Η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε ένα μεγάλο βήμα στον τομέα της άμυνας, εγκρίνοντας οριστικά το πρόγραμμα SAFE (Security Action for Europe), ένα κοινό χρηματοδοτικό σχήμα ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Ωστόσο, η έγκριση αυτή ήρθε με πολιτικές εντάσεις και ενδεχόμενο δικαστικής σύγκρουσης.
Η έγκριση από το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων σηματοδοτεί το τέλος μιας αμφιλεγόμενης διαδικασίας, αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενεργοποίησε ρήτρα έκτακτης ανάγκης για να παρακάμψει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στέλνοντας το σχέδιο απευθείας στους υπουργούς χωρίς διαβούλευση. Η Ουγγαρία απείχε από την ψηφοφορία.
Το SAFE, που παρουσιάστηκε τον Μάρτιο, στοχεύει στην κάλυψη κρίσιμων ελλείψεων και την απεξάρτηση της Ευρώπης από στρατιωτικό εξοπλισμό από τρίτες χώρες – κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για να εγκριθεί χρηματοδότηση, τουλάχιστον τρία κράτη μέλη πρέπει να υποβάλουν από κοινού αίτημα για κοινές προμήθειες, όπως πυρομαχικά, drones, ή εξοπλισμό ηλεκτρονικού πολέμου. Ουκρανία και Νορβηγία συμμετέχουν ήδη στο σχέδιο, ενώ προβλέπεται και η συμμετοχή τρίτων χωρών όπως το Ηνωμένο Βασίλειο.
Παρότι η Επιτροπή υποστήριξε πως η διαδικασία έκτακτης ανάγκης ήταν απαραίτητη λόγω της γεωπολιτικής κατάστασης, η Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ρομπέρτα Μετσόλα, απείλησε με προσφυγή στο Δικαστήριο της Ε.Ε., τονίζοντας ότι το Κοινοβούλιο παρακάμφθηκε αδικαιολόγητα. Νομική γνωμοδότηση, που εγκρίθηκε ομόφωνα, πρότεινε το σχέδιο να «σπάσει» σε δύο σκέλη: το δανειοδοτικό να περάσει μέσω έκτακτης διαδικασίας, αλλά τα βιομηχανικά στοιχεία να ακολουθήσουν τη συνήθη κοινοβουλευτική οδό.
Το Ευρωκοινοβούλιο έχει πλέον περίπου δύο μήνες για να προσφύγει, ενώ το Δικαστήριο θα μπορούσε να χρειαστεί έως και δύο χρόνια για να εκδώσει απόφαση.
Στο μεταξύ, τα κράτη έχουν έξι μήνες για να οργανώσουν προτάσεις κοινών προμηθειών και να υποβάλουν αιτήματα για δανειοδότηση, με τις πρώτες αιτήσεις να αναμένονται έως τον Νοέμβριο. Οι πληρωμές θα ξεκινήσουν μόλις η Επιτροπή αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές και οι πρώτες εκταμιεύσεις προς τα κράτη μέλη θα ολοκληρωθούν μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου 2030.