Η δύσκολη εξίσωση των ορίων στα παιδιά, όπως αποτυπώνεται στον καθημερινό αγώνα πολλών γονέων, φέρνει στην επιφάνεια τα συχνότερα γονεϊκά λάθη που σχετίζονται με την άσκηση καθοδήγησης, την ανάγκη για οριοθέτηση, αλλά και τον φόβο απόρριψης ή και σύγκρουσης.
- Γράφει η Κέλλυ Χολέβα (MSc), Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
Η αλήθεια είναι ότι τα όρια αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο της ανατροφής των παιδιών. Ωστόσο, πολλοί γονείς παρασύρονται και παγιδεύονται – συχνά χωρίς να το συνειδητοποιούν – σε δυσλειτουργικούς χειρισμούς επιβολής τους, γεγονός που ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τόσο την ίδια τη σχέση τους με το παιδί, όσο και την ψυχοσυναισθηματική του εξέλιξη.
Είναι πολλοί οι γονείς που αντιμετωπίζουν τη διαδικασία θέσπισης ορίων με ενοχές, ανασφάλεια ή αμφιβολία για το τι είναι τελικά «σωστό». Στην προσπάθειά τους να μεγαλώσουν παιδιά με αυτοεκτίμηση, ελευθερία και υπευθυνότητα, συχνά μπερδεύονται ως προς τον ρόλο και τη λειτουργία των ορίων.
Στην πραγματικότητα, η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ στοργής και καθοδήγησης αποτελεί μια άκρως απαιτητική διαδικασία που συνοδεύεται από συναισθηματικά διλήμματα. Οι γονείς συχνά βρίσκονται σε δίλημμα: από τη μία θέλουν να είναι υποστηρικτικοί, στοργικοί και δεκτικοί, ενώ από την άλλη αναγνωρίζουν την ανάγκη επιβολής κανόνων, ώστε το παιδί τους να μεγαλώσει σε ένα ασφαλές πλαίσιο που θα το βοηθήσει να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί σε έναν υγιή και ισορροπημένο ενήλικα.
Ποια είναι όμως τα συχνότερα γονεϊκά λάθη;
Ένα από τα συχνότερα λάθη που κάνουν οι γονείς στην προσπάθειά τους να οριοθετήσουν, είναι η έλλειψη συνέπειας. Τα όρια μπορεί να τίθενται τη μία στιγμή και να αγνοούνται την επόμενη, να είναι αυστηρά τη μια μέρα και ανύπαρκτα την επόμενη, ανάλογα με την κόπωση του γονέα, τη διάθεση ή τις εξωτερικές πιέσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να μην μπορεί να προβλέψει ή να κατανοήσει τι είναι αυτό που τελικά θέλει ο γονιός. Η αστάθεια στα όρια δημιουργεί ένα αίσθημα ασάφειας και ανασφάλειας. Όταν τα παιδιά δε γνωρίζουν τι να περιμένουν, χάνουν την αίσθηση ασφάλειας και σταθερότητας που τόσο έχουν ανάγκη. Τα παιδιά μόνο σε ένα πλαίσιο που επαναλαμβάνεται με συνέπεια μπορούν να αντιληφθούν πώς λειτουργεί ο κόσμος και τι επιπτώσεις έχουν οι πράξεις τους. Οι ασυνεπείς αντιδράσεις τα μπερδεύουν και τα κάνουν να δοκιμάζουν συνεχώς τα όρια για να διαπιστώσουν αν ισχύουν ακόμα, στερώντας τους την εσωτερική ηρεμία και την ασφάλεια που τους προσφέρει η προβλεψιμότητα.
Ένα δεύτερο, ιδιαίτερα σημαντικό και συχνό σφάλμα είναι η ταύτιση των ορίων με τον αυταρχισμό ή την τιμωρία και την επιβολή τους να γίνεται μέσα από φωνές, απειλές ή αυστηρές τιμωρίες. Πολλοί γονείς θεωρούν ότι για να είναι αποτελεσματικά τα όρια, πρέπει να είναι σκληρά ή να συνοδεύονται από τιμωρητικές πρακτικές. Όμως, η πειθαρχία δεν είναι συνώνυμη της τιμωρίας. Η επιβολή με αυστηρότητα, φωνές ή ενοχές μπορεί να οδηγήσει τα παιδιά σε προσωρινή συμμόρφωση, αλλά όχι σε εσωτερική κατανόηση ή αυθεντικό σεβασμό και εσωτερίκευση της συμπεριφοράς, καθώς τα όρια επιβάλλονται άνευ διαλόγου και χωρίς συναισθηματική σύνδεση και τα παιδιά μαθαίνουν να υπακούν από φόβο και όχι από αναγνώριση του νοήματος των ορίων.
