Σε μια ιδιαίτερα αιχμηρή αποτύπωση της πραγματικότητας που επικρατεί στο Εθνικό Σύστημα Υγείας προχώρησαν πέντε διακεκριμένοι Έλληνες επιστήμονες, καταγράφοντας με ακρίβεια τις χρόνιες παθογένειες, τις στρεβλώσεις αλλά και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες.
Η μελέτη τους, με τίτλο «Αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της δημόσιας υγείας και του συστήματος υγείας στην Ελλάδα: προτεραιοποίηση των μεταρρυθμίσεων σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον», δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό Lancet Public Health.
Πρόκειται για εργασία των Ηλία Κυριόπουλου (επίκ. καθηγητής Οικονομικών Υγείας LSE), Κώστα Αθανασάκη (επίκ. καθηγητής Οικονομικών Υγείας), Στεργιανής Τσόλη (ερευνήτρια LSE), Ηλία Μόσιαλου (καθηγητής LSE) και Ειρήνης Παπανικόλα (καθηγήτρια Πολιτικής Υγείας, Πανεπιστήμιο Brown). Οι ερευνητές συνδέουν πανεπιστημιακά και ερευνητικά περιβάλλοντα στην Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο και παραδίδουν μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση που βασίζεται σε διεθνείς βάσεις δεδομένων αλλά και τοπικά στοιχεία.
Η χρόνια υποχρηματοδότηση και το πρόβλημα που εντοπίζουν οι επιστήμονες
Η μελέτη ξεκινά από το βασικότερο πρόβλημα: τη σταθερή υποχρηματοδότηση του ΕΣΥ. Οι δημόσιες δαπάνες υγείας ανέρχονται μόλις στο 8,6% του ΑΕΠ, ποσοστό που βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό μεταφράζεται σε περίπου 3.000 δολάρια κατά κεφαλήν, την ώρα που σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ η δαπάνη ξεπερνά τα 5.000 δολάρια.
Το δημοσιονομικό αυτό κενό καλύπτεται αναπόφευκτα από τις «τσέπες» των πολιτών. Το 34% των συνολικών δαπανών υγείας προέρχεται από ιδιωτικές πληρωμές (out-of-pocket), ποσοστό υπερδιπλάσιο σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι μόλις 15%. Η συνέπεια είναι άμεση: σχεδόν το 9% των ελληνικών νοικοκυριών βιώνει καταστροφικές οικονομικές επιβαρύνσεις για να έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας.
Μακροχρόνια φροντίδα και ανισότητες
Σοβαρά κενά εντοπίζονται στη φροντίδα μακράς διάρκειας. Μόλις το 10% των ηλικιωμένων λαμβάνει δωρεάν υπηρεσίες, όταν στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει το 37%. Η φροντίδα, έτσι, παραμένει σχεδόν αποκλειστικά υπόθεση της οικογένειας – και ειδικότερα των γυναικών – με βαρύ κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο. Η έλλειψη υποδομών οδηγεί σε άνιση πρόσβαση και επιβαρύνει δυσανάλογα τα νοικοκυριά.
Ο ΕΟΠΥΥ χωρίς στρατηγική
Οι ερευνητές ασκούν δριμεία κριτική στον ρόλο του ΕΟΠΥΥ. Αν και ιδρύθηκε για να λειτουργήσει ως κεντρικός αγοραστής υπηρεσιών υγείας, σήμερα περιορίζεται ουσιαστικά σε ρόλο «λογιστηρίου πληρωμών», ή όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, «ταμείου διεκπεραίωσης απαιτήσεων». Ο οργανισμός στερείται αυτονομίας, στρατηγικής διαπραγμάτευσης, κριτηρίων απόδοσης και μηχανισμών αξιολόγησης ποιότητας.
Αυτό σημαίνει πως δεν μπορεί να ασκήσει τον ρόλο που θα του επέτρεπε να εξορθολογίσει τις δαπάνες και να ενισχύσει την πρόσβαση των πολιτών σε ποιοτικές υπηρεσίες.
Η πρωτοβάθμια στο περιθώριο
Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι εγκλωβισμένη σε νοσοκομειοκεντρικό μοντέλο, με την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας να παραμένει κατακερματισμένη και ανεπαρκώς στελεχωμένη. Η ανάπτυξη δικτύων οικογενειακών γιατρών δεν έχει προχωρήσει ουσιαστικά, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Ενδεικτικό είναι ότι μόλις το 6% των γιατρών είναι γενικοί ιατροί, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι περίπου 21%. Έτσι, οι πολίτες συχνά καταλήγουν στα νοσοκομεία ακόμη και για απλά περιστατικά, προκαλώντας λίστες αναμονής και υπερφόρτωση των επειγόντων.
