Μπορεί η κυβέρνηση να επιμένει στο αφήγημα περί «σύγχρονου και ανθεκτικού ΕΣΥ», ωστόσο τα ίδια τα επίσημα στοιχεία αποδομούν πλήρως αυτήν την εικόνα. Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για την υγεία και τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών έως 15 ετών, που δημοσιεύθηκε το 2024 και αφορά τα εισοδήματα του 2023, η πρόσβαση στις βασικές υπηρεσίες υγείας για τα παιδιά στη χώρα μας παραμένει προβληματική -σε κάποιες περιπτώσεις, τραγικά ανεπαρκής.
Παρότι το 98,9% των παιδιών εμφανίζει πολύ καλή ή καλή υγεία, η πραγματικότητα πίσω από αυτόν τον αριθμό κρύβει σιωπηρές αποτυχίες. Το 45,9% των νοικοκυριών που έχουν παιδί έως 15 ετών χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία μέσα στο προηγούμενο έτος. Από αυτά, ένα μικρό αλλά σημαντικό ποσοστό (0,6%) δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την αναγκαία φροντίδα. Και ο λόγος; Στο 87,7% των περιπτώσεων, ήταν η αδυναμία εύρεσης έγκαιρου ραντεβού -οι περίφημες «λίστες αναμονής», το διαχρονικό σύμπτωμα της απορρύθμισης του συστήματος υγείας.
Είναι αποκαλυπτικό ότι οι καθυστερήσεις αυτές δεν αφορούν μόνο ειδικές περιπτώσεις ή σπάνια περιστατικά, αλλά βασικές ανάγκες φροντίδας. Αντίστοιχη εικόνα καταγράφεται και στην οδοντιατρική και ορθοδοντική περίθαλψη: 1 στα 3 παιδιά χρειάστηκε τέτοιου είδους φροντίδα, αλλά στο 3,3% των περιπτώσεων αυτή δεν παρασχέθηκε -και εδώ ο κύριος λόγος ήταν οικονομικός, σε ποσοστό 84,9%.
Ενώ η κυβέρνηση προωθεί εικόνα ευημερίας και «κοινωνικής μέριμνας», χιλιάδες γονείς σε ολόκληρη τη χώρα βλέπουν τα παιδιά τους να μπαίνουν σε λίστες αναμονής, να χάνουν κρίσιμες θεραπείες, ή να στερούνται ιατρική και οδοντιατρική φροντίδα επειδή δεν αντέχουν το κόστος. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στα παιδιά. Η ίδια έρευνα αποκαλύπτει ότι το 38,2% των νοικοκυριών με μέλος που χρήζει κατ’ οίκον φροντίδας από επαγγελματίες υγείας, δεν την λαμβάνει στον απαιτούμενο βαθμό ή και καθόλου. Και πάλι, ο βασικός λόγος είναι η αδυναμία να ανταποκριθούν στο κόστος, σε ποσοστό 70,9%.
Η έκθεση αυτή δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Αντί η πολιτεία να ενισχύσει τη δημόσια υγεία, φαίνεται να την εγκαταλείπει, αφήνοντας πίσω τις πιο ευάλωτες ομάδες — τα παιδιά, τους ηλικιωμένους, τους ασθενείς. Οι αριθμοί δεν ψεύδονται: ο κρατικός μηχανισμός αποτυγχάνει να προσφέρει στοιχειώδη φροντίδα στους πολίτες, ακόμη και όταν πρόκειται για τα παιδιά τους.
Η δημόσια υγεία, ειδικά σε ό,τι αφορά τα παιδιά, δεν είναι πολυτέλεια ούτε πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Είναι καθρέφτης του κράτους και, με βάση αυτά τα στοιχεία, ο καθρέφτης αυτός δείχνει ένα σύστημα ανεπαρκές, επιβαρυμένο και ταξικά άνισο -με ευθύνη σαφώς πολιτική.