Μηνύσεις που θάβονται, δικογραφίες που λιμνάζουν για χρόνια και αδικήματα που σβήνονται με παραγραφή συνθέτουν το μοτίβο που εδώ και δεκαετίες κρατά εγκλωβισμένο τον αρχαιολογικό χώρο στη Σαλαμίνα.
Στα νερά του νησιού, πριν από 2.500 χρόνια, δόθηκε η κοσμοϊστορική ναυμαχία που έκρινε την ελευθερία της Ελλάδας και της Ευρώπης, καθορίζοντας την πορεία του δυτικού πολιτισμού. Οι αρχαίοι Ελληνες τίμησαν για αιώνες τους νεκρούς της Κυνόσουρας, αναγορεύοντας τη ναυμαχία σε «εθνική εορτή», όπως και τον Μαραθώνα ή τις Θερμοπύλες. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες ακριβώς πάνω στη χερσόνησο όπου βρίσκεται ο τύμβος των Σαλαμινομάχων λειτουργούν ναυπηγεία χωρίς νόμιμη άδεια, καταστρέφοντας μνημεία και επιβαρύνοντας ανεπανόρθωτα το περιβάλλον.
Η Σαλαμίνα, τόπος-σύμβολο της παγκόσμιας Ιστορίας, έχει μετατραπεί σε σκηνικό συγκάλυψης και παρανομίας. Η υπόθεση αυτή δεν αποτελεί απλώς μια τοπική πληγή, αλλά το χρονικό ενός προμελετημένου εγκλήματος σε βάρος της Ιστορίας, της Δικαιοσύνης και του ίδιου του κράτους.
Ολα άρχισαν το 1974, όταν οι αδελφοί Διαμαντή κατέθεσαν αίτηση στο υπουργείο Πολιτισμού για την κατασκευή ναυπηγείου στον όρμο Αμπελακίων. Το ΥΠΠΟ, τυπικά εντάξει απέναντι στον νόμο, απέρριψε το αίτημα λόγω της ιστορικής σημασίας της περιοχής. Ομως, τον Απρίλιο του 1975, με πλήρη γνώση του χαρακτήρα του χώρου, οι αδελφοί Διαμαντή προχώρησαν αυθαίρετα σε εκτεταμένες εργασίες και ισοπέδωσαν σημαντικό τμήμα του τύμβου των Σαλαμινομάχων, στα ανατολικά, ανοίγοντας σκάμμα βάθους 15 μέτρων.

Αρχαιότητες καταστράφηκαν, ευρήματα βρέθηκαν στα μπάζα, ενώ ογκόλιθοι από το μνημείο χρησιμοποιήθηκαν για επιχωματώσεις του ναυπηγείου. Μάλιστα, αναφορά του αρχαιολόγου Παντελή Ζορίδη περιγράφει ότι ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής συνέλεξε ποικίλα αρχαιολογικά αντικείμενα από τα μπάζα, ενώ τμήματα του τύμβου είχαν «αξιοποιηθεί» στο εργοτάξιο.
Η επέμβαση της Χωροφυλακής σταμάτησε προσωρινά την καταστροφή, ενώ κατατέθηκαν και μηνύσεις. Ομως, όπως θα αποδεικνυόταν αργότερα, η υπόθεση οδηγήθηκε σε ατέρμονες αναβολές και τελικά σε παραγραφή, μεθοδολογία που θα ακολουθούνταν συστηματικά και σε όλες τις επόμενες περιπτώσεις.
Το 1976 σωστική ανασκαφή έφερε στο φως 63 ταφές του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ., καθώς και υπολείμματα βωμού, ορισμένα εκ των οποίων είχαν ήδη πεταχτεί στη θάλασσα από τους γερανούς του ναυπηγείου. Αντί όμως το εύρημα αυτό να αποτελέσει αφορμή για την προστασία της περιοχής, το κράτος αδιαφόρησε.
Για πάνω από 45 χρόνια τα ναυπηγεία λειτούργησαν χωρίς νόμιμη άδεια, προκαλώντας ανεπανόρθωτες βλάβες σε έναν μοναδικό αρχαιολογικό χώρο. Οι εκθέσεις αρχαιολόγων ανέφεραν ότι ο τύμβος χρησιμοποιούνταν ως σκουπιδότοπος: Σωροί από λαμαρίνες, βάρκες, κάρβουνο και εξαρτήματα πλοίων συσσωρεύονταν εκεί.

Ο νόμος 4858/2021 (άρθρο 10) είναι σαφής: Καμία δραστηριότητα σε μνημείο ή πλησίον αυτού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την έγκριση του υπουργού Πολιτισμού και τη γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Στην περίπτωση που η έγκριση αυτή δεν υπάρχει, όλες οι υπόλοιπες άδειες θεωρούνται άκυρες. Ωστόσο, τα ναυπηγεία εξακολουθούν να λειτουργούν με έωλες άδειες, ενώ το ΥΠΠΟ σιωπά και αδρανεί.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο νεοδιορισμένος αρχαιολόγος Αρης Τσαραβόπουλος, που στάλθηκε το 1981 για να καταγράψει και να ερευνήσει τον χώρο, καταγγέλλει ότι ουσιαστικά του ανατέθηκε να παραλείψει την πλήρη αποτύπωση, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για νέες εγκαταστάσεις, μεταξύ άλλων και για την κατασκευή καρβουνόσκαλας.
Τα ναυπηγεία προσέφυγαν και στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας την κατάργηση της Α΄ Ζώνης απολύτου προστασίας. Εντούτοις, το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση με την υπ’ αριθμόν 1922 απόφασή του στις 26/6/2008, ξεκαθαρίζοντας ότι η λειτουργία ναυπηγείων είναι ασυμβίβαστη με τον χαρακτήρα της περιοχής. Παρ’ όλα αυτά, στην πράξη δεν άλλαξε τίποτα.

Μήνυση
Το 2020 ομάδα πολιτών της Σαλαμίνας -με πρώτο τον πρώην δήμαρχο του νησιού Ι. Τσαβαρή- κατέθεσε μήνυση κατά του ΟΛΠ, αποκαλύπτοντας ότι κατείχε και εκμεταλλευόταν παράνομα εκτάσεις στην Κυνόσουρα και στα Αμπελάκια. Η μήνυση αφορούσε παράνομη κατάληψη δημόσιου κτήματος, παράνομη επέμβαση σε μνημείο ή αρχαιολογικό χώρο και υποβάθμιση περιβάλλοντος.
Ο αριθμός της μηνυτήριας αναφοράς ήταν ΑΒΜ: ΕΓ20-1783 της Εισαγγελίας Πειραιά. Η υπόθεση όμως παρέμεινε πέντε χρόνια σε ανακριτικό στάδιο και κατέληξε στο αρχείο λόγω παραγραφής, όπως πληροφορούμαστε. Οι πολίτες καταγγέλλουν ότι η Δικαιοσύνη μεθόδευσε σκόπιμα αυτήν την κατάληξη, ώστε να προστατευθεί ο ΟΛΠ από πιθανή καταδίκη, που θα αποκάλυπτε το δίκαιο των καταγγελιών και θα κατέρριπτε ολόκληρο το παράνομο καθεστώς λειτουργίας των ναυπηγείων.
Η τακτική της παραγραφής είχε ακολουθηθεί σε όλες τις σχετικές υποθέσεις. Οι δικαστές απέφυγαν είτε να καταδικάσουν τον ΟΛΠ είτε να εκδώσουν αθωωτικές αποφάσεις που θα κατέρρεαν σε ανώτερο δικαστικό βαθμό. Αντίθετα, προτίμησαν την «ανώδυνη» λύση, δηλαδή την παραγραφή.
Την ίδια στιγμή, η εγκατάσταση των ναυπηγείων δεν έπληττε μόνο τον τύμβο, αλλά και το φυσικό περιβάλλον. Σύμφωνα με έγγραφο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων προς τον συγγραφέα και ερευνητή του Ελληνικού Πολιτισμού Ιωάννη Χαραλαμπόπουλο, ο οποίος τα τελευταία χρόνια ασχολείται συστηματικά με τη Σαλαμίνα και την Ιστορία της, τα νερά στον όρμο παρουσιάζουν θολερότητα και σοβαρή ρύπανση, γεγονός που καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε υποθαλάσσια έρευνα. Οι βιομηχανικές δραστηριότητες έχουν μολύνει ανεπανόρθωτα τη θάλασσα, καταστρέφοντας έναν χώρο μοναδικής ιστορικής και φυσικής αξίας.

Νομοθεσία
Εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι ο λόφος της Μαγούλας, όπου βρίσκεται ο τύμβος, είναι μεν περιφραγμένος, αλλά παραμένει ιδιοκτησία των απογόνων των αδελφών Διαμαντή. Η έκταση έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος ήδη από το 1964, γεγονός που ακυρώνει κάθε δυνατότητα αξιοποίησης χωρίς την έγκριση του ΥΠΠΟ. Το ερώτημα είναι πώς και με ποια σιγουριά οι αδελφοί Διαμαντή αγόρασαν γη δεσμευμένη, γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορούσαν να την αξιοποιήσουν νόμιμα, αν δεν υπήρχε εκ των προτέρων σκοπιμότητα καταστρατήγησης της νομοθεσίας.
Παράλληλα, ο ΟΛΠ έχει παραδεχτεί ότι δεν διαθέτει κυριότητα σε χερσαίες εκτάσεις, παρά μόνο σε προσχώσεις θαλάσσιες. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει να συνάπτει συμβάσεις με τα ναυπηγεία. Το ΥΠΠΟ επικαλείται «συμβατικές υποχρεώσεις του κράτους» απέναντι στον ΟΛΠ, χωρίς ποτέ να εξηγήσει ποιες είναι αυτές και από πού απορρέουν…
Χαρακτηριστική είναι και η στάση του υπουργείου Πολιτισμού. Η Μελίνα Μερκούρη είχε χαρακτηρίσει τον τύμβο της Σαλαμίνας «το σημαντικότερο μνημείο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας». Αντιθέτως, δεκαετίες αργότερα, η Λίνα Μενδώνη μίλησε για «φερόμενο τύμβο», αμφισβητώντας την ύπαρξή του. Η δήλωση αυτή συμπίπτει με τη θέση των ναυπηγείων Διαμαντή, δηλαδή ότι «ο τύμβος δεν υπάρχει».
Πρόκειται για μια στρατηγική απαξίωσης του μνημείου, ώστε να δικαιολογηθεί η περαιτέρω αλλοίωση και εκμετάλλευση του χώρου. Ωστόσο, ήδη από τον 19ο αιώνα, Αυστριακοί αρχαιολόγοι είχαν εντοπίσει στον τύμβο ίχνη τέφρας από την ταφική πυρά των πεσόντων, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για τόπο μνήμης.
Στην αφάνεια ολόκληρη η μνημειακή κληρονομιά
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας διδάσκεται σε όλες τις στρατιωτικές σχολές του κόσμου ως υπόδειγμα στρατηγικής. Κι όμως, στον ίδιο τον τόπο της ο τύμβος έχει βεβηλωθεί, τα μνημεία είναι κατεστραμμένα ή θαμμένα και ολόκληρη η μνημειακή κληρονομιά της Σαλαμίνας βρίσκεται στην αφάνεια. Ο τάφος του Θεμιστοκλή στην Πειραϊκή ρημάζει, τα μνημεία στην Ψυτάλλεια είναι εγκαταλειμμένα, ενώ ο χώρος της Κυνόσουρας είναι πνιγμένος στα σκουριασμένα κουφάρια πλοίων. Μάλιστα, εσχάτως, ακόμη και το τρόπαιο της νίκης που ανήγειρε ο Θεμιστοκλής στο ακρωτήριο της Κυνόσουρας -την ύπαρξη του οποίου έχει τεκμηριώσει ο αρχαιολόγος Ι. Λώλος- εμφανίζεται σε επίσημο έγγραφο υπηρεσιών του υπουργείου ως «φερόμενο», με τους αρμοδίους να υποστηρίζουν πως δεν έχει τεκμηριωθεί η… ύπαρξή του.

Τα αρχαία τείχη της πόλης που σχετίζονται άμεσα με τη ναυμαχία έχει διαπιστωθεί και σε προηγούμενο ρεπορτάζ της «δημοκρατίας» ότι παραμένουν αναξιοποίητα, εντός καταπατημένης έκτασης, δίχως μία πινακίδα, «επιτρέποντας» σε ιδιώτες με αυθαίρετες κατασκευές να έχουν αναγείρει παράνομες εγκαταστάσεις!
Οπως καταγγέλλει ο κ. Χαραλαμπόπουλος αποκλειστικά στη «δημοκρατία», η παραμονή των ναυπηγείων σε αρχαιολογικές ζώνες Α΄ και Β΄ προστασίας, αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του νόμου, που διατηρείται χάρη σε πολιτικές σκοπιμότητες και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Και εν προκειμένω πρόκειται για έναν στρουθοκαμηλισμό του υπουργείου, αφού ναι μεν δεν συνηγορεί στην αδειοδότηση, αλλά δεν ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από τον νόμο.
Οι πολίτες -ανάμεσά τους και ο ίδιος ο κ. Χαραλαμπόπουλος- αναγκάζονται να προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη για να προστατεύσουν αυτό που θα έπρεπε να υπερασπίζεται το ίδιο το κράτος – την πολιτιστική μας κληρονομιά. Μάλιστα, στις 28 Σεπτεμβρίου οργανώνουν στην είσοδο του μνημείου του τύμβου εκδήλωση ιστορικής μνήμης και διαμαρτυρίας.
Το αίτημα είναι σαφές και αφορά την εφαρμογή του νόμου, την προστασία της ιστορικής μνήμης και του περιβάλλοντος, τη μετεγκατάσταση των ναυπηγείων και την αποκατάσταση του χώρου.
Η «δημοκρατία» έχει στην κατοχή της υπηρεσιακές εκθέσεις αρμόδιων εφορειών αρχαιοτήτων, στις οποίες γίνεται λόγος για καταστροφές μνημείων από τα ναυπηγεία, εκθέσεις και εισηγήσεις διά των οποίων οι αρμόδιοι φορείς εισηγούνται εδώ και δεκαετίες τη μετεγκατάσταση των ναυπηγοεπισκευαστικών μονάδων και την αποκατάσταση του χώρου, ωστόσο τα ναυπηγεία παραμένουν αλώβητα! Παρά τις εισηγήσεις, κανένας υπηρεσιακός παράγοντας, όσο υψηλά ιστάμενος και αν είναι στο υπουργείο, δεν τολμά να απαιτήσει την εφαρμογή της νομοθεσίας, γιατί θα υποστεί το τίμημα των επιλογών του από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου…
Δεν πρόκειται για εχθρότητα απέναντι στις ναυπηγοεπισκευαστικές μονάδες, αλλά για την υπεράσπιση του αυτονόητου. Γιατί στον τόπο όπου κάποτε κρίθηκε η ελευθερία της Ευρώπης, σήμερα κρίνεται η αξιοπιστία ενός κράτους: αν θα σεβαστεί το παρελθόν του και θα διαφυλάξει το μέλλον του.
«Οι χώροι των ναυπηγείων στη Σαλαμίνα ταυτίζονται με το αρχαιολογικό και ιστορικό τοπόσημο που σχετίζεται με την ομώνυμη ναυμαχία και τα μνημεία των ηρώων. Πρόκειται περί μεγάλης ύβρεως και αντινομίας, καθώς έχουν διαπραχθεί σοβαρές αρχαιολογικές, περιβαλλοντολογικές, πολεοδομικές παραβιάσεις έναντι μιας Πολιτείας που υποκριτικά αλληθωρίζει» καταλήγει ο κ. Χαραλαμπόπουλος μιλώντας στη «δημοκρατία».
Πηγή: Εφημερίδα Δημοκρατία