Το 2022 εφαρμόστηκε το σύστημα «προσωπικού γιατρού» με capitation, με το 57% του επιλέξιμου πληθυσμού να έχει εγγραφεί. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αξιόπιστα δεδομένα για την επίδρασή του στο κόστος, στην ποιότητα και στις παραπομπές. Το μοντέλο δεν συνδέει την αμοιβή με την ποιότητα, κάτι που ενέχει τον κίνδυνο επιλογής πελατείας ή υποθεραπείας.
Δείκτες δημόσιας υγείας: η μεγάλη πρόκληση
Η εικόνα στους δείκτες δημόσιας υγείας είναι εξίσου ανησυχητική.
- Η παιδική παχυσαρκία βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα στην Ευρώπη: 41% των παιδιών 5–9 ετών και 35,3% των εφήβων 10–19 ετών είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.
- Το κάπνισμα παραμένει στο 25%, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
- Η αντοχή στα αντιβιοτικά (AMR) ξεπερνά το 68% σε κάποιες βακτηριακές λοιμώξεις, ενώ οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις φθάνουν πάνω από 12% (έναντι περίπου 7% στην ΕΕ).
Η κλιματική κρίση επιβαρύνει επίσης σοβαρά την υγεία, με περισσότερα από 15.000 θύματα και 133.200 χαμένα έτη ζωής το 2022 λόγω ατμοσφαιρικής ρύπανσης και θερμοπληξίας.
Παρά τις κατά καιρούς εθνικές στρατηγικές, η εφαρμογή μέτρων είναι αποσπασματική και ασυνεχής. Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι το κράτος αδυνατεί να χτίσει μια ουσιαστική κουλτούρα πρόληψης, αφήνοντας το βάρος στους ασθενείς και τα νοσοκομεία.
Γιατροί και νοσηλευτές: μια στρεβλή ισορροπία
Η Ελλάδα διαθέτει περισσότερους γιατρούς από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά ελάχιστους νοσηλευτές. Η αναλογία είναι από τις πιο στρεβλές στην Ευρώπη, με μόλις 2,2 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 7,5.
Μόλις το 6% των γιατρών είναι γενικοί ιατροί, έναντι 21% στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα η ποιότητα και η αποδοτικότητα της φροντίδας να υπονομεύονται.
Παρά τις νέες στρατηγικές, όπως η Εθνική Στρατηγική Ποιότητας & Ασφάλειας 2025–2030 και το Εθνικό Μητρώο Καρκίνου, η εμπιστοσύνη των πολιτών παραμένει χαμηλή: το 2022 μόλις το 44% δήλωνε ικανοποίηση από την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας.
Οι προτάσεις από τους επιστήμονες
Οι πέντε ειδικοί δεν περιορίζονται στη διαπίστωση των προβλημάτων, αλλά προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις:
- Αύξηση δημόσιων δαπανών υγείας ώστε να συγκλίνουν με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και μείωση των ιδιωτικών πληρωμών μέσω ανώτατων ορίων συμμετοχής.
- Μεταρρύθμιση του ΕΟΠΥΥ με πλήρη αυτονομία, αξιολόγηση παρόχων και ρόλο στρατηγικού αγοραστή.
- Ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας με διεπιστημονικές ομάδες υγείας (γιατροί, νοσηλευτές, κοινωνικοί λειτουργοί).
- Ανάπτυξη ολοκληρωμένου συστήματος μακροχρόνιας φροντίδας, με δημόσιες δομές και στήριξη των φροντιστών.
- Επένδυση στη δημόσια υγεία και πρόληψη, με εκστρατείες κατά του καπνίσματος και της παιδικής παχυσαρκίας, αλλά και αυστηρή εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής για την αντοχή στα αντιβιοτικά.
- Ενίσχυση του νοσηλευτικού προσωπικού και καλύτερη κατανομή ειδικοτήτων γιατρών.
- Ψηφιακή αναβάθμιση με ηλεκτρονικό φάκελο ασθενούς, λειτουργία εθνικών μητρώων και αξιοποίηση δεδομένων.
- Αποπολιτικοποίηση της διοίκησης με μια διακομματική «συμφωνία για την υγεία» που δεν θα αλλάζει με κάθε κυβερνητική εναλλαγή.
Η μελέτη σκιαγραφεί ένα ΕΣΥ που άντεξε τις κρίσεις αλλά παραμένει δέσμιο χρόνιων στρεβλώσεων: υποχρηματοδότηση, απουσία στρατηγικής, ανισότητες και χαμηλή εμπιστοσύνη των πολιτών. Το κεντρικό ερώτημα που θέτουν οι επιστήμονες είναι αν η πολιτεία θα δείξει αποφασιστικότητα να προχωρήσει σε ένα νέο πλέγμα μεταρρυθμίσεων που θα μεταφραστεί σε μετρήσιμα αποτελέσματα και ουσιαστική βελτίωση για τους πολίτες.
Δείτε επίσης: