Σοβαρές καταγγελίες σχετικά με τη διαχείριση τροφίμων σε γηροκομείο της Κέρκυρας έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας, προκαλώντας ανησυχία και έντονες αντιδράσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες, κατά τον πρόσφατο έλεγχο που διενεργήθηκε από τις υγειονομικές αρχές, εντοπίστηκαν σε χώρους του ιδρύματος μεγάλες ποσότητες ληγμένων τροφίμων, ορισμένα από τα οποία είχαν λήξει από το 2024.
Συγκεκριμένα, μεταξύ των προϊόντων που βρέθηκαν στις αποθήκες και στα ψυγεία του γηροκομείου περιλαμβάνονται καρότα, αλλαντικά, κρακεράκια και αναψυκτικά. Τα ευρήματα αυτά εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την ασφάλεια των παρεχόμενων υπηρεσιών φροντίδας στους ηλικιωμένους διαμένοντες.
Κεντρικό ρόλο στην αποκάλυψη του περιστατικού φέρεται να έχει παίξει υπάλληλος της δομής, η οποία εργαζόταν στο μαγειρείο και καταγγέλλει πως τα συγκεκριμένα προϊόντα χρησιμοποιούνταν κανονικά στην παρασκευή γευμάτων. Σύμφωνα με την ίδια, όταν ενημέρωσε τη διεύθυνση για την κατάσταση των τροφίμων, δέχθηκε απειλές. «Με απείλησαν ότι θα χάσω τη δουλειά μου», αναφέρει χαρακτηριστικά. Η υπάλληλος επισημαίνει επίσης ότι η πρόσβαση στην αποθήκη τροφίμων ελεγχόταν αυστηρά, τονίζοντας πως «η διευθύντρια είχε το κλειδί της αποθήκης».
Τον ίδιο ισχυρισμό φαίνεται να επιβεβαιώνει και η κυρία Βάσια Παπαδημητρίου, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του γηροκομείου, η οποία ανέφερε πως όταν επιχείρησε να πραγματοποιήσει έλεγχο, διαπίστωσε ότι «το κλειδί το είχε η διεύθυνση».
Τα όσα έχουν αποκαλυφθεί έχουν προκαλέσει την οργή συγγενών των ηλικιωμένων που φιλοξενούνται στο ίδρυμα. Ζητούν την παρέμβαση των αρμόδιων υπηρεσιών, ώστε να διαλευκανθεί πλήρως η υπόθεση και, εφόσον επιβεβαιωθούν οι καταγγελίες, να αποδοθούν οι αναλογούσες ευθύνες.
Η υγειονομική υπηρεσία έχει ήδη προχωρήσει στην απομάκρυνση των ληγμένων προϊόντων, ενώ η έρευνα για τις συνθήκες φύλαξης και διαχείρισης τροφίμων στο γηροκομείο βρίσκεται σε εξέλιξη. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί σαφές εάν τα ληγμένα τρόφιμα είχαν καταναλωθεί από τους ηλικιωμένους.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, το περιστατικό αναδεικνύει για μία ακόμη φορά την ανάγκη για εντατικούς και τακτικούς ελέγχους σε μονάδες φροντίδας ευάλωτων ομάδων, με στόχο την προστασία της υγείας και της αξιοπρέπειας των φιλοξενούμενων.