Η υπόθεση της Ρούλας Πάντου παραμένει ένα άλυτο μυστήριο, 14 χρόνια μετά τη μυστηριώδη εξαφάνισή της από τα Γιάννενα.
Το «Φως στο Τούνελ» φέρνει στη δημοσιότητα νέα συγκλονιστικά στοιχεία στην υπόθεση που στοιχειώνει την τοπική κοινωνία με στόχο να δοθούν απαντήσεις για το τι ακριβώς συνέβη στην 40χρονη μητέρα τον Ιούλιο του 2011. Το συγκεκριμένο καλοκαίρι η Ρούλα Πάντου χάθηκε από προσώπου γης και έκτοτε η υπόθεση έχει μπει στο αρχείο.
Το όχημα της αγνοούμενης είχε εντοπιστεί λίγο μετά την εξαφάνισή της, παρκαρισμένο και κλειδωμένο έξω από το ΕΠΑΛ Ιωαννίνων. Αρχικά θεωρήθηκε ότι η 40χρονη είχε επιλέξει να εξαφανιστεί αλλά το σενάριο εγκληματικής ενέργειας επανέρχεται όλο και πιο έντονα.
Η εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη ήρθε σε επαφή με τον εν διαστάσει σύζυγο της Ρούλας, με την κόρη της αλλά και μια συμβολαιογράφο, η μαρτυρία της οποίας θεωρείται «κλειδί» στην εξέλιξη της υπόθεσης.
Ο πρώην σύζυγος της αγνοούμενης μίλησε για την πώληση ενός αυτοκινήτου και τη μυστηριώδη εμφάνιση του τελευταίου οχήματος κοντά στο Πανεπιστήμιο ωστόσο απέφυγε να δώσει σαφή απάντηση για το αν κάποιος εξαφάνισε τη γυναίκα του και άφησε το όχημα εκεί, αλλά παραδέχτηκε πως ποτέ δεν ήρθε σε επαφή με την αστυνομία για την υπόθεση.
«Η μητέρα μου έλεγε πως κάποια μέρα θα φύγει και θα μας αφήσει», υποστηρίζει μιλώντας στην εκπομπή η κόρη της Ρούλας Πάντου. Η ίδια αρνήθηκε πως υπήρξε κακοποιητική συμπεριφορά από τον πατέρα της, ενώ σε παλαιότερη δήλωσή της είχε αναφέρει πως είχε δει με τα μάτια της να χτυπά τη μητέρα της στο κεφάλι.
Σε ερώτηση για τις κινήσεις της μετά την εξαφάνιση, όταν, μόλις ένα μήνα αργότερα, ασχολούνταν με ανακαινίσεις στο σπίτι απάντησε πως το έκανε για «ψυχολογικούς λόγους» και αρνήθηκε κάθε πρόθεση συγκάλυψης.
Η αποκάλυψη της συμβολαιογράφου
Συμβολαιογράφος αποκάλυψε πως η αγνοούμενη φαινόταν ιδιαίτερα ανήσυχη και φοβισμένη. «Τη θυμάμαι πολύ καλά. Ήταν λεπτή, με καστανόξανθο μαλλί και μου ζήτησε να προχωρήσουμε σε γονική παροχή ενός ακινήτου στην κόρη της, εδώ στα Γιάννενα, στην οδό Χαριλάου Τρικούπη», δήλωσε η ίδια.
«Η μοναδική της ανησυχία ήταν να τακτοποιήσει το διαμέρισμα και να είναι όλα εντάξει για την κόρη της. Μου είχε δώσει την εντύπωση ότι φοβόταν για την ζωή της και αυτός ο φόβος φαινόταν έντονος», πρόσθεσε.
Η συμβολαιογράφος διευκρίνισε ότι μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, δεν είχε ξαναδεί την Ρούλα, ενώ η κόρη της, που ήταν ενήλικη, είχε υπογράψει και εκείνη για τη γονική παροχή.
Η συμβολαιογράφος σημειώνει με απογοήτευση ότι «εάν δεν έχει δώσει κάποιο σημάδι εδώ και τόσα χρόνια, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι είναι ακόμη στη ζωή. Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό, γιατί ήταν καλό κορίτσι και φαινόταν πολύ σεμνή», καταλήγει.
Από την πλευρά του ο δικηγόρος Δημήτρης Μπούκας, εκπρόσωπος της αδελφής της αγνοούμενης Ρούλας Πάντου, μίλησε στο «Τούνελ» για την μυστηριώδη εξαφάνιση της κακοποιημένης μητέρας υποστηρίζοντας πως «απ’ την αρχή υπήρχαν βάσιμες υπόνοιες για έγκλημα…»
«Υπήρχαν βάσιμες υπόνοιες από τότε ότι πρόκειται για εγκληματική ενέργεια. Μία μάνα που αγαπούσε το παιδί της, δεν είχε κανένα λόγο να εξαφανιστεί. Δεν υπήρχε τίποτα παράλληλο στη ζωή της που να δείχνει ότι σχεδίαζε να φύγει. Αυτή η εξαφάνιση δείχνει πως κάτι άσχημο της συνέβη», δήλωσε ο δικηγόρος.
«Η αδελφή της ενεργούσε με σωφροσύνη. Έλεγχε τα πάντα – και αυτά που ανέφερε η ανιψιά της και όσα η ίδια γνώριζε. Δεν έκανε βιαστικές κινήσεις, αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια», συμπλήρωσε.
Κατά τη διάρκεια της εκπομπής η αδερφή της αγνοούμενης μίλησε τηλεφωνικά και ζητούσε με τρεμάμενη φωνή να βρεθεί η αλήθεια και να μάθει τι συνέβη στην αδερφή της.
«Η δική μου επιθυμία ήταν να στραφούμε εξαρχής και προς την εκπομπή σας. Γιατί πολλοί, κάτω από την πίεση, κάνουν λάθη. Σε κάποια φάση αυτό ατόνησε. Όμως ποτέ δεν είναι αργά. Πολλά εγκλήματα έχουν εξιχνιαστεί, ακόμα κι όταν έχει περάσει πολύς καιρός. Πιστεύω ότι αυτό θα συμβεί και εδώ», είπε ο δικηγόρος Δημήτρης Μπούκας αναφερόμενος στη διαχείριση της υπόθεσης από τις Αρχές.
Ελπίδες για απαντήσεις στο αυτοκίνητο της αγνοούμενης. Η εκπομπή απευθύνθηκε στον Δρ. Γιώργο Φιτσιάλο, διευθυντή εργαστηρίων της DNAlogy, προκειμένου να εξεταστεί η πιθανότητα ανάλυσης του αυτοκινήτου για γενετικό υλικό. Σύμφωνα με τον ίδιο οι σύγχρονες τεχνικές μπορούν να εντοπίσουν ακόμα και ένα με δύο κύτταρα, γεγονός που επιτρέπει τη διερεύνηση πειστηρίων που έχουν διατηρηθεί επί σειρά ετών, ιδιαίτερα στο προστατευμένο εσωτερικό ενός οχήματος.
Η έρευνα θα επικεντρωθεί στο τιμόνι, τον λεβιέ ταχυτήτων και τα καθίσματα για ίχνη DNA ή πλυμένου αίματος, παρόμοια με άλλες υποθέσεις. «Χωρίς έρευνα, δεν θα έχουμε κανένα νέο στοιχείο», δήλωσε χαρακτηριστικά.