Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ που διεξάγεται στην Ολλανδία, είναι ίσως η πιο κρίσιμη των τελευταίων ετών. Το βασικό διακύβευμα είναι η συμφωνία για σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών-μελών, από τον ήδη φιλόδοξο στόχο του 2% του ΑΕΠ, σε έναν ακόμα πιο απαιτητικό, της τάξης του 5% έως το 2035.
Η πρόταση έχει ήδη προκαλέσει εντάσεις, ιδιαίτερα μεταξύ χωρών που δυσκολεύονται να φτάσουν ακόμα και το 2%, όπως ο Καναδάς και η Ισπανία. Αντίθετα, χώρες όπως η Πολωνία και η Εσθονία, πιο κοντά γεωγραφικά και πολιτικά στη Ρωσία, έχουν υπερκαλύψει το προηγούμενο όριο. Η νέα πρόταση αφορά συνολική δαπάνη 5%, εκ των οποίων το 3,5% θα κατευθύνεται σε συμβατικές στρατιωτικές ανάγκες, και το υπόλοιπο 1,5% σε υποδομές και ψηφιακή ασφάλεια.
Η Συμμαχία των 32 μελών φαίνεται να συγκλίνει σε αρχική συμφωνία, όμως οι λεπτομέρειες και οι δεσμεύσεις εφαρμογής παραμένουν υπό διαπραγμάτευση. Ο νέος Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, προσπαθεί να εξασφαλίσει ενότητα, κάνοντας λόγο για «απόλυτη πεποίθηση» ότι, με δεδομένες τις προκλήσεις ασφάλειας, ιδίως από τη Ρωσία, δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
Οι ΗΠΑ, υπό την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία, διατηρούν μια πιο επιφυλακτική στάση. Ο Τραμπ, φτάνοντας στη Χάγη, υπενθύμισε τη γνωστή του δυσπιστία απέναντι στη Συμμαχία, αμφισβητώντας ακόμη και τη θεμελιώδη Αρχή 5, που προβλέπει συλλογική άμυνα.
Η ελληνική στρατηγική
Η Ελλάδα, παραδοσιακά από τους κορυφαίους αμυντικούς δαπανητές του ΝΑΤΟ ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει το ίδιο άμεσο δημοσιονομικό σοκ από την πρόταση του 5%. Ωστόσο, οι πραγματικές στρατιωτικές δυνατότητες δεν συμβαδίζουν απαραίτητα με το ύψος των δαπανών.
Σύμφωνα με αναλυτές, μεγάλο μέρος των ελληνικών εξοπλισμών τα τελευταία χρόνια έχει κατευθυνθεί σε προμήθειες από το εξωτερικό, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα, η χώρα εξακολουθεί να στερείται ισχυρής εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, κάτι που εντείνει τη μακροχρόνια εξάρτηση από ξένους προμηθευτές.
Τα τεχνικά προβλήματα είναι επίσης υπαρκτά: μεγάλο μέρος του ελληνικού οπλοστασίου αποτελείται από παλαιωμένο εξοπλισμό, με τις δυνατότητες εκπαίδευσης και συντήρησης να μην επαρκούν για ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις. Ο γεωγραφικός κατακερματισμός, με εξοπλισμό διασκορπισμένο στα νησιά, προσθέτει ένα ακόμη επίπεδο πολυπλοκότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόκληση δεν είναι μόνο το ύψος των αμυντικών δαπανών, αλλά και η στρατηγική ανακατεύθυνσή τους σε πιο βιώσιμες, αυτόνομες και λειτουργικές λύσεις.
Για την Ελλάδα, η ανάγκη για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ δεν προκύπτει άμεσα από κάποια ρωσική απειλή. Η γεωπολιτική μας προτεραιότητα παραμένει σταθερά εστιασμένη στην Ανατολική Μεσόγειο και τις περιφερειακές ισορροπίες, όχι στην Ανατολική Ευρώπη ή τη Βαλτική. Η Ελλάδα ήδη δαπανά σταθερά υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ για την άμυνα και κυρίως για την αποτροπή στο Αιγαίο, επομένως η λογική μιας οριζόντιας αύξησης στο όνομα της ρωσικής απειλής δεν ανταποκρίνεται στις δικές μας στρατηγικές ανάγκες.
Ενότητα, αλλά με αποχρώσεις
Η επιδίωξη «ενότητας» στο ΝΑΤΟ παραμένει ονομαστικός στόχος, όμως οι επιφυλάξεις που εκφράζουν χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία και το Βέλγιο είναι ενδεικτικές μιας ευρύτερης τάσης: τα κράτη-μέλη δεν έχουν ενιαία αντίληψη για τον ρόλο της Συμμαχίας ούτε για το τι συνιστά «απειλή». Ενώ η Ρωσία αποτελεί σαφή παράγοντα αποσταθεροποίησης για την Ανατολική Ευρώπη, άλλες χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, εστιάζουν περισσότερο σε τοπικές προκλήσεις και στην ανάγκη ισορροπίας μεταξύ ασφάλειας και κοινωνικών δαπανών.
Η επόμενη μέρα της Συνόδου θα κριθεί όχι τόσο από την ανακοίνωση των αριθμών, όσο από το αν οι αποφάσεις αυτές θα αποδειχθούν εφαρμόσιμες και κοινά αποδεκτές. Μέχρι τότε, η «σοβαρότητα στην άμυνα» που επικαλούνται πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες, παραμένει περισσότερο σύνθημα παρά δεδομένο.
Δείτε Επίσης: