Ένταση επικράτησε έξω από το κτίριο της Κυπριακής Ύπατης Αρμοστείας στο Λονδίνο, κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης Τούρκων και Τουρκοκυπρίων. Η διαμαρτυρία αφορούσε την επέτειο των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 1963, τα οποία η τουρκική πλευρά αποκαλεί «Ματωμένα Χριστούγεννα».
Η αντίδραση του Ελληνοκύπριου Πρέσβη στο Ηνωμένο Βασίλειο, Κυριάκου Κούρου, προκάλεσε την έντονη δυσφορία των διοργανωτών. Ο κ. Κούρος επέλεξε να αναρτήσει στο κτίριο της Αρμοστείας ένα πανό με το απόφθεγμα: «Αν επαναλαμβάνεις ένα ψέμα αρκετά συχνά, οι άνθρωποι θα το πιστέψουν, και στο τέλος θα το πιστέψεις και εσύ ο ίδιος».
Σύμφωνα με πληροφορίες, παρά την παρέμβαση της βρετανικής αστυνομίας που ζήτησε την απομάκρυνση του πανό, ο Πρέσβης αρνήθηκε κατηγορηματικά, επικαλούμενος την κυριαρχία του εδάφους της διπλωματικής αποστολής, η οποία προστατεύεται από τις διεθνείς συνθήκες και δεν επιδέχεται εξωτερική παρέμβαση.
Η Αλήθεια πίσω από την «Τουρκοανταρσία» του 1963
Το περιστατικό στο Λονδίνο επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για τη συστηματική παραχάραξη της κυπριακής ιστορίας. Ενώ η τουρκική προπαγάνδα επιχειρεί να παρουσιάσει τα γεγονότα του 1963 ως αδικαιολόγητη επίθεση κατά των Τουρκοκυπρίων, τα ιστορικά δεδομένα αποκαλύπτουν έναν προμελετημένο σχεδιασμό για τη διχοτόμηση του νησιού.
Τα βασικά σημεία της ιστορικής αναδρομής:
Προμελετημένη Αποχώρηση: Τα επεισόδια των Χριστουγέννων του ’63 αποτέλεσαν την αφορμή για την «τουρκοανταρσία», δηλαδή την ενορχηστρωμένη αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τους θεσμούς του κράτους και τη δημιουργία των πρώτων θυλάκων, με στόχο τον γεωγραφικό διαχωρισμό.
Προγενέστερα Εγκλήματα της ΤΜΤ: Η βία δεν ξεκίνησε το ’63. Ήδη από το 1958, η τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ (υπό τις οδηγίες του Ραούφ Ντενκτάς) τοποθετούσε βόμβες και πραγματοποιούσε επιδρομές κατά Ελληνοκυπρίων για να πυροδοτήσει τη διένεξη.
Εξοπλισμός και Σχέδιο Διχοτόμησης: Το πλοιάριο «Ντενίς», που βυθίστηκε το 1959 γεμάτο όπλα από την Τουρκία, και το έγγραφο που βρέθηκε στο γραφείο του αντιπροέδρου Κουτσούκ το 1963, αποδεικνύουν ότι ο τουρκικός σχεδιασμός για τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας προηγήθηκε οποιασδήποτε συνταγματικής αλλαγής (13 σημεία Μακαρίου).
Εσωτερική Τρομοκρατία: Η ΤΜΤ δεν στόχευε μόνο Ελληνοκυπρίους, αλλά δολοφονούσε και προοδευτικούς Τουρκοκυπρίους (όπως τους εκδότες της εφημερίδας «Τζουμχουριέτ» το 1962) που υποστήριζαν την ειρηνική συμβίωση.
Προπαγανδιστική επιμέλεια της «σφαγής της μπανιέρας»
Κορυφαίο συμβολικό στιγμιότυπο της τουρκικής προπαγάνδας για τα «ματωμένα Χριστούγεννα» είναι η ιστορία της περιβόητης «δολοφονίας της μπανιέρας» και της συγκλονιστικής φωτογραφίας της μητέρας που δολοφονήθηκε μαζί με τα τρία παιδιά της.
Σύμφωνα με εκτενές άρθρο του Δρ Λάμπρου Γ. Καούλλα στην εφημερίδα Σημερινή, «αυτή η φορτισμένη φωτογραφία ανακυκλώνεται συνεχώς από τον Δεκέμβριο του 1963 μέχρι σήμερα και χρησιμοποιείται ως συναισθηματικό τέχνασμα για να αφοπλίσει τα επιχειρήματα που βασίζονται στα τεκμήρια πως είναι η τουρκοκυπριακή ηγεσία που προετοίμασε και δυναμίτισε το κλίμα που οδήγησε στα γεγονότα.
Αυτό που δεν αναφέρεται είναι πως σύμφωνα με κάποιες τουρκικές μαρτυρίες (όπως του φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφου Ahmed Baran και της τουρκοκυπριακής εφημερίδας «Afrika»), ο δολοφόνος μάλλον ήταν ο ίδιος ο πατέρας τους, ο Επίατρος του τουρκικού στρατού Nihat İlhan, που πήρε τις ζωές της οικογένειάς του, ευρισκόμενος σε κατάσταση αμόκ και μετά φυγαδεύτηκε από τις τουρκικές αρχές. Την μαρτυρία του Baran την δημοσίευσε το 2003 ο δημοσιογράφος Κώστας Γεννάρης το 2003 στο βιβλίο του «From The East: Conflict and Partition in Cyprus» (Λονδίνο, εκδόσεις Elliot & Thompson), ξεσκεπάζοντας την τουρκική προπαγάνδα.

Μάλιστα, τα πτώματα των άτυχων παιδιών και της μητέρας τους, βρίσκονταν σε άλλη θέση μέσα στο σπίτι και μεταφέρθηκαν μέσα στην μπανιέρα με σκοπό η εικόνα να πετύχει την περισσότερη συναισθηματική επίδραση.
Ο Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος Şener Levent σε μια σειρά από δημοσιεύματα στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα «Afrika» (04/01/2015) και την ελληνοκυπριακή «Πολίτης» (07/01/2015, 08/01/2015) δημοσίευσε φωτογραφίες από το «έγκλημα της μπανιέρας» πριν να μετακινηθούν τα πτώματα, προκαλώντας το μένος τουρκοκυπριακών πολιτικών κύκλων διότι με τις αποκαλύψεις του χαλούσε αυτό το σημαντικό αφήγημα. Εξ άλλου, το σπίτι όπου διαδραματίστηκε το περιστατικό διατηρήθηκε, όπως και η μπανιέρα και το αποχωρητήριο, και ονομάστηκε «Μουσείο Βαρβαρότητας».
Ανεξαρτήτως του ποιοι τελικά πάτησαν τη σκανδάλη, η σκηνοθεσία της εικόνας για σκοπούς προπαγάνδας ήταν πολύ σημαντική για να εντυπωθεί αποτελεσματικά το μήνυμα που ήθελαν να περάσουν. Όπως έγραφαν το 2012 οι Theopisti Stylianou-Lambert (ΤΕΠΑΚ) και Alexandra Bounia (Πανεπιστήμιο Αιγαίου) στο επιστημονικό περιοδικό «Museum & Society» (τ. 10/3) σε δημοσίευση με τίτλο «War Museums and Photography»:
«Ένας πρώην διοικητής της TMT που ήταν παρών στη σκηνή του εγκλήματος παραδέχτηκε ότι οι πρώτες φωτογραφίες τραβήχτηκαν από την ΤΜΤ και είναι πολύ διαφορετικές από την εικόνα που έγινε τελικά διάσημη. Ισχυρίζεται ότι στις πρώτες φωτογραφίες μόνο το πρόσωπο του μικρότερου παιδιού είναι ορατό και πως η ΤΜΤ άλλαξε τη θέση των πτωμάτων για να κάνει τις φωτογραφίες πιο “αποτελεσματικές”. Επιπλέον, αρκετές φωτογραφίες και βίντεο τραβήχτηκαν στη σκηνή μέρες μετά το πραγματικό γεγονός. Προφανώς τα πτώματα δεν αφαιρέθηκαν αμέσως έτσι ώστε οι δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο να έχουν την ευκαιρία να καταγράψουν και να μεταδώσουν το γεγονός.»

Σε άλλο κεφάλαιό τους με τίτλο «War Museums and Photography» που δημοσιεύθηκε το 2013 στο βιβλίο «Does War Belong in Museums?: The Representation of Violence in Exhibitions» (επιμέλεια Wolfgang Muchitsch, εκδόσεις Transcript Verlag) παραθέτουν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το «Μουσείο Βαρβαρότητας» στην κατεχόμενη Λευκωσία:
«Η επιλογή των φωτογραφιών είναι ενδεικτική: ακρωτηριασμένη σώματα, πρόσφυγες, μητέρες και τα παιδιά τους σε απόγνωση. Η πιο σοκαριστική φωτογραφία όμως είναι μια αδιάφορη φωτογραφία της συζύγου του Δρ Ilhan και των τριών παιδιών της, νεκροί μέσα στην μπανιέρα του σπιτιού τους. Τα πτώματα είναι στοιβαγμένα το ένα πάνω από το άλλο και τα πρόσωπα των τριών μικρών παιδιών είναι ορατά πολύ καθαρά. Η φωτογραφία, πλαισιωμένη σε χρυσή κορνίζα σαν οικογενειακό πορτραίτο, κρέμεται στον στοίχο έξω από το μπάνιο του σπιτιού και έτσι καλεί τον θεατή να αναδημιουργήσει τη σκηνή. Αυτή η αρκετά σκληρή φωτογραφία είναι η μόνη εικόνα που υπάρχει στο ενημερωτικό φυλλάδιο που υπάρχει για τους επισκέπτες στην είσοδο. Η επανάληψη καθιστά την φωτογραφία το οπτικό επίκεντρο του μουσείου, απαιτώντας αναγνώριση του γεγονός και ως εκ τούτου των ακροτήτων που υπέστησαν οι Τουρκοκύπριοι.
Αφού ξεπεραστεί το αρχικό σοκ, η έρευνα πάνω στις λεπτομέρειες της φωτογραφίας αποκαλύπτει μερικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες: Αυτή είναι μόνο μια από μια σειρά παρόμοιων φωτογραφιών και βίντεο που γυρίστηκαν στη σκηνή μέρες μετά το πραγματικό συμβάν.
Προφανώς, τα πτώματα δεν αφαιρέθηκαν αμέσως ούτως ώστε οι δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο να έχουν την ευκαιρία να καταγράψουν και να μεταδώσουν το γεγονότος. Παρόλο που υπάρχουν έγχρωμες εκδόσεις της, επιλέγηκε η ασπρόμαυρη φωτογραφία για προβολή. Οι περισσότερες φωτογραφίες με το στυλ ντοκυμανταίρ της περιόδου εμφανίζονταν μαυρόασπρες διότι οι έγχρωμες ταινίες θεωρούνταν υποδεέστερες των μαυρόασπρων και συνεπώς πολλοί επαγγελματίες τις απέφευγαν. Επιπλέον, η ασπρόμαυρη φωτογραφία χρησιμοποιείται πιο συχνά σε εφημερίδες και έγινε συνώνυμη με το φωτορεπορτάζ και έτσι της έδωσε μια αύρα αυθεντικότητας. Ο λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία αντί για μια έγχρωμη δεν είναι γνωστός. Ωστόσο, η φωτογραφία που επιλέχθηκε μοιάζει περισσότερα με το ύφος της εφημερίδας και επομένως πιο αυθεντική.
Η προβολή νεκρών σωμάτων, η αύρα αυθεντικότητας που προσδίδει η μαυρόασπρη φωτογραφία καθώς και το γεγονός ότι η φωτογραφία έχει κορνιζαριστεί ως οικογενειακό πορτραίτο και εμφανίζεται στο σπίτι των θυμάτων δημιουργεί συναισθήματα σύγχυσης, ταραχής και αποτροπιασμού στους επισκέπτες. Ο Sant Cassia συνέκρινε τις εικόνες που υπάρχουν σε ελληνικό και τουρκικό υλικό προπαγάνδας (που δημοσιεύθηκαν από τα αντίστοιχα Γραφεία Δημοσίων Πληροφοριών) και υπέδειξε πως οι Τουρκοκύπριοι αναδεικνύουν το νεκρό σώμα περισσότερο από τους Ελληνοκύπριους. Οι εικόνες των πτωμάτων περιγράφονται από τον συγγραφέα ως πληγές που “μεταμορφώνουν το σώμα σε ένα αδύνατο αντικείμενο και ως εκ τούτου ένα σχεδόν αναγνωρίσιμο θέμα”. Αυτή η ιδιαίτερη εικόνα της νεκρής γυναίκας και των παιδιών της είναι παρούσα σχεδόν σε κάθε Τουρκοκυπριακό μουσείο που ασχολείται με τον πόλεμο καθώς και στην αίθουσα Κύπρου/Κορέας του Στρατιωτικού Μουσείου της Κωνσταντινούπολης.
Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη διότι προσφέρει μια εμβληματική απεικόνιση της οδύνης, ένα τραύμα που μπορεί να ενισχύσει μια συλλογική τουρκοκυπριακή μνήμη που δικαολογεί τη διχοτόμηση και ταυτόχρονα αποδεικνύει την εμπειρία στα διεθνή μέσα ενημέρωσης».
Η Μάχη κατά της Λήθης
Η σύγχρονη προσπάθεια ορισμένων κύκλων να «ενοχοποιήσουν» την ελληνοκυπριακή πλευρά για την κατάρρευση των συμφωνιών του ’60 είναι μια επικίνδυνη παραχάραξη. Η ιστορική καθαρότητα απαιτεί την υπενθύμιση ότι η δημιουργία των θυλάκων και ο βίαιος διαχωρισμός πληθυσμών ήταν μέρος ενός ευρύτερου τουρκικού επεκτατικού σχεδίου που εφαρμόστηκε βήμα-βήμα, οδηγώντας τελικά στην τραγωδία του 1974.
Όπως καταδεικνύει η κίνηση του Πρέσβη στο Λονδίνο, η απάντηση στην πλύση εγκεφάλου και τη διαστρέβλωση παραμένει η σταθερή παράθεση των πραγματικών γεγονότων, ώστε να μην νομιμοποιηθεί στη διεθνή συνείδηση το «τερατώδες ψέμα» που επιδιώκει να ξεπλύνει την κατοχή.
Πηγή φωτογραφίας: Σημερινή
Δείτε επίσης:
- Siyasi Haber: Τούρκος αρθρογράφος αποδομεί το αφήγημα της Άγκυρας για το Κυπριακό
- Προκλητικός ο Φιντάν: Δύο κράτη στην Κύπρο ή κινδυνεύει η ειρήνη

