Στη σημερινή κοινωνία ολοένα και περισσότεροι δηλώνουν άθεοι ή αδιάφοροι απέναντι στη θρησκεία. Δεν πρόκειται για κάποιον «εκσυγχρονισμό» που θέλει να δικαιολογήσει η Εκκλησία. Η αλήθεια είναι απλή: η ίδια η Εκκλησία διώχνει τον κόσμο από κοντά της.
Η θρησκεία από τη φύση της είναι πνευματικότητα. Είναι η ανάγκη του ανθρώπου να αναζητήσει γαλήνη, παρηγοριά, απαντήσεις. Ο ναός θα έπρεπε να αποτελεί χώρο σιωπής και περισυλλογής, έναν χώρο όπου η ψυχή μπορεί να αναπαυθεί. Αντί γι’ αυτό, οι εκκλησίες μας ολοένα και περισσότερο θυμίζουν παντοπωλεία και λέσχες συζητήσεων.
Χάνεται η ιερότητα
Μπαίνεις για να ανάψεις ένα κερί και βρίσκεις μπροστά σου ηλικιωμένους «μόνιμους κατοίκους» που κουβεντιάζουν μεγαλόφωνα, ιερείς που συζητούν για άσχετα θέματα, ραδιόφωνα να παίζουν στο παρασκήνιο, πάγκους με εμπορεύματα – από κομποσκοίνια μέχρι φτηνές τυποποιημένες εικόνες. Η ιερότητα χάνεται μέσα στην πολυκοσμία και τον θόρυβο. Η ατμόσφαιρα που θα έπρεπε να οδηγεί στην προσευχή, οδηγεί στην αποστροφή.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η ίδια η Πολιτεία βάζει το δικό της λιθαράκι στην απομάκρυνση των νέων από τη θρησκεία. Το Υπουργείο Παιδείας υποβαθμίζει τα Θρησκευτικά, καταργεί την πρωινή προσευχή σε πολλά σχολεία, αφαιρεί τα σύμβολα από τις τάξεις. Ο συνδυασμός Εκκλησίας που εμπορευματοποιείται και Κράτους που αδιαφορεί έχει το ίδιο αποτέλεσμα: μια κοινωνία χωρίς πνευματικό κέντρο.
Όταν η θρησκεία λειτουργεί σωστά, ενώνει
Εδώ πρέπει να γίνει ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός: η θρησκεία δεν φταίει. Η πίστη αποτελεί σημείο αναφοράς και ισορροπίας για τον λαό. Όταν η θρησκεία λειτουργεί σωστά, ενώνει, εμπνέει, καθοδηγεί, εξανθρωπίζει. Αυτό που αποτυγχάνει παταγωδώς είναι η διαχείριση από τον θεσμό της Εκκλησίας, που αντί να υπηρετεί τον πιστό, τον κουράζει και τον απωθεί.
Αν δεν υπάρξει άμεσα αυτοκριτική και ουσιαστική αλλαγή, η Εκκλησία θα μείνει με άδειους ναούς και γεμάτα ταμεία, χωρίς όμως να μπορεί να επιτελέσει τον ρόλο της: να προσφέρει πνευματικότητα και κοινωνική ισορροπία. Και τότε, θα έχει χάσει το πιο σημαντικό: τον ίδιο τον λαό.