Αυστηρή κριτική στους ευρωπαϊκούς θεσμούς έκανε ο Αλέξης Τσίπρας στην ομιλία του στη Σορβόννη, στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Γαλλίας.
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λειτουργεί όλο και πιο αυταρχικά», ανέφερε ο πρώην πρωθυπουργός, υπογραμμίζοντας πως «η Ευρώπη δεν είναι μια ήπειρος χωρίς ηγεσία. Είναι μια ήπειρος με λάθος ηγεσία νεοσυντηρητική, νεοφιλελεύθερη, άτολμη και ανεπαρκή».
Ο Αλέξης Τσίπρας σχολίασε ότι «το σοβαρό κενό ηγεσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπονομεύει το μέλλον της Ευρώπης».
Άσκησε κριτική στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, τον πρώην πρωθυπουργό της Γαλλίας, Φρανσουά Μπαϊρού, αλλά και τον πρώην Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Νικολά Σαρκοζί.
Στην ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας ανέφερε πως είναι ορατός ο κίνδυνος της ακροδεξιάς σε Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία, Ιταλία. «Για την κοινωνική πλειοψηφία, η αριστερά είναι χρήσιμη, ακόμη περισσότερο και ιδίως θα έλεγα, στα δύσκολα. Η Αριστερά όμως που δεν το βάζει στα πόδια στις δυσκολίες», όπως είπε χαρακτηριστικά.
«Πρέπει να κινητοποιηθούμε γύρω από έναν νέο πατριωτισμό για δικαιοσύνη στις χώρες μας. Έναν νέο πατριωτισμό που να είναι συμπεριληπτικός, ηθικός, οικονομικός και κοινωνικός. Έναν νέο πατριωτισμό βασισμένο στην αποφασιστικότητα να αντισταθούμε στα μεγάλα συμφέροντα των ισχυρών και των ολιγαρχών. Να τους κάνουμε να πληρώσουν. Πέρα από τις χώρες μας, πρέπει να αγωνιστούμε για έναν νέο διεθνισμό και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, για την ειρήνη και ενάντια στην ακροδεξιά. Και να διεκδικήσουμε την ηγεσία της Ευρώπης».
Ενώ το μήνυμα που έστειλε ήταν πως «όσο ο κόσμος μας γίνεται ολοένα και πιο άνισος, πιο αυταρχικός, πιο βίαιος, εμείς πρέπει να ξαναθυμηθούμε τις μεγάλες εκείνες αξίες που κινητοποίησαν τους λαούς και έφεραν τις μεγάλες επαναστάσεις και τις μεγάλες αλλαγές στην ήπειρό μας».
Ολόκληρη η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στη Σορβόννη
Είναι η Ευρώπη μία ήπειρος χωρίς ηγεσία;
Αξιότιμε Πρόεδρε και Αντιπρόεδρε του Πανεπιστημίου,
Φίλες και φίλοι,
Σας ευχαριστώ θερμά για τη σημερινή πρόσκληση.
Ιδιαίτερα για την Αριστερά, η Σορβόννη κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη μνήμη και την καρδιά μας
Όχι μόνο για το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και έρευνας για το οποίο είστε γνωστοί σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αλλά και γιατί ήταν ακριβώς αυτό το πανεπιστήμιο που, τον Μάη του 1968, έγινε το συμβολικό επίκεντρο της εξέγερσης της γαλλικής νεολαίας απέναντι στο κατεστημένο.
Νομίζω, ωστόσο, πως ούτε οι φοιτητές του Μάη του 68, που είχαν ως σύνθημα «η φαντασία στην Εξουσία», θα μπορούσαν να φανταστούν την εξέλιξη των καιρών μας.
Γιατί αυτά που συμβαίνουν σήμερα στη διεθνή σκηνή ξεπερνούν κάθε φαντασία.
Σήμερα βρισκόμαστε ξανά σε ένα σημείο καμπής στην Ιστορία, αλλά με τον άνεμο να φυσάει προς την αντίθετη κατεύθυνση – του αυταρχισμού, της γεωπολιτικής ανασφάλειας και των ακραίων ανισοτήτων.
Όπου το κεντρικό διακύβευμα της Ευρώπης είναι η στρατιωτικοποίηση.
Με τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες να εντείνονται.
Με τους πλούσιους να συσσωρεύουν πρωτοφανή πλούτο και την πλειοψηφία να αδυνατεί να ανταπεξέλθει.
Να εργάζεται διαρκώς περισσότερο, αλλά να αμείβεται ολοένα και λιγότερο.
Και την ίδια στιγμή η ακροδεξιά ενισχύεται ραγδαία.
Και πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά τι σημαίνει αυτό.
Τον κίνδυνο σε λίγα χρόνια να έχουν θέση στην ηγεσία της πιο στρατιωτικοποιημένης Ευρώπης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι μόνο η Μελόνι, αλλά και η Λεπέν, όπως και οι ηγέτες της βρετανικής και της γερμανικής ακροδεξιάς.
Είναι σαφές ότι από το 2008 και μετά μπήκαμε σε μια εποχή, πολλαπλών και αλληλένδετων κρίσεων και ανασφάλειας.
Σε μια εποχή πολυκρίσης που οδήγησε σε ανασφάλεια και σε μια βαθύτατη αμφισβήτηση της δυνατότητας των δυτικών κρατών να προστατέψουν τους πολίτες τους.
Πρώτα, μια παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομική κρίση.
Λίγα χρόνια μετά, μια παγκόσμια υγειονομική κρίση.
Παράλληλα, μια τεράστια κρίση ασφάλειας, που γέννησαν οι καταστροφικές, με τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, δυτικές επεμβάσεις και πολιτικές στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη, στη Συρία, και την Παλαιστίνη, που οδήγησαν στον θάνατο δεκάδων χιλιάδων.
Και πιο πρόσφατα με την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Και αυτή η κρίση ασφαλείας από τη μία πλευρά, οδήγησε στη χειρότερη προσφυγική και μεταναστευτική κρίση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ενώ από την άλλη πλευρά οδηγηθήκαμε σε μια ενεργειακή κρίση που πυροδότησε την πρωτοφανή κρίση ακρίβειας.
Και βέβαια, όλα αυτά εκτυλίσσονται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κλιματικής κρίσης, η οποία εντάθηκε λόγω της ενεργειακής κρίσης.
Και βλέπουμε να εκτυλίσσεται μια διαμάχη σχετικά με την πράσινη ατζέντα:
Ποιος θα πληρώσει για να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση;
Από αυτές τις κρίσεις οι ακροδεξιές και νεοσυντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης, που επένδυσαν στον φόβο, αναδείχθηκαν πιο ισχυρές.
Επέμειναν στην λιτότητα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης επιδιώκοντας την εκδίωξη της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Απέτρεψαν οποιαδήποτε πρόταση αφορούσε το κοινό ευρωπαϊκό χρέος, την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας ή την φορολόγηση μεγάλων εταιριών για την εξασφάλιση ιδίων ευρωπαϊκών πόρων.
Προώθησαν με κάθε τρόπο μεταναστευτικές πολιτικές που ακυρώνουν την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και θέτουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές.
Υποστήριξαν την εθνική περιχαράκωση με πιο χαρακτηριστικό αποτέλεσμα το Brexit.
Υπονόμευσαν την πράσινη ατζέντα επιδιώκοντας είτε να ακυρωθεί είτε να επιβαρύνει τους πιο αδύναμους.
Και στήριξαν τυφλά τις αμερικανικές επεμβάσεις με όλες τις τραγικές τους συνέπειες αποτρέποντας οποιαδήποτε συζήτηση για μια ισχυρή Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας, που θα καθιστούσε την Ευρώπη δύναμη ειρήνης και σταθερότητας.
Σήμερα, η αδυναμία της Ευρώπης να εμπνεύσει ή να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις μπροστά στις επαναλαμβανόμενες κρίσεις έχει αναδείξει ένα σοβαρό κενό ηγεσίας και κυρίως, οράματος.
Αυτές οι κρίσεις υπονομεύουν το μέλλον της Ευρώπης και απειλούν τις κατακτήσεις των λαών της. Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες εμφανίζονται ως μέρος των κρίσεων, παρά ως μέρος της λύσης.
Παρά τα θετικά αποτελέσματα που είχε ιστορικά η ΕΕ για τους ευρωπαίους πολίτες – όπως η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ειρήνη και η στήριξη της δημοκρατίας – οι δομικές αδυναμίες της, ιδίως μετά την οικονομική κρίση του 2008, διεύρυναν την απόκλιση μεταξύ των χωρών της, και την κατέστησαν ουραγό των γεωπολιτικών εξελίξεων αλλά και του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πληθώρα προκλήσεων σε όλα τα κρίσιμα πεδία: στην οικονομία της, στην εξωτερική της πολιτική, στον τρόπο λειτουργίας της, αλλά κυρίως στην έλλειψη ενός συνεκτικού κοινωνικού συμβολαίου με τους πολίτες της που θα τους έκανε να πιστέψουν στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η πρώτη σοβαρή πρόκληση είναι η εκτεταμένη οικονομική και κοινωνική πίεση στους Ευρωπαίους πολίτες.
Και δεν τη βλέπουμε μόνο σε χώρες όπως η Ελλάδα.
Τη βλέπουμε πλέον στη Γαλλία, ακόμη και στη Γερμανία.
Το κόστος ζωής αυξάνεται σταθερά, με όλο και περισσότερους Ευρωπαίους να ανησυχούν για το πώς θα καταφέρουν να καλύψουν τα έξοδα του νοικοκυριού τους.
Η κρίση αυτή τροφοδοτείται περαιτέρω από την πανευρωπαϊκή στεγαστική κρίση, με το κόστος στέγασης να έχει υπερδιπλασιαστεί από το 2015.
Στη Γαλλία, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επέβαλε η κυβέρνηση γύρισαν μπούμερανγκ σε οικονομικό επίπεδο και δημιούργησαν βαθιά πολιτική αστάθεια μαζί με κοινωνική αναταραχή.
Δεν μπορώ να μην επισημάνω την ειρωνεία ότι ο πρώην Πρωθυπουργός Μπαϊρού, που κατηγορούσε σφοδρά τη δική μου κυβέρνηση και προωθούσε τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις του ως μοναδική σωτηρία για τη Γαλλία, τελικά το μόνο που κατάφερε ήταν να δημιουργήσει ακόμη περισσότερη αστάθεια στη χώρα του.
Το ίδιο παρατηρούμε και στη Γερμανία, που παρουσιάζεται ως η εμπροσθοφυλακή της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με συρρίκνωση του ΑΕΠ, άνοδο του πληθωρισμού και ανεργία που ξεπέρασε το ψυχολογικό όριο των τριών εκατομμυρίων τον περασμένο Αύγουστο.
Αυτό το εκρηκτικό μείγμα αυξανόμενων ανισοτήτων, έλλειψης κοινωνικής συνοχής και πολιτικών απόκλισης αντί σύγκλισης, έχει δημιουργήσει μια βαθιά κοινωνική δυσφορία απέναντι σε ολόκληρο το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και δυστυχώς απέναντι σε αυτήν την προοπτική δεν βλέπουμε προτάσεις για την αλλαγή της οικονομικής αρχιτεκτονικής της ΕΕ ή την ενίσχυση των ευρωπαϊκών κονδυλίων συνοχής, αλλά μόνο τεχνάσματα για τον περιορισμό τους, προς όφελος των κονδυλίων άμυνας.
Η δεύτερη υπαρξιακή απειλή για την Ευρώπη είναι η δημογραφική κρίση.
Η οικονομική και εργασιακή επισφάλεια, το υψηλό κόστος ζωής, η αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους – όλα συντελούν στο να μετατρέπεται η Ευρώπη σε μια γερασμένη ήπειρο.
Η δημογραφική κρίση δεν είναι πολιτισμική. Είναι κυρίως κρίση ελπίδας και προσδοκιών.
Αντί να ρωτάμε “γιατί δεν κάνουν παιδιά οι νέοι;”, πρέπει να ρωτήσουμε:
Τι Ευρώπη έχουμε χτίσει για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους;
Και αντί να ρωτάμε γιατί η οικονομία μας δεν έχει ούτε επάρκεια σε εργατικά χέρια ούτε μια υγιή αγορά εργασίας, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε: πως αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη κυρίαρχη σήμερα μεταναστευτική πολιτική ;
Η τρίτη μεγάλη κρίση είναι η γεωπολιτική.
Το μεταπολεμικό σύστημα δεν βασίστηκε μόνο στη Γιάλτα και στην ισορροπία στρατιωτικής ισχύος των Μεγάλων Δυνάμεων.
Πολυμερείς θεσμοί όπως ο ΟΗΕ και η ΕΟΚ, καθιερώθηκαν σε έναν κόσμο που άφηνε περιθώρια για την ανάπτυξη της πολυμερούς διπλωματίας.
Θεσμοί που ενισχύθηκαν κατά την περίοδο της ύφεσης στον ψυχρό πόλεμο και την Τελική Πράξη του Ελσίνκι.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η μετάβαση σε έναν μονοπολικό κόσμο αποτέλεσε ευκαιρία – μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία- για να καθιερωθεί μια πιο δίκαιη διεθνής τάξη και ένα μοντέλο παγκοσμιοποίησης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο βιώσιμη και δίκαια κατανεμημένη ανάπτυξη.
Σήμερα ωστόσο φαίνεται ότι γυρνάμε ξανά στην εποχή όπου το Διεθνές Δίκαιο δεν αποτελεί σημείο αναφοράς.
Με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ να δηλώνει ξεκάθαρα, ότι αυτό που μετράει πια στον κόσμο μας είναι το «δίκαιο του ισχυρού».
Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις, αντί η ΕΕ να προσεγγίσει την ασφάλειά της σφαιρικά, επιχειρώντας να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος επιλέγει μονοσήμαντα την μετατροπή της οικονομίας της σε πολεμική οικονομία, χωρίς κανένα όραμα για την εξωτερική της πολιτική.
Με ηγετικές της φιγούρες, όπως αυτή του Ολλανδού πρώην πρωθυπουργού και νυν Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, να συμπεριφέρονται απέναντι στον Τραμπ, όπως οι γελωτοποιοί στον βασιλιά.
Και -mμιλώντας για λάθη του παρελθόντος – θέλω να επισημάνω ότι θεωρώ λάθος το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές χώρες αποδέχτηκαν το 2008 την πολιτική ανοιχτών θυρών του ΝΑΤΟ για την Ουκρανία και την Γεωργία, αντί να υποστηρίξουν μια αποκλειστικά ευρωπαϊκή – και όχι Νατοϊκή- προοπτική για τις δύο αυτές χώρες.
Στη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου, η αποδοχή των προτάσεων Μπους από τον Σαρκοζί, ο οποίος καταδικάστηκε πρόσφατα από τα γαλλικά δικαστήρια, και τη Μέρκελ, οδήγησε αυτές τις χώρες σε ένα αδιέξοδο, καθώς εν τέλει έχουν βιώσει τη χειρότερη δυνατή εξέλιξη που θα μπορούσαν να έχουν τα πράγματα.
Από την μία πλευρά στοχοποιήθηκαν από την Ρωσία και από την άλλη πλευρά δεν έχουν λάβει εγγυήσεις από τις χώρες του ΝΑΤΟ για την ασφάλειά τους.
Σήμερα, ορθώς η Ευρώπη στέκεται στο πλευρό του ουκρανικού λαού απέναντι σε μια παράνομη εισβολή, αλλά πολύ κακώς δεν δουλεύει όσο θα έπρεπε για τον τερματισμό του πολέμου και για μια όσο το δυνατόν πιο δίκαιη ειρήνη.
Ενώ εμφανίζεται παντελώς ανίκανη να οικοδομήσει, επιτέλους, μια Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας που να βασίζεται στην στρατηγική της αυτονομία από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Και αδυνατεί να διαχειριστεί ζητήματα ακόμη και της γειτονιάς της.
Όπως η διεύρυνση της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια, η επίλυση του Κυπριακού και η κρίση στη Λιβύη.
Ακόμα και στην περίπτωση της γενοκτονίας στη Γάζα, που συγκλονίζει σήμερα τους πάντες, η ΕΕ δεν βρήκε συλλογικά το θάρρος να επιβάλει κυρώσεις στο Ισραήλ, παρά την ορθή επιλογή πολλών χωρών για αναγνώριση του Παλαιστινιακού κράτους.
Η γεωπολιτική αυτή αποδυνάμωση συνδέεται με την τέταρτη κρίση που είναι εσωτερική: Η κρίση δημοκρατίας και ηγεσίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λειτουργεί όλο και πιο αυταρχικά.
Η Πρόεδρος Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεν εξελέγη από τους πολίτες. Διορίστηκε με παρασκηνιακές συμφωνίες, παρακάμπτοντας τη διαδικασία του Spitzenkandidaten.
Και κυρίως δε φαίνεται να λογοδοτεί στους πολίτες αλλά στις μεγάλες πολυεθνικές του φαρμάκου και των όπλων.
Το αποτέλεσμα; Απογοήτευση. Δυσαρέσκεια. Κρίση εμπιστοσύνης.
Που οδηγούν στην εκρηκτική άνοδο της ακροδεξιάς.
Που υπόσχεται “τάξη”, αλλά εννοεί αποκλεισμό.
Που μίλα για “εθνική κυριαρχία”, αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί φερέφωνο του Τραμπισμού.
Η ειρωνεία είναι ότι πολλά κόμματα της μετριοπαθούς δεξιάς ακόμη και του κέντρου, υιοθετούν μέρος της ρητορικής τους, νομιμοποιώντας τη μισαλλοδοξία στο όνομα του “ρεαλισμού”.
Με όλες τις κρίσεις που ανέφερα λοιπόν, θεωρώ ότι η Ευρώπη γυρίζει πίσω σε συνθήκες Μεσοπολέμου: οικονομική κρίση, κοινωνική διάλυση, πολιτική αδυναμία – με την ακροδεξιά στο προσκήνιο.
Αυτή η ζοφερή κατάσταση δεν είναι απλώς σημείο των καιρών. Ούτε είναι απλώς ένα σημείο καμπής στην ιστορία.
Είναι το άμεσο αποτέλεσμα των επιλογών των πολιτικών ηγεσιών της ηπείρου μας.
Γι’ αυτό θεωρώ αναγκαίο να αναλύσουμε τις αιτίες αυτής της κατάστασης που αφορούν την θεσμική και ιδεολογική συγκρότηση της ΕΕ.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα στη διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης: η ασύμμετρη και ελλιπής φύση της.
Ενώ η ΕΕ προχώρησε στην νομισματική ενοποίηση με τη δημιουργία της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δεν προχώρησε σε οικονομική και πολιτική ενοποίηση.
Αυτή η ανισορροπία έγινε ιδιαίτερα ορατή κατά την κρίση της Ευρωζώνης, όταν οι χώρες του Νότου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, βρέθηκαν αντιμέτωπες με σκληρά μέτρα λιτότητας και την άρνηση κρατών μελών να στηρίξουν τις οικονομίες που δοκιμάζονταν μέσω συντονισμένης δημοσιονομικής πολιτικής και την έκδοση κοινού χρέους.
Δεύτερον, πρέπει να αξιολογήσουμε τις επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού και του μονεταρισμού στο πολιτικό και οικονομικό τοπίο της ΕΕ.
Αντί να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον ή να στηρίζουν ένα κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στους πολίτες και στο κράτος, οι πολιτικές ελίτ υιοθέτησαν ένα οικονομικό μοντέλο που δίνει προτεραιότητα στα κέρδη των λίγων έναντι της ευημερίας των πολλών.
Αυτό το «μονεταριστικό δόγμα» – θεσμοθετημένο μέσα από τις συνθήκες της ΕΕ και την γραφειοκρατική της διακυβέρνηση – προώθησε μια ατζέντα απορρύθμισης, ιδιωτικοποιήσεων και λιτότητας, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση του 2008. Αλλά και νωρίτερα, από σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα την αποξένωση σημαντικών τμημάτων των λαϊκών τάξεων.
Η τρίτη αιτία, είναι η άνευ προηγουμένου διεύρυνση των ανισοτήτων στην ΕΕ.
Το πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού ελέγχει όχι μόνο την οικονομία αλλά και το αφήγημα.
Μέσα από τον έλεγχο των ΜΜΕ, διαιωνίζει τον μύθο ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, αποκλείοντας συστηματικά ή δυσφημώντας κάθε πρόταση δομικής αλλαγής και μεταρρύθμισης ως «λαϊκιστική» ή «ανέφικτη».
Όπως είπε σωστά ο Τομά Πικετί: «Η ανισότητα δεν είναι ούτε οικονομική ούτε τεχνολογική· είναι ιδεολογική και πολιτική».
Οι πολιτικές ελίτ λειτουργούν συχνά ως ιδεολογικοί επιτηρητές ενός οικονομικού δόγματος που υπηρετεί τα συμφέροντα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και εταιρικής ισχύος.
Εν τω μεταξύ, η κοινωνική διάσπαση ενθαρρύνεται: αντί να αντιμετωπιστεί η δομική αδικία, οι εργατικές και μεσαίες τάξεις στρέφονται η μία εναντίον της άλλης, πειθόμενες ότι η δυστυχία τους οφείλεται στους μετανάστες, στις μειονότητες ή στο γεγονός ότι υφίστανται “υπερβολικές” κοινωνικές δαπάνες, όπως λέει ο Ιλον Μασκ, — και όχι στην αφαίμαξη του πλούτου από τις ελίτ.
Φίλες και φίλοι,
Η Ευρώπη πράγματι σήμερα δίνει την εικόνα μιας ηπείρου σε κρίση.
Μια ήπειρος που γερνάει και δεν επενδύει στο μέλλον, αλλά τρέφεται από τις δάφνες του παρελθόντος.
Που αργεί να πάρει αποφάσεις και όταν τις λαμβάνει, ακόμη και αν είναι στη σωστή κατεύθυνση, είναι too little too late.
Για να προσεγγίσω όμως τον τίτλο της σημερινής μου ομιλίας, η απάντησή μου είναι πως:
Όχι, η Ευρώπη δεν είναι μια ήπειρος χωρίς ηγεσία.
Είναι μια ήπειρος με λάθος ηγεσία.
Νεοσυντηρητική, νεοφιλελεύθερη, άτολμη και ανεπαρκή.
Μια ηγεσία που πηγαίνει με κλειστά μάτια στα βράχια.
Για αυτόν τον λόγο, αυτό που έχουμε σήμερα περισσότερο ανάγκη από ποτέ, είναι ένα νέο προοδευτικό ευρωπαϊκό όραμα.
Πρώτος άξονας αυτού του σχεδίου, πρέπει να αφορά την προάσπιση και ενίσχυση των κονδυλίων συνοχής και των πολιτικών σύγκλισης, σε μία περίοδο που η αντιμετώπιση των περιφερειακών και κοινωνικών ανισοτήτων είναι πιο σημαντική από ποτέ.
Σε αυτό το πλαίσιο στη βάση ενός κοινού ευρωπαϊκού πλάνου, πρέπει να αντιμετωπιστεί και το ζήτημα του δημογραφικού στη βάση ενός κοινού οδικού χάρτη.
Όπως έχει πει ο Τόνι Μπεν: «Αν μπορούμε να βρούμε χρήματα για να σκοτώνουμε ανθρώπους, μπορούμε να βρούμε χρήματα και για να βοηθάμε ανθρώπους».
Η κοινωνική συνοχή της ΕΕ είναι η πιο σημαντική πολιτική για την ασφάλειά της.
Μια Ευρώπη χωρίς κοινωνική συνοχή είναι πολύ πιο ευάλωτη και ασθενέστερη σε εξωτερικές επιθέσεις από μια Ευρώπη χωρίς αρκετά όπλα.
Ο δεύτερος άξονας πρέπει να αφορά τους στρατηγικούς τομείς προτεραιότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Και εδώ είναι αναγκαίο να επανέλθουμε στη συζήτηση που είχε ανοίξει μετά το τέλος της πανδημίας για μια νέα αναπτυξιακή και επενδυτική πορεία για την Ευρώπη, η οποία, δυστυχώς, υπονομεύθηκε πλήρως από την πολεμική ατζέντα του τελευταίου έτους.
Ακόμη και ο Μάριο Ντράγκι, ένα χρόνο μετά την δημοσίευση της έκθεσής του, τόνισε ότι, το εμπορικό ισοζύγιο της ΕΕ με την Κίνα αυξήθηκε κατά 20% φέτος, εις βάρος της Ευρώπης. Ενώ οι η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ σε συνδυασμό με τις αποφάσεις για αυξημένες αμυντικές δαπάνες όχι για συμπαραγωγή, κυρίως για αγορά αμερικανικού πολεμικού υλικού, έχουν ως αποτέλεσμα να γίνει ακόμα πιο δύσκολη η εφαρμογή των προτάσεών του.
Η Ευρώπη είπε, έχει πια ανάγκη για επενδύσεις ύψους 1,2 τρις κάθε χρόνο, αντί για 800 δις κάθε χρόνο, που είχε προτείνει.
Με σχεδόν διπλάσιο πλέον το ποσοστό που θα πρέπει πια να επιβαρύνει το δημόσιο.
Και αυτά τα λέει ο Ντράγκι που φαντάζομαι δεν είναι εύκολο να τον κατηγορήσετε ούτε για σοσιαλιστή ούτε για ριζοσπάστη.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, δημόσιες επενδύσεις όχι μόνο για αγορές εξοπλισμών που θα δυναμώσουν την οικονομία των ΗΠΑ, αλλά για μια νέα βιομηχανική στρατηγική.
Μια βιομηχανική στρατηγική που θα επικεντρώνεται στην υψηλή τεχνολογία, την έρευνα και την καινοτομία. Και που θα λαμβάνει υπόψιν και θα αξιοποιεί την τεράστια πρόοδο στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης.
Τρίτος άξονας πρέπει να είναι η διεύρυνση του μηχανισμού έκδοσης κοινού χρέους, που θεσπίστηκε στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Μια πρόταση που κατέθεταν για χρόνια οι προοδευτικές δυνάμεις, εξασφαλίστηκε τη περίοδο της πανδημίας και αποτελεί ίσως το πιο επιτυχημένο παράδειγμα ευρωπαϊκής πολιτικής τα τελευταία χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να στηρίξουμε τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Υπουργείου Οικονομικών που θα εκδίδει κοινό χρέος με στόχο τη χρηματοδότηση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης.
Στην ενέργεια και την άμυνα, τη πράσινη μετάβαση, την έρευνα και την καινοτομία, τις υποδομές, τη στήριξη της κοινωνικής συνοχής.
Ο τέταρτος άξονας πρέπει να στοχεύει στη δημιουργία επιπλέον δημοσιονομικού χώρου για τις οικονομίες μας, με την στήριξη της αύξησης του ορίου χρέους, με αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, ώστε από το 60% να πάμε στο 100% του ΑΕΠ.
Ο πέμπτος άξονας, πρέπει να είναι η ουσιαστική δημιουργία Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της ΕΕ, στην κατεύθυνση της στρατηγικής αυτονομίας από τις ΗΠΑ.
Με στόχο η ΕΕ να καταστεί δύναμη ειρήνης και σταθερότητας σε μια εποχή κλιμακούμενων συγκρούσεων και αποσταθεροποίησης.
Ο έκτος άξονας αφορά την κλιματική κρίση και τη βιωσιμότητα. Πρόκειται για την μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε ως ανθρώπινο είδος.
Αλλά χρειαζόμαστε μια πραγματικά δίκαιη μετάβαση στην πράσινη ατζέντα.
Η οποία δεν θα μετακυλίει τα βάρη στους αδύναμους, ενώ οι «πράσινοι» καπιταλιστές θα γίνονται πλουσιότεροι.
Και τέλος, έβδομος άξονας -και ίσως πιο κρίσιμος για να υλοποιηθούν οι παραπάνω- η μετεξέλιξη της θεσμικής συγκρότησης της ΕΕ, ώστε να δίνεται η δυνατότητα σε κράτη μέλη που το επιθυμούν, να εμβαθύνουν τη συνεργασία τους σε επιμέρους τομείς, όπου άλλα μέλη δεν έχουν την ίδια βούληση.
Γιατί είναι προφανές ότι μεταξύ 27 χωρών μελών δεν είναι καθόλου εύκολο να διατηρηθούν κοινοί στόχοι σε όλους τους τομείς.
Το είδαμε αυτό άλλωστε κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης, όταν η ομάδα του Βίσεγκραντ έθετε βέτο σε αποφάσεις βασισμένες, στο πλαίσιο των ιδρυτικών αξιών της ΕΕ,
Φίλες και φίλοι,
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μία προοδευτική στρατηγική για μια άλλη Ευρώπη.
Βιώσιμη, δίκαιη, ανταγωνιστική στο διεθνή καταμερισμό.
Ωστόσο καμία στρατηγική και κανένα όραμα δε μπορεί να προχωρήσει αν πρώτα δεν εμπνέει και δεν κινητοποιεί αυτούς που αφορά άμεσα.
Σε μια εποχή που οι ανισότητες διευρύνονται.
Όσο ο κόσμος μας γίνεται ολοένα και πιο άνισος, πιο αυταρχικός, πιο βίαιος, εμείς πρέπει να ξαναθυμηθούμε τις μεγάλες εκείνες αξίες που κινητοποίησαν τους λαούς και έφεραν τις μεγάλες επαναστάσεις και τις μεγάλες αλλαγές στην ήπειρό μας.
Ισότητα- ελευθερία – αδελφοσύνη, όπως διακήρυτταν οι πρόγονοί σας.
Δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, αξίες για τις οποίες πολλοί αγωνίστηκαν σε κάθε γωνιά της Ευρώπης, όπου οι λαοί πήραν τις τύχες στα χέρια τους.
Γιατί όλα αυτά σήμερα, οι ίδιες οι αξίες του διαφωτισμού, είναι εκ νέου ζητούμενα.
Και υπό αυτή την έννοια η ευρωπαϊκή ήπειρος θα αποκτήσει ξανά αποτελεσματική ηγεσία, μόνο αν οι ηγέτες της εμπνέονται αληθινά από αυτές τις αξίες και αποφασίσουν να συγκρουστούν με την ολιγαρχία του πλούτου προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Μια προοδευτική ηγεσία αποφασισμένη να προωθήσει ριζοσπαστικές αλλαγές προς όφελος των πολλών.
Και επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο δυο λόγια για την Ελληνική κρίση.
Η αριστερά στην Ελλάδα ανέλαβε τη διακυβέρνηση σε μια οικονομία που είχε χάσει το 25% του ΑΕΠ της, όπως στις ΗΠΑ στην Μεγάλη Ύφεση του 1929, ενώ η ανεργία ήταν στο 26%.
Δηλαδή σε μια χώρα που αντιμετώπιζε ανθρωπιστική κρίση.
Καταφέραμε, όμως, να βγάλουμε την πατρίδα μας από αυτήν τη κρίση, να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη, να ρυθμίσουμε το χρέος της, ώστε σήμερα να είναι προστατευμένη από τις διεθνείς αγορές.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι το πετύχαμε προστατεύοντας ταυτόχρονα τους πιο κοινωνικά αδύναμους.
Για αυτό τον λόγο, άλλωστε στις εκλογές του 2019 πήραμε 32% με σημαντική πλειοψηφία στις λαϊκές γειτονιές και τη νεολαία.
Πολλοί λένε ότι η αριστερά δε θα έπρεπε να αναλάβει αυτό το δύσκολο έργο της σταθεροποίησης των δημόσιων οικονομικών. Της μείωσης των ελλειμάτων και του χρέους.
Ότι έπρεπε να το αφήσει στη δεξιά.
Όσοι το πιστεύουν αυτό δεν έχουν παρά να δουν τα στατιστικά στοιχεία στην Ελλάδα τη περίοδο που κυβερνούσε η αριστερά και ήταν υποχρεωμένη να βγάλει τη χώρα από τη χρεοκοπία, σε σύγκριση με τη μετέπειτα περίοδο που κυβερνάει η δεξιά, με την οικονομία να έχει πολύ μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια.
Θα περίμενε κανείς ότι ακόμη και μια κεντροδεξιά κυβέρνηση με τόσο μεγάλα οικονομικά περιθώρια θα βελτίωνε τους κοινωνικούς δείκτες, το ποσοστό του πληθυσμού στο όριο της φτώχειας.
Ενώ αντίθετα ακόμη και μια αριστερή κυβέρνηση θα είχε αποτύχει να συγκρατήσει την επιδείνωση των κοινωνικών δεικτών, σε συνθήκες καθοδικού οικονομικού κύκλου.
Κι όμως συνέβη το ακριβώς αντίθετο.
Τη περίοδό μας μειώθηκε το ποσοστό του πληθυσμού σε φτώχεια, ενώ σήμερα αυξάνεται.
Τη περίοδό μας αυξήθηκε το εισόδημα στη πλειονότητα του πληθυσμού, με τη μεγαλύτερη αύξηση κατά 45% στο πιο φτωχό 10% του πληθυσμού.
Ενώ μειώθηκε το εισόδημα του 10% των πιο πλούσιων.
Κατά τη διακυβέρνηση της δεξιάς, συνέβη το αντίθετο.
Μειώθηκε το εισόδημα του πιο φτωχού 10%, κατά 8,1% και αυξήθηκε το εισόδημα του πιο πλούσιου 10%, κατά 13%.
Τι σημαίνουν όλα αυτά ;
Ότι για τη κοινωνική πλειοψηφία, η αριστερά είναι χρήσιμη, ακόμη περισσότερο και ιδίως θα έλεγα, στα δύσκολα.
Η αριστερά όμως που δεν το βάζει στα πόδια στις δυσκολίες.
Η αριστερά που πατάει τα πόδια της στη γη και δεν αρκείται να διαμαρτύρεται, να καταγγέλλει και να αντιστέκεται, αλλά τολμά να πάρει την ευθύνη της διακυβέρνησης προκειμένου να υπηρετήσει τα συμφέροντα των πολλών.
Το ίδιο ισχύει και για τη Γαλλία, όπου παρακολουθούμε την κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου πειράματος.
Παρά τις υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις, η κυβέρνηση προέβη σε φορολογικές μειώσεις για τους πλούσιους και σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία για τους πολλούς, ανοίγοντας το δρόμο στην ακροδεξιά.
Η αριστερά όμως, τώρα είναι περισσότερο από ποτέ χρήσιμη στη πλειοψηφία της γαλλικής κοινωνίας.
Όχι μόνο για να διαμαρτύρεται.
Ούτε βέβαια για να αγνοεί τη πραγματικότητα.
Αλλά για να βγάλει την κοινωνία και τη χώρα από την κρίση, εξασφαλίζοντας ότι τα βάρη θα διανεμηθούν δίκαια αντί να μετακυλίονται στους μισθωτούς, στους νέους και στους συνταξιούχους.
Όπως πρότεινε πρόσφατα ο Γκαμπριέλ Ζουκμάν, χρειαζόμαστε ένα φόρο πλούτου προσαρμοσμένο στον 21ο αιώνα — ένα δίκαιο, εφαρμόσιμο φόρο στους υπερ-πλούσιους, με περιουσία άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ, που ωφελήθηκαν από τις παραχωρήσεις του Μακρόν.
Κάποιοι από αυτούς, έμαθα του επιτέθηκαν, όπως ο δισεκατομμυριούχος Αρνό.
Λογικό είναι.
Τον είπαν ακραίο και ανεύθυνο.
Άλλα αν το σχέδιό του είναι ριζοσπαστικό είναι ταυτόχρονα δίκαιο και υπεύθυνο.
Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανευθυνότητα, μεγαλύτερη έλλειψη πατριωτισμού και αίσθησης συλλογικής ευθύνης, από το να βλέπεις τη χώρα σου να γκρεμίζεται και να μην θέλεις να βάλεις πλάτη να σωθεί, αν και μπορείς.
Και ο μόνος τρόπος για να σωθεί είναι η αποκατάσταση της δικαιοσύνης και της κοινωνικής συνοχής.
Διότι η πολιτική που δεν ακουμπά τον μεγάλο πλούτο, δεν μειώνει τα ελλείμματα, αλλά αναδιανέμει τον πλούτο προς τα πάνω.
Δεν προστατεύει τη δημοκρατία, αλλά ανοίγει την πόρτα στους εχθρούς της.
Και η άνοδος της άκρας δεξιάς στη Γαλλία δεν είναι τυχαίο φαινόμενο, είναι συνέπεια.
Συνέπεια ενός συστήματος που προσποιείται ότι είναι τεχνοκρατικό, ενώ είναι βαθιά ιδεολογικό. Ένα σύστημα που έχασε την εμπιστοσύνη των εργαζομένων, της νεολαίας και της μεσαίας τάξης.
Αγαπητοί φίλοι,
Απέναντι σε αυτό το νεοφιλελεύθερο σύστημα.
Αλλά και απέναντι στο ακόμη χειρότερο της ακροδεξιάς που μας απειλεί να το αντικαταστήσει, η απάντηση δε μπορεί να είναι η φυγή από τη πραγματικότητα.
Είναι η κινητοποίηση των κοινωνιών μας.
Πρέπει να κινητοποιηθούμε γύρω από έναν νέο πατριωτισμό για δικαιοσύνη στις χώρες μας.
Έναν νέο πατριωτισμό που να είναι συμπεριληπτικός, ηθικός, οικονομικός και κοινωνικός.
Έναν νέο πατριωτισμό βασισμένο στην αποφασιστικότητα να αντισταθούμε στα μεγάλα συμφέροντα των ισχυρών και των ολιγαρχών.
Και να τους κάνουμε να πληρώσουν.
Να ενισχύσουμε τις κοινωνίες και τις οικονομίες μας και να προστατεύσουμε τη δημοκρατία.
Και πέρα από τις χώρες μας, πρέπει να αγωνιστούμε για έναν νέο διεθνισμό και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, για την ειρήνη και ενάντια στην ακροδεξιά.
Και να διεκδικήσουμε την ηγεσία της Ευρώπης.
Με ένα σχέδιο ριζικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για την Ευρώπη της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Και εδώ, στα Πανεπιστήμια, η ελευθερία του να πιστεύεις, του να αμφισβητείς τα καθιερωμένα όρια και να αγωνίζεσαι, είναι ισχυρότερη.
Δεν είναι τυχαίο αυτό που συνέβη στη Σορβόννη το ’68.
Ή ότι η δημοκρατία στη χώρα μου τη δεκαετία του ’70 ήλθε μετά τον αγώνα των φοιτητών στο Πολυτεχνείο.
Ή ότι σήμερα ο πρώτος στόχος του Ντόναλντ Τραμπ είναι να ελέγξει τα αμερικανικά πανεπιστήμια
Πρέπει να αναβιώσουμε σήμερα το παλιό σύνθημα του Μάη του ’68: Είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκουμε το αδύνατο.
Και πρέπει να σταθούμε απέναντι στην προσπάθεια των κυρίαρχων ελίτ, πολιτικών ηγεσιών να αποφασίζουν αυτές τι είναι αδύνατο.
Δείτε ακόμα:
- Ισραήλ: Διάβημα του ΥΠΕΞ για τους Έλληνες που κρατούνται ως μέλη του στολίσκου
- Σκανδαλώδης παρέμβαση Άδωνι στο ιατρικό απόρρητο του Ρούτσι