Όσο η τεχνητή νοημοσύνη εξελίσσεται και γίνεται πιο έξυπνη, τόσο μεγαλώνει η ανάγκη για ανθρώπους που μπορούν να τη χειριστούν, να τη διαχειριστούν και κυρίως να σκεφτούν κριτικά.
Κι όμως, όπως φαίνεται, αυτή η ανάγκη προσκρούει σε μια ανησυχητική πραγματικότητα: μια νέα γενιά που κινδυνεύει να απολέσει τη δεξιότητα του ίδιου του στοχασμού.
Ο CEO της Amazon, Άντι Τζάσι, προκάλεσε πρόσφατα αίσθηση με υπόμνημά του προς τους εργαζομένους, στο οποίο παραδέχεται ευθέως ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα αντικαταστήσει θέσεις εργασίας. Όχι όλες, αλλά πολλές, ιδίως εκείνες που περιλαμβάνουν «μηχανική» εργασία, επαναλαμβανόμενα καθήκοντα, χωρίς απαιτήσεις σκέψης ή δημιουργικότητας. Αντί αυτών, οι εργαζόμενοι του αύριο θα πρέπει να είναι ικανοί να συνεργάζονται με την ΑΙ, να σκέφτονται στρατηγικά και να επινοούν τρόπους να την αξιοποιούν δημιουργικά.
Όμως, εδώ αρχίζει το πρόβλημα: η νέα γενιά δεν εκπαιδεύεται να σκέφτεται. Αντιθέτως, μαθαίνει να «φορτώνει» αλλού τη σκέψη, κυριολεκτικά. Ο όρος «cognitive offloading» περιγράφει το φαινόμενο όπου αναθέτουμε σε τεχνολογικά μέσα τη διανοητική εργασία: από το να θυμόμαστε αριθμούς τηλεφώνου, μέχρι το να γράφουμε εργασίες και να λύνουμε προβλήματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο εγκέφαλος, όπως και ένας μυς που δεν εξασκείται, ατροφεί.
Επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι η χειρόγραφη καταγραφή σημειώσεων ενεργοποιεί πολύ περισσότερες περιοχές του εγκεφάλου σε σύγκριση με την πληκτρολόγηση. Η γραφή με το χέρι ενισχύει τη μνήμη, την κατανόηση και τη σύνθεση της πληροφορίας. Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι μαθητές και φοιτητές σήμερα κρατούν σημειώσεις, αν το κάνουν καν, σε λάπτοπ ή τάμπλετ. Και σε λίγο, ούτε αυτό, καθώς εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης θα αναλαμβάνουν τη σύνοψη διαλέξεων και συναντήσεων. Το πρόβλημα; Η πληροφορία περνά αλλά δεν μένει και ο εγκέφαλος μένει αδρανής.
Πολλοί φοιτητές πλέον δεν γράφουν εργασίες, τις ζητούν από AI. Δεν συντάσσουν επιχειρήματα, δεν υπερασπίζονται απόψεις, δεν παλεύουν με την έκφραση ή τον συλλογισμό. Το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς η απουσία αυθεντικότητας. Είναι και η απουσία βάθους, κριτικής ικανότητας, ακόμα και βασικής κατανόησης. Ένας καθηγητής αναφέρει ότι φοιτητής του υπέβαλε εργασία για τον πόλεμο στη Βοσνία στην οποία αναφερόταν ότι «γενναίοι Ναζί στρατιώτες υπέστησαν ομαδικούς βιασμούς». Άλλος μιλά για κείμενα που έχουν τη «βαρετή ουδετερότητα μιας μηχανής», γραμματικά ορθά, αλλά πνευματικά άδεια.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι πολλοί φοιτητές δεν καταλαβαίνουν καν το πρόβλημα. Αν η σκέψη τους είναι εξίσου κενή με αυτή του chatbot, δεν μπορούν να διακρίνουν το ψευδές από το ορθό, το επιχείρημα από την κοινοτοπία, την καινοτομία από την αντιγραφή. Και τότε, η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι εργαλείο: γίνεται δεκανίκι, ή χειρότερα, υποκατάστατο του νου.
Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, θα οδηγηθούμε σε ένα οξύ παράδοξο: η τεχνητή νοημοσύνη να απαιτεί από τους ανθρώπους περισσότερη εξυπνάδα, περισσότερη δημιουργικότητα και κρίση, αλλά οι νέοι να διαθέτουν όλο και λιγότερη, ακριβώς επειδή «έμαθαν» να μη σκέφτονται.
Ο κίνδυνος δεν είναι μόνο προσωπικός ή εκπαιδευτικός. Είναι και κοινωνικός και οικονομικός. Όπως πολλοί εργάτες έμειναν άνεργοι κατά την αυτοματοποίηση της βιομηχανίας επειδή δεν είχαν τις δεξιότητες να επανατοποθετηθούν, έτσι και πολλοί νέοι πτυχιούχοι κινδυνεύουν να μείνουν άπρακτοι, όχι επειδή δεν υπάρχουν θέσεις, αλλά επειδή δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε καμία που να μην μπορεί να κάνει καλύτερα μια μηχανή.
Δείτε Επίσης: