα στο γήπεδο, αλλά και τι μπορεί να κάνει για να ωφελήσει την ομάδα.
Κάνουν, με άλλα λόγια, ότι έκαναν παλαιότερα ο Ρίνους Μίχαλες και ο Γιόχαν Κρόιφ στην Μπαρτσελόνα, αλλά περισσότερο επιστημονικά, αφού πλέον υπάρχει πλήθος στοιχείων για ανάλυση από τα κομπιούτερ.
Η Λίβερπουλ ήθελε έναν ποδοσφαιριστή παθιασμένο να κυνηγά την μπάλα. Κάτι σαν τον Βούλγαρο Κρίστο Στόιτσκοφ που έτρεχε σαν τρελός μέσα στο γήπεδο. Δεν γέμιζε το μάτι ακόμα και στην πατρίδα του, τη Βουλγαρία, αλλά έκανε μεγάλη καριέρα στους Καταλανούς.
Κάπως έτσι η Λίβερπουλ πήγε σε οικονομικές λύσεις όπως ο Σαλάχ, ο Μανέ, ο Λουίς Ντίας και ο Ντιόγκο Ζότα.
Όλοι τους όχιν απλά έβγαλαν τα λεφτά τους, αλλά έγιναν διάσημοι μέσα από την ομάδα.
Στη Γουλβς τη δεύτερη χρονιά του που ήταν το κριτήριο της μεταγραφής του σημείωσε 17 γκολ και έδωσε έξι ασίστ. Οι ειδικοί έλεγαν ότι η διαρκής κίνησή του μέσα στο γήπεδο τον εξαντλούσε και πολλές φορές όταν κατάφερνε να πάρει την μπάλα και να βγει στην αντεπίθεση έκανε το λάθος εξαντλημένος από την προσπάθεια.
Ο Κλοπ και οι συνεργάτες του κράτησαν το πρώτο δεδομένο και δούλεψαν στο δεύτερο. Πλήρωσαν 50 εκ. ευρώ για να τον αποκτήσουν ποσό μεγάλο για τα μέτρα των ιδιοκτητών.
Κι όμως ο Ζότα με τη μαχητικότητά του, το πείσμα και την ευχέρεια στο σκοράρισμα σημείωσε 65 τέρματα, έδωσε 26 αστιστ σε 182 αγώνες πρωταθλήματος. Ήταν αυτός που άνοιγε τους χώρους, μετέτρεπε τις χαμένες μπαλιές σε αντεπιθέσεις και μπλόκαρε την αντίπαλη άμυνα. Αυτό που φαινόταν μειονέκτημα στις προηγούμενες ομάδες έγινε πλεονέκτημα στο σύστημα που εφάρμοζε ο Γιούργκεν Κλοπ. Η Λίβερπουλ είχε ανάγκη από έναν μαχητή, κάποιον που δεν θα τα παρατά ποτέ, θα πρεσάρει και θα κρατά σε επιφυλακή τους αντίπαλους αμυντικούς σε φάση επίθεσης.
Ο Άρνε Σλοτ που διαδέχτηκε τον Κλοπ του εξασφάλισε θέση βασικού. Ήταν ιδανικός να παίζει σε κλειστούς χώρους με ασφυκτικό μαρκάρισμα. Ένας τραυματισμός στα τέλη του 2024 τον κράτησε δύο μήνες στο νοσοκομείο έχασε τη θέση του βασικού, αλλά και πάλι ερχόμενος από τον πάγκο η συμβολή του στην κατάκτηση του πρωταθλήματος ήταν καθοριστική με τα γκολ σε βάρος της Νότιγχαμ και της Έβερτον.
Η Λίβερπουλ ακριβώς επειδή δεν έχει τα χρήματα των άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων βρίσκει παίκτες και τους κάνει… παιχταράδες. Τις τυχόν αδυναμίες τους τις μετατρέπει σε κέρδος για όλη την ομάδα.
Στο Άνφιλντ πάνω από το γήπεδο θα υπάρχει για πάντα ένα συννεφάκι για τα νέα παιδιά που θέλουν να παίξουν ποδόσφαιρο που θα τους δείχνει το δρόμο. Ο Ζότα όσο έζησε πρόλαβε να δείξει το δρόμο πως ένας καλός παίκτης και καλός χαρακτήρας μπορεί να μεταμορφωθεί στον απαραίτητο κρίκο μιας αλυσίδας επιτυχιών…