Στον αντίποδα, βρίσκεται το φαινόμενο της υπερβολικής ελευθερίας, δηλαδή της παντελούς έλλειψης ορίων. Πολλοί γονείς, από φόβο μήπως τραυματίσουν το παιδί τους ή θέλοντας να αποφύγουν τη σύγκρουση, αποφεύγουν να πουν «όχι», να ορίσουν κανόνες ή να δείξουν σταθερότητα στη διαχείριση δύσκολων καταστάσεων. Από την πλευρά τους, οι γονείς θεωρούν ότι με τη στάση τους αυτή σέβονται την αυτονομία του παιδιού. Στην πραγματικότητα όμως, η στάση τους αυτή λειτουργεί ως έλλειψη καθοδήγησης. Όταν το παιδί καλείται να αποφασίζει μόνο του για τα πάντα, χωρίς τη στήριξη του ενήλικα, μπορεί να νιώσει εγκαταλελειμμένο, αντί για ελεύθερο. Αυτό συμβαίνει γιατί τα παιδιά, ιδιαίτερα στις μικρότερες ηλικίες, δεν έχουν ακόμη αναπτύξει τις γνωστικές και συναισθηματικές δεξιότητες για να ρυθμίζουν μόνα τους τη συμπεριφορά τους. Η απουσία ορίων τα αφήνει εκτεθειμένα, μπερδεμένα και, πολλές φορές, με την αίσθηση ότι δεν υπάρχει σταθερό «χέρι» που να τα καθοδηγεί και να τα προστατεύει.
Ένα ακόμα κρίσιμο σημείο προς διαχείριση είναι η θέσπιση των ορίων με συναισθηματική διαθεσιμότητα από πλευράς γονέων. Πολλοί γονείς λένε «όχι» χωρίς να δώσουν στο παιδί τους τον χώρο να εκφράσει τη δυσφορία του και να αναγνωρίσει το συναίσθημα που συνοδεύει την απογοήτευση. Ένα όριο, όμως, που δίνεται ψυχρά, χωρίς εξήγηση ή χωρίς αναγνώριση του συναισθήματος του παιδιού, βιώνεται από το ίδιο ως απόρριψη. Για τα παιδιά είναι σημαντικό, την ώρα που γνωστοποιείται το όριο, να νιώθουν ότι οι γονείς τους είναι παρόντες, διαθέσιμοι και δεκτικοί απέναντι στα συναισθήματά τους. Δεν έχουν ανάγκη να ακούσουν μόνο τι δεν τους επιτρέπεται να κάνουν. Έχουν ανάγκη να νιώσουν ότι τα ίδια και τα συναισθήματά τους είναι αποδεκτά. Εξάλλου, ένα «όχι» μπορεί να γίνει πολύ πιο εύκολα αποδεκτό, όταν δοθεί με ενσυναίσθηση και συζήτηση, κάνοντας το παιδί να αισθανθεί ότι δεν έχει χάσει τη σύνδεση με τον γονιό του.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι πολλές από τις δυσκολίες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι γονείς κατά τη θέσπιση των ορίων έχουν τις ρίζες τους και στις δικά τους προσωπικά βιώματα. Τα όρια που τους επιβλήθηκαν (είτε αυστηρά και τιμωρητικά, είτε ανύπαρκτα), σε συνδυασμό μα τον τρόπο επιβολής τους ενδέχεται να έχουν επηρεάσει βαθιά τον τρόπο με τον οποίο θα προσεγγίσουν τη γονεϊκότητα και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Για παράδειγμα, ένας γονιός που μεγάλωσε με ενοχές, φόβο ή αυστηρό έλεγχο, ίσως δυσκολεύεται να δει το «όχι» σαν μια πράξη αγάπης, ενώ, αντίθετα ένας άλλος που μεγάλωσε χωρίς σαφή καθοδήγηση, μπορεί να δυσκολεύεται να κρατήσει σταθερά όρια, όταν το παιδί αντιδρά. Η ενσυνείδητη αναγνώριση από πλευράς γονέων των εσωτερικών αυτών μοτίβων μπορεί να τους προφυλάξει από τυχόν αναπαραγωγή παρελθοντικών δυσλειτουργικών μοτίβων ή αποστροφή και κίνηση προς το αντίθετο άκρο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως τροχοπέδη στην αναπτυξιακή πορεία του παιδιού.
Συνοψίζοντας, η πρόκληση για τον γονέα είναι να μείνει συνεπής, σταθερός, συναισθηματικά διαθέσιμος χωρίς να υποχωρεί στις πρώτες δυσκολίες και χωρίς να τα επιβάλλει με αυταρχισμό. Μόνο έτσι το παιδί μαθαίνει ότι η αγάπη δεν σημαίνει πάντα «ναι», καθώς και ότι το «όχι» μπορεί να αποτελέσει μια βαθιά φροντιστική πράξη.
Ακόμα, είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ο ρόλος του γονέα δεν είναι να ελέγχει και να περιορίζει, αλλά να προστατεύει και να καθοδηγεί. Τα όρια είναι μια πράξη φροντίδας, προστασίας και καθοδήγησης. Όταν δίνονται με σταθερότητα, ενσυναίσθηση και αγάπη, χωρίς ενοχές και χωρίς υπερβολές, βοηθούν το παιδί να νιώσει ασφαλές, να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του, να αναπτυχθεί, να κάνει λάθη, να μάθει και να ανθίσει.
Σε αυτό το λεπτό σημείο ισορροπίας κρύβεται η ουσία της γονεϊκής καθοδήγησης. Όταν τα όρια συνοδεύονται από σταθερότητα, συνέπεια και κατανόηση, τότε η «δύσκολη εξίσωση» αρχίζει να βρίσκει τη λύση της, μέσα από τη σχέση, μέσα από την απουσία φόβου και την εμπιστοσύνη.
Δείτε επίσης:
- Κακοποίηση των γονέων από τα ίδια τους τα παιδιά: Σπάζοντας το ταμπού
- Ζώντας με Ψωρίαση: Όταν το δέρμα μιλά…
- Καλοκαίρι, Body Image και κοινωνικά πρότυπα: Μια κλινική ματιά
- Όταν η αγάπη πνίγει…