Στην καρδιά της Αθήνας, ανάμεσα στο Πολεμικό Μουσείο και το Λύκειο του Αριστοτέλη, δεσπόζει το Βυζαντινό Μουσείο. Στεγασμένο στο εμβληματικό μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας, ένα νεοκλασικό οικοδόμημα του 19ου αιώνα που σχεδίασε ο Σταμάτης Κλεάνθης, το μουσείο αυτό φιλοξενεί μία από τις σημαντικότερες συλλογές βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης στην Ευρώπη. Η περιήγηση στους χώρους του αποκαλύπτει μια συναρπαστική αφήγηση για τη μετάβαση από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο στον μεσαιωνικό Ελληνισμό, και για τον συνεχή διάλογο μεταξύ του παγανιστικού και του χριστιανικού στοιχείου.
- Από την
Ιωάννα Τσέφλιου
Στις πρώτες αίθουσες της έκθεσης η ματιά του επισκέπτη πέφτει πάνω σε μαρμάρινες ανάγλυφες σαρκοφάγους και τραπεζοφόρους, οι οποίοι φέρουν διακοσμήσεις με μυθολογικά μοτίβα: ο Ερμής Κριοφόρος, ο Ορφέας που μαγεύει τα ζώα, ο Ηρακλής και οι Διόσκουροι. Οι μορφές αυτές, παρότι ειδωλολατρικές, εμφανίζονται σε συμφραζόμενα που θυμίζουν χριστιανικές παραστάσεις. Ο Ορφέας παραπέμπει στον Χριστό-Ποιμένα, ενώ η μορφή του Κριοφόρου ενσωματώνεται σταδιακά στην εικονογραφία του Καλού Ποιμένα. Η τέχνη αυτής της περιόδου χαρακτηρίζεται από μια αισθητική και ιδεολογική μετάβαση: από τη φυσιοκρατία της ελληνορωμαϊκής τέχνης στην αφαιρετικότητα και τη συμβολικότητα της χριστιανικής απεικόνισης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σαρκοφάγος από τη Σινταμάρα της Μικράς Ασίας, πλούσια διακοσμημένη με μορφές των Μουσών, που μαρτυρά την επιβίωση της κλασικής θεματολογίας ακόμη και σε χριστιανικά συμφραζόμενα. Την ίδια στιγμή, μία προτομή γυναίκας ιέρειας από την Ισιβαρδία Μικράς Ασίας, χρονολογούμενη στον 4ο αιώνα, αναδεικνύει την προσωρινή και αμφιλεγόμενη παρουσία των γυναικών σε ιερατικά αξιώματα κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού.

Αξιοσημείωτο είναι το σύνολο αρχιτεκτονικών μελών από παλαιοχριστιανικούς ναούς της Αθήνας, όπως η βασιλική του Ιλισού και ο ναός της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, ο οποίος ανεγέρθηκε εντός του Παρθενώνα τον 6ο αιώνα.
Η εκκλησία αυτή, αφιερωμένη στην Παναγία, αντικατέστησε τον αρχαίο ναό της Αθηνάς Παρθένου, σηματοδοτώντας τη μεταφορά της έννοιας της «παρθενίας» από την αρχαία θεά στη Θεοτόκο. Δεν πρόκειται για απλή αντικατάσταση, αλλά για έναν ιδεολογικό και συμβολικό μετασχηματισμό, που αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο ο χριστιανισμός ενσωμάτωσε, ανέτρεψε ή μετέπλασε την αρχαία ελληνική παράδοση.

Η μετάβαση αυτή ενισχύεται και από τη χρήση αρχαίων αρχιτεκτονικών μοτίβων στη χριστιανική τέχνη: επιστύλια με σταυρούς, ρόδακες, ανθέμια, αλλά και ολόσωμοι σταυροί με φυτικά διακοσμητικά στοιχεία. Σε κάποιες σαρκοφάγους, όπως αυτή που βρέθηκε στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, ο αρχαιοπρεπής διάκοσμος συνδυάζεται με τα νέα σύμβολα της πίστης, δημιουργώντας ένα υβριδικό εικονογραφικό λεξιλόγιο.
Σε άλλες αίθουσες εκτίθενται ταφικά μνημεία με κτερίσματα: πήλινα αγγεία, λυχνάρια, κοσμήματα, που τοποθετούνταν στους τάφους. Αυτά τα αντικείμενα αποδεικνύουν τη συνέχεια των ταφικών εθίμων από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο, διατηρώντας πρακτικές όπως η προσφορά δώρων στον νεκρό. Παράλληλα, επιτύμβιες στήλες με αετωματική απόληξη και επιγραφές σε ελληνική γλώσσα υποδηλώνουν όχι μόνο την επιβίωση της ελληνικής, αλλά και τη σταδιακή επικράτησή της έναντι της λατινικής στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος.

Το μουσείο φιλοξενεί περισσότερα από 30.000 εκθέματα, από παλαιοχριστιανικές τοιχογραφίες μέχρι φορητές εικόνες, ψηφιδωτά, κεραμικά, μεταλλοτεχνήματα, χειρόγραφα, νομίσματα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Εντυπωσιακές είναι οι τοιχογραφίες της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, καθώς και εικόνες της Κρητικής και της Επτανησιακής Σχολής, όπως έργα των Μπαθά, Δαμασκηνού, Θεοφάνη του Κρητός και Εμμανουήλ Τζάνε.

Οι βυζαντινές εικόνες, παρά τη στατικότητα και την αυστηρή μετωπικότητά τους, δεν αποσκοπούν σε ρεαλιστική αναπαράσταση αλλά σε θεολογική ερμηνεία. Η τέχνη γίνεται φορέας του μεταφυσικού, και οι μορφές, με έντονο βλέμμα και αφαιρετικό περιβάλλον, αναδύονται ως πνευματικά σύμβολα. Ο Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος, συγγραφέας και φοιτητής Ιστορίας Ελληνικού Πολιτισμού του ΕΑΠ, που γνωρίζει σε βάθος το Βυζαντινό Μουσείο και την Ιστορία του, σημειώνει εύστοχα στην «δημοκρατία» πως «η εικόνα λειτουργεί ως βιβλίο των αγραμμάτων», καθώς μεταδίδει το δόγμα και την παράδοση ακόμη και σε εκείνους που δεν μπορούν να διαβάσουν.
Ιδιαίτερα εκθέματα που κοσμούν το Βυζαντινό Μουσείο
Μεταξύ των πιο σπάνιων και ιδιαίτερων εκθεμάτων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου ξεχωρίζουν οι μαρμάρινες εικόνες, μια κατηγορία έργων που συνδυάζει τον ανθεκτικό χαρακτήρα του γλυπτού υλικού με τις απαιτήσεις της εικονογραφικής πνευματικότητας. Ιδιαίτερη θέση κατέχει η Παναγία Βρεφοκρατούσα από τη Θεσσαλονίκη, έργο του 12ου αιώνα, η οποία παρουσιάζει την Παρθένο με τον Χριστό σε μια γλυπτική εκδοχή της γνωστής εικονογραφικής σύνθεσης.

Παράλληλα, η Παναγία Δεομένη από την Αθήνα του 11ου αιώνα προβάλλει τη Θεοτόκο σε στάση ικεσίας, με τα χέρια υψωμένα προς τον ουρανό – σύμβολο μεσιτείας και πνευματικής εγγύτητας. Η επιλογή του μαρμάρου ως μέσου απεικόνισης της ιερής μορφής δεν αποτελεί απλώς επιστροφή σε ένα αρχαιοπρεπές υλικό, αλλά φανερώνει τη διαρκή διάθεση του βυζαντινού ανθρώπου να γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν, να ενσωματώνει το υλικό της αρχαιότητας στην υπηρεσία μιας νέας θεολογικής και αισθητικής γλώσσας. Οι μορφές των δύο αυτών Παναγιών, ενώ είναι σμιλευμένες με σεβασμό στην παλαιότητα του υλικού, διατηρούν τη λιτότητα και τον εσωτερικό δυναμισμό της βυζαντινής πνευματικότητας.
Ακόμη πιο εντυπωσιακός είναι ο τρόπος με τον οποίο μυθολογικά στοιχεία διατηρούνται στο Βυζαντινό Μουσείο, έστω και με συμβολικό ή διακοσμητικό χαρακτήρα, στη χριστιανική τέχνη. Το πλακίδιο με την Αφροδίτη, έργο του 6ου αιώνα, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτισμικής επιβίωσης. Η θεά της ομορφιάς απεικονίζεται σε στάση ανάδυσης ή κοσμητικού λουτρού, σε ένα μοτίβο που παραπέμπει ευθέως στην αρχαία ελληνική γλυπτική. Παρότι η χρήση της μορφής αυτής σε χριστιανικό συμφραζόμενο φαντάζει εκ πρώτης όψεως παράδοξη, στην πραγματικότητα αντανακλά τη βραδεία και σύνθετη μετάβαση από τον παγανισμό στον χριστιανισμό.

Η ύπαρξη τέτοιων θεμάτων δεν σημαίνει λατρεία του παλαιού, αλλά μάλλον εικαστική ανακύκλωση, έναν τρόπο διατήρησης της αισθητικής και τεχνικής κληρονομιάς μέσα σε ένα νέο ιδεολογικό πλαίσιο. Το εν λόγω πλακίδιο λειτουργεί σχεδόν ως αρχετυπική εικόνα της μετάβασης: η Αφροδίτη, άλλοτε σύμβολο του έρωτα και της σωματικής ομορφιάς, επανερμηνεύεται ως ανάμνηση μιας άλλης κοσμοαντίληψης που πλέον δεν κυριαρχεί, αλλά υποχωρεί μέσα στη νέα θρησκευτική εμπειρία.
Αναπαραστάσεις στο Βυζαντινό Μουσείο
Τα εκθέματα στο Βυζαντινό Μουσείο δεν περιορίζονται μόνο σε θρησκευτικά έργα. Λειτουργικά σκεύη, σταυροί, άμφια, σφραγίδες, κοσμήματα, ειλητάρια και χειρόγραφα παρουσιάζουν την καθημερινότητα του Βυζαντινού ανθρώπου, σε όλες τις πτυχές της ζωής: λατρευτικές, κοινωνικές, διοικητικές. Πολλά προέρχονται από πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας όπως η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Κύπρος και η Αίγυπτος, καταδεικνύοντας την πολιτισμική και γεωγραφική ποικιλία του βυζαντινού κόσμου.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει στο Βυζαντινό Μουσείο αγιογράφηση από το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου στο Σπήλαιο των Αμώμων (γνωστό και ως «σπηλιά του Νταβέλη»), ένα μνημείο που φανερώνει πτυχές της μεταβυζαντινής θρησκευτικότητας και της λαϊκής ευσέβειας. Τοιχογραφίες από λιγότερο γνωστά παρεκκλήσια ή εξωκλήσια μαρτυρούν τον τοπικό χαρακτήρα της βυζαντινής τέχνης και την ποικιλομορφία των τεχνικών.
Ο εκθεσιακός χώρος περιλαμβάνει επίσης αναπαραστάσεις εσωτερικών ναών, με τέμπλα, βημόθυρα, κιονόκρανα, θωράκια και επιστύλια. Μέσα από αυτά, ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται ότι ο βυζαντινός ναός συνιστά μικρογραφία του σύμπαντος, μια δομή θεολογικά φορτισμένη, όπου κάθε στοιχείο έχει σημασία: το ιερό, ο νάρθηκας, ο τρούλος, οι εικόνες, όλα συμμετέχουν στη λειτουργία και την πνευματική εμπειρία του πιστού.

Η ελληνική γλώσσα αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του Βυζαντίου, αντικαθιστώντας σταδιακά τη λατινική και καθιερώνοντας έναν νέο γλωσσικό ιδιωματισμό που θα οδηγήσει στην εξέλιξη της νεότερης ελληνικής. Μέσα από τα αντιγραφικά εργαστήρια σε μοναστήρια και αστικά κέντρα, όπως η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη, διασώθηκε μεγάλο μέρος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, από τον Ομηρο έως τον Πλάτωνα.
Η αναβίωση του φιλοσοφικού στοχασμού δεν απουσίασε: ο Ψελλός, ο Φώτιος, ο Πλήθων Γεμιστός μελέτησαν και ενσωμάτωσαν την αρχαιοελληνική σκέψη στο βυζαντινό πνεύμα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε τοιχογραφίες του Αγίου Ορους εμφανίζονται μορφές όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης με χαρακτηριστικά αγιογραφίας. Η ελληνοχριστιανική σύνθεση δεν είναι ιδεολογικό σχήμα του 20ού αιώνα, αλλά υπαρκτό και σύνθετο πολιτισμικό φαινόμενο ήδη από τη βυζαντινή εποχή.
Το Βυζαντινό Μουσείο και η ίδρυσή του συνδέεται άμεσα με τη δράση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε το 1884 με πρωτεργάτη τον Γεώργιο Λαμπάκη. Η Εταιρεία συνέλεξε και κατέγραψε πλήθος χριστιανικών αρχαιοτήτων, συμβάλλοντας καθοριστικά στη συγκρότηση του Βυζαντινού Μουσείου, που άνοιξε επίσημα το 1923. Στο πνεύμα της Μεγάλης Ιδέας και του εθνικού αφυπνισμού, η βυζαντινή κληρονομιά επανεκτιμήθηκε ως φορέας ελληνικότητας και πολιτισμικής συνέχειας.

Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο δεν είναι απλώς ένας εκθεσιακός χώρος, αλλά ένα πολιτισμικό σύμβολο. Μέσα από τα εκθέματα και την αφήγησή του μας υπενθυμίζει ότι η ελληνικότητα δεν τελειώνει με την αρχαιότητα, αλλά συνεχίζει να μετασχηματίζεται, να ανανεώνεται και να εκφράζεται με νέους τρόπους – ένας ζωντανός οργανισμός που διαπερνά τους αιώνες.
Πηγή: Εφημερίδα Δημοκρατία