Η σεισμική δραστηριότητα που σημειώθηκε στην Σαντορίνη το πρώτο τρίμηνο του 2025 αποτέλεσε αντικείμενο συστηματικής επιστημονικής μελέτης, προκαλώντας παράλληλα έντονη ανησυχία στις τοπικές κοινωνίες και ευρύτερο ενδιαφέρον στην επιστημονική κοινότητα.
Μια τετραμελής ομάδα ειδικών σε θέματα σεισμικότητας, γεωδυναμικής και εφαρμοσμένων μαθηματικών, δημοσίευσε πρόσφατα σε επιστημονικό περιοδικό μια λεπτομερή έκθεση με τίτλο: «Διαχωρισμός προσεισμών, μετασεισμών και σμήνους σεισμών σε πραγματικό χρόνο κατά τη διάρκεια της σεισμικής κρίσης του 2025 κοντά στο ηφαίστειο της Σαντορίνης, Ελλάδα: Στατιστικά στοιχεία σεισμών και σύνθετα δίκτυα».
Η Ιωάννα Τριανταφύλλου (Ινστιτούτο Φυσικής του Εσωτερικού της Γης και Γεωκινδύνων, Ερευνητικό Κέντρο Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου), ο Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος (Διοικητικό Συμβούλιο, Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο), ο Κωνσταντίνος Σιέττος (Τμήμα Μαθηματικών και Εφαρμογών «Renato Caccioppoli», Πανεπιστήμιο της Νάπολης «Federico II»), και ο Κωνσταντίνος Σπηλιώτης (Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης) συνυπογράφουν την ερευνητική έκθεση και φωτίζουν κρίσιμες πτυχές του φαινομένου.
Σύμφωνα με την έρευνα, η σεισμική ακολουθία που καταγράφηκε από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2025, με κορύφωση στις 10 Φεβρουαρίου (ML = 5,3, Mw = 5,2), εξελίχθηκε αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τα γνωστά ενεργά ηφαίστεια της Σαντορίνης (Νέα Καμμένη και Κολούμπο), ωστόσο εντός ενός πυκνού και ιδιαίτερα ενεργού τεκτονικού πλέγματος. Το σεισμογόνο στρώμα, που εκτείνεται από τα 5 έως και τα 15 χιλιόμετρα βάθος, αποτέλεσε το επίκεντρο χιλιάδων μικροσεισμών και ισχυρότερων δονήσεων, με επίκεντρο το νησάκι Ανύδρος.
Η ομάδα των επιστημόνων εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να εφαρμόσει, σε πραγματικό χρόνο, μεθοδολογίες που βασίζονται σε στατιστικά χαρακτηριστικά της σεισμικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με ανάλυση σύνθετων δικτύων. Η βασική στρατηγική κινήθηκε σε δύο άξονες: αφενός, στη διάκριση μεταξύ προσεισμών, μετασεισμών και σμηνών σεισμών μέσω των χωροχρονικών και μεγεθικών προτύπων τους, και αφετέρου, στη συνεχή παρακολούθηση των τρισδιάστατων μεταβολών των σεισμικών συστάδων.
Τα ευρήματα και οι παρατηρήσεις για τη σεισμικότητα στη Σαντορίνη
Οι παρατηρήσεις ξεκίνησαν την 1η Φεβρουαρίου, οπότε αναγνωρίστηκε σταθερότητα στη σεισμική δραστηριότητα (ρυθμός ~0,03 συμβάντα/ημέρα, παράμετρος b = 1,19 ± 0,11). Ωστόσο, ήδη από την επόμενη ημέρα παρατηρήθηκε σημαντική επιτάχυνση, με χαρακτηριστικά προσεισμικής φάσης. Την τέταρτη και έβδομη ημέρα η σεισμικότητα έφτασε τα 120 και 161 συμβάντα αντίστοιχα, ενώ η παράμετρος b έπεσε στο 0,72 ± 0,02. Οι εν λόγω μεταβολές αποτέλεσαν ισχυρή ένδειξη επικείμενου ισχυρού σεισμού και διαφοροποίησαν σαφώς την προσεισμική δραστηριότητα από το γενικό υπόβαθρο.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον εύρημα της μελέτης είναι η σταδιακή γεωγραφική μετατόπιση της σεισμικής δραστηριότητας από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά – σε μια απόσταση 25 χιλιομέτρων – με μέση ταχύτητα 0,72 km/ημέρα. Αυτό το μοτίβο κρίθηκε ενδεικτικό προοδευτικής μεταφοράς τεκτονικής τάσης, αντίστοιχης με προσεισμικές ακολουθίες, και όχι με σμήνος σεισμών που τροφοδοτείται από διεργασίες διάχυσης ρευστών, όπως συμβαίνει συχνά σε ηφαιστειακά περιβάλλοντα.
Παρά τις αντίθετες δημόσιες εκτιμήσεις άλλων επιστημόνων, οι συγγραφείς της μελέτης υποστήριξαν σταθερά – ήδη από την τέταρτη ημέρα – ότι επρόκειτο για προσεισμική δραστηριότητα. Επιπλέον, αναφέρουν ότι τις τελευταίες τρεις ημέρες πριν από τον κύριο σεισμό καταγράφηκε προσωρινή πτώση του ρυθμού σεισμικότητας, άλλο ένα στοιχείο που ενισχύει τη θεωρία των προσεισμών.
Μετά τον κύριο σεισμό της 10ης Φεβρουαρίου, οι ερευνητές αναγνώρισαν τα τυπικά χαρακτηριστικά μετασεισμικής ακολουθίας, με την κατανομή Omori και εκθέτη αποσβέσεως 1,31 – γεγονός που υποδηλώνει σχετικά ταχεία υποχώρηση της δραστηριότητας. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η μετασεισμική διασπορά περιορίστηκε, ενδεχομένως λόγω γεωλογικών φραγμών που εμπόδισαν περαιτέρω διάδοση της ρήξης προς τα ανατολικά.
Σε ό,τι αφορά την πιθανή ηφαιστειακή συσχέτιση, η μελέτη απορρίπτει τέτοιο ενδεχόμενο βάσει τριών θεμελιωδών παραμέτρων: πρώτον, η γεωμετρία των ρηγμάτων (ΝΔ-ΒΑ) ταιριάζει με την τεκτονική φυσιογνωμία της περιοχής· δεύτερον, η συνιστώσα CLVD στις λύσεις τανυστή ροπής ήταν χαμηλή· και τρίτον, δεν παρατηρήθηκαν σεισμικά φαινόμενα ηφαιστειακού τύπου στους καταγραφείς.
Συνολικά, η ακολουθία του 2025 στην περιοχή Σαντορίνης-Αμοργού αποτέλεσε ένα μοναδικό πεδίο εφαρμογής μεθοδολογιών ανάλυσης και πρόβλεψης σεισμών σε πραγματικό χρόνο. Η επιτυχής διάκριση της φάσης των προσεισμών και η εγκαίρως τεκμηριωμένη επιστημονική τεκμηρίωση όχι μόνο ενίσχυσαν τη γνώση γύρω από τα φυσικά πρόδρομα φαινόμενα, αλλά συνέβαλαν και στη βελτίωση των εργαλείων εκτίμησης σεισμικού κινδύνου βραχυπρόθεσμα.
Το συγκεκριμένο επιστημονικό πείραμα αποτελεί υπόδειγμα διαχείρισης σεισμικής κρίσης, σε περιβάλλον επιστημονικής αβεβαιότητας και κοινωνικής πίεσης, και δείχνει τον δρόμο για μελλοντικές εφαρμογές τόσο σε ηφαιστειακές όσο και σε τεκτονικές περιοχές υψηλού κινδύνου.
Η ανάρτηση Παπαδόπουλου για τη Σαντορίνη
Σχετικά ανάρτηση έχει κάνει και στην προσωπική του σελίδα στο Facebook ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος, κάνοντας λόγο για την ανάλυση.
«Σεισμοί Σαντορίνης-Αμοργού 2025. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Geosciences η λεπτομερής ανάλυσή μας. Πιστεύω ότι θα αποτελέσει ορόσημο διεθνώς για τρεις λόγους:
1. Η ανάλυση δεν έγινε εκ των υστέρων, αλλά τότε που εξελισσόταν η σεισμική δράση, μέρα με τη μέρα, σε πραγματικό χρόνο. Εγχείρημα πολύ δύσκολο. Δε γνωρίζω άλλο παρόμοιο επίτευγμα διεθνώς. Ανοίξαμε σπουδαίο μεθοδολογικό δρόμο με βάση τη στατιστική των σεισμών και τη θεωρία των πολύπλοκων δικτύων (complex networks).
2. Η σε πραγματικό χρόνο ανάλυση τεκμηριώνεται από την πληθώρα των σχεδόν καθημερινών δηλώσεων σε ΜΜΕ, σε κοινωνικά δίκτυα και σε σχετικές εκθέσεις που αποστέλλοντο στο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης & Πολιτικής Προστασίας και στον ΟΑΣΠ.
3. Δείξαμε ότι δεν επρόκειτο για ένα σμήνος σεισμών, όπως οι περισσότεροι με ευκολία αλλά άκριτα υποστήριζαν, αλλά μια ακολουθία προσεισμών-κύριου σεισμού-μετασεισμών, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κυρίως τεκτονικής, όχι ηφαιστειακής προέλευσης», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο επιστήμονας.
Δείτε επίσης: