Ένα βαρύ κατηγορητήριο για την κατάσταση στην ελληνική αγορά εργασίας συνιστά η νέα ετήσια έκθεση πολιτικής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Σε ένα από τα πιο αποκαλυπτικά ευρήματα, το 52% του συνόλου των εργαζομένων δηλώνει ότι εργάζεται περισσότερες ώρες από όσες προβλέπει η σύμβασή του. Δηλαδή, ένας στους δύο Έλληνες εργαζόμενους υπερβαίνει το συμβατικό του ωράριο, συχνά χωρίς αντίστοιχη αποζημίωση ή προστασία.
Η ίδια η έκθεση σημειώνει με αιχμηρό τόνο: «Το μέτρο της διάρκειας της εργασίας στην Ελλάδα δεν είναι πλέον το 8ωρο, αλλά η υπερεργασία», ενώ οι επιστήμονες του ΙΝΕ παρατηρούν ότι οι εργοδότες αποφεύγουν συστηματικά να αποζημιώσουν τις επιπλέον ώρες, ιδίως όταν δεν τηρούνται συλλογικές συμβάσεις.
Ένας εργαζόμενος σε κάθε δύο δουλεύει «απλήρωτα παραπάνω»
Αναλυτικά, τα στοιχεία είναι αποκαρδιωτικά:
Το 15% εργάζεται 1-2 ώρες παραπάνω εβδομαδιαίως
Το 14% εργάζεται 3-5 ώρες παραπάνω
Το 8% εργάζεται 6-8 ώρες παραπάνω
Το 5% ξεπερνά τις 9 επιπλέον ώρες την εβδομάδα
Αθροιστικά, πρόκειται για περισσότερους από 1 στους 2 εργαζόμενους. Και όπως σημειώνει το ΙΝΕ, σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι ώρες δεν καταγράφονται, δεν πληρώνονται και φυσικά δεν ελέγχονται.
Η επιστημονική ομάδα της ΓΣΕΕ χτυπά καμπανάκι για τον θεσμικό αποσυντονισμό: η επέκταση της ευελιξίας, η απουσία αποτελεσματικών ελέγχων και η διάλυση των μηχανισμών διαπραγμάτευσης έχουν δημιουργήσει ένα εργασιακό τοπίο όπου η αυθαιρεσία λειτουργεί κανονικά και νομιμοποιημένα.
Κατεστραμμένο σύστημα συλλογικών συμβάσεων
Η έρευνα αναδεικνύει και μια άλλη παράμετρο: μόλις το 33% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα καλύπτεται σήμερα από συλλογική σύμβαση εργασίας, ποσοστό εξαιρετικά χαμηλό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σε νευραλγικούς τομείς δε, (όπως το λιανεμπόριο, οι ταχυμεταφορές, η εστίαση) η κάλυψη είναι μηδαμινή. Αυτό σημαίνει πως οι περισσότεροι εργαζόμενοι διαπραγματεύονται μόνοι τους – ή, πιο σωστά, δεν διαπραγματεύονται καθόλου.
Σύμφωνα με την ανάλυση της ΓΣΕΕ, αυτή η απορρύθμιση δεν είναι φυσική συνέπεια κάποιας οικονομικής συγκυρίας, αλλά προϊόν συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, οι οποίες «αποδυνάμωσαν τη διαπραγματευτική ικανότητα των εργαζομένων, ενίσχυσαν την εργοδοτική μονομέρεια και μείωσαν την αποδοτικότητα του κράτους ως θεματοφύλακα της εργασιακής νομιμότητας».
Η έκθεση παραθέτει ένα ακόμη ανησυχητικό στοιχείο: σχεδόν το 70% των εργαζομένων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες κάλυψης βασικών αναγκών, ακόμη και αν εργάζεται σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Παράλληλα, επισημαίνεται πως η ευελιξία στον χρόνο εργασίας χρησιμοποιείται κυρίως με εργοδοτική πρωτοβουλία – και όχι υπέρ των εργαζομένων, όπως επιχειρεί να υποστηρίξει το υπουργείο Εργασίας.
Αντιθέτως, οι αναλυτές της ΓΣΕΕ σημειώνουν ότι «η εντατικοποίηση της εργασίας και η ασάφεια στο χρόνο απασχόλησης ενισχύουν τον εργασιακό κατακερματισμό και οδηγούν σε εξουθένωση χωρίς προοπτική».
Πολιτική…σιωπή
Παρά τα ανησυχητικά ευρήματα, η κυβερνητική στάση παραμένει αμήχανη, αν όχι αδιάφορη. Καμία ουσιαστική πρωτοβουλία δεν έχει ληφθεί για να αντιμετωπιστεί η εργοδοτική αυθαιρεσία και να ενισχυθούν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί. Η νομοθέτηση της «διευθέτησης χρόνου εργασίας» –δηλαδή της υποκατάστασης της αμοιβής με… ρεπό– έχει θεσμοθετήσει την υπερεργασία ως νέα κανονικότητα.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση: «Η εργασία στην Ελλάδα, αντί να γίνεται μέσο ένταξης, ασφάλειας και προόδου, εξελίσσεται σε πεδίο ανισοτήτων, επισφάλειας και διάψευσης προσδοκιών».
Σε μια εποχή που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες επενδύουν σε ισχυρούς θεσμούς διαλόγου και ενίσχυση των συλλογικών δικαιωμάτων, η Ελλάδα οδεύει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η ανασφάλεια, η υπερεργασία και η χαμηλή αμοιβή δεν είναι «παράπλευρες απώλειες», αλλά κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού μοντέλου. Όσο το πολιτικό σύστημα σιωπά ή συναινεί, οι εργαζόμενοι θα συνεχίζουν να πληρώνουν το κόστος μιας αγοράς εργασίας χωρίς όρια.
Σχεδόν όλοι οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δηλαδή διότι οι άλλοι μισοί είναι στο δημόσιο που είναι ζήτημα αν εργάζονται και το τυπικό 8ωρο.