Η πρόσφατη γενική διακοπή ρεύματος στην Ισπανία στις 28 Απριλίου 2025, που βύθισε τη χώρα σε ενεργειακό σκοτάδι για ώρες, άνοιξε ξανά τη συζήτηση για τα όρια της απότομης μετάβασης στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ).
Ενώ η κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ υπερασπίζεται σθεναρά το σχέδιο απεξάρτησης από την πυρηνική ενέργεια και τα ορυκτά καύσιμα, οι τεχνικές αδυναμίες του σημερινού μοντέλου γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς.
Η Ισπανία έχει πετύχει υψηλό ποσοστό παραγωγής από ΑΠΕ — το 2024 έφτασε σχεδόν το 57% της ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικά, φωτοβολταϊκά και υδροηλεκτρικά έργα. Ωστόσο, όπως κατέδειξε το μπλακ άουτ, η αυξανόμενη εξάρτηση από πηγές με αστάθεια στην παραγωγή, όπως ο ήλιος και ο άνεμος, εγκυμονεί κινδύνους για τη σταθερότητα του δικτύου. Στις κρίσιμες στιγμές πριν την κατάρρευση του συστήματος, οι ΑΠΕ παρήγαγαν το 70% της ενέργειας, αλλά αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να αποτραπεί η απώλεια 15 γιγαβάτ μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα.
Η κυβέρνηση επιμένει πως δεν υπάρχει εμπειρική απόδειξη ότι περισσότερη πυρηνική ενέργεια θα απέτρεπε το γεγονός. Ωστόσο, αυτό που αγνοείται στη δημόσια συζήτηση είναι το γενικότερο πρόβλημα της ενεργειακής μετάβασης: η ταχύτητα και ο σχεδιασμός της. Η απολιγνιτοποίηση εφαρμόζεται με βίαιο τρόπο, χωρίς εναλλακτικές που να προσφέρουν το ίδιο επίπεδο ενεργειακής ασφάλειας. Παράλληλα, οι φυσικοί πόροι, όπως λιγνίτης και υδρογονάνθρακες, μένουν ανεκμετάλλευτοι, ενώ οι φθηνές ροές ρωσικού φυσικού αερίου που θα μπορούσαν να στηρίξουν τη μετάβαση, έχουν αποκλειστεί για γεωπολιτικούς λόγους.
Οι επιλογές αυτές δεν είναι ουδέτερες. Πίσω από την επιμονή για ταχεία πράσινη μετάβαση υπάρχουν και συμφέροντα: μεγάλες ενεργειακές εταιρείες, επενδυτικά κεφάλαια και πολιτικές δυνάμεις που προωθούν τεχνολογίες ΑΠΕ, όχι απλώς για περιβαλλοντικούς λόγους, αλλά για κερδοφορία και έλεγχο της αγοράς ενέργειας. Η παγκόσμια αγορά «πράσινης ενέργειας» και σχετικών υποδομών είναι πλέον πεδίο γεωοικονομικού ανταγωνισμού, όπου πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται όχι με γνώμονα την ενεργειακή επάρκεια, αλλά την πολιτική σκοπιμότητα.
Το αποτέλεσμα είναι ένα ενεργειακό σύστημα που αδυνατεί να διαχειριστεί ακραίες καταστάσεις και έκτακτες διακυμάνσεις. Και όσο πιο γρήγορα εγκαταλείπονται σταθερές μορφές ενέργειας χωρίς επαρκή εναλλακτική στήριξη, τόσο πιο συχνές και κρίσιμες θα είναι οι διακοπές ρεύματος και οι τεχνικές αστοχίες.
Το ισπανικό παράδειγμα δεν είναι μεμονωμένο. Είναι ένα καμπανάκι για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που προχωρούν σε ενεργειακή μετάβαση χωρίς να διασφαλίσουν τη συνοχή, την επάρκεια και την προσαρμοστικότητα των συστημάτων τους. Η πράσινη ενέργεια μπορεί να είναι το μέλλον, αλλά όταν εφαρμόζεται με ιδεολογική ακαμψία και οικονομικά συμφέροντα, το παρόν κινδυνεύει να βυθιστεί στο σκοτάδι.
Δείτε Επίσης: