Οι σχέσεις μεταξύ των κρατών είναι ανταγωνιστικές και βασίζονται στην αρπαγή ή την οικονομική εκμετάλλευση των πλέον ανίσχυρων από τα κράτη που διαθέτουν στρατιωτική ισχύ.
- Από τον Αλκιβιάδη Κ. Κεφαλά
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ανωτέρω αξίωμα, τα κράτη, εντός του πλαισίου των διακρατικών σχέσεων, έχουν δύο μόνο βαθμούς ελευθερίας να κινηθούν. Ο πρώτος συνίσταται στη συνεχή στρατιωτική ενίσχυση της ισχύος ώστε να αποτραπούν οι αρπακτικές διαθέσεις των γειτόνων. Εναλλακτικά, ένα κράτος μπορεί να αφοπλιστεί οικειοθελώς και συνεπώς να απολέσει χερσαίο, εναέριο ή θαλάσσιο χώρο. Τις αποφάσεις της στρατικοποίησης ή του αφοπλισμού τις λαμβάνουν οι οικονομικές ελίτ, οι οποίες αποφασίζουν με γνώμονα τα οικονομικά συμφέροντά τους και τον βαθμό της εθνικής συνείδησής τους.
Ακραία παραδείγματα αντίστασης και παράδοσης άνευ όρων αποτελούν το Ισραήλ και η Ελλάδα. Στην τελευταία οι ελίτ είναι διεθνιστικές και μιμητικές, στερούμενες ιστορικό βάθος και πατίνα, και συνεπώς δεν διαθέτουν εθνική συνείδηση. Η παράδοση του ελλαδικού κράτους στους Τούρκους και τους Γερμανούς εκτελείται με κριτήριο το οικονομικό όφελος των ελίτ, επειδή τα οικονομικά συμφέροντά τους εξυπηρετούνται με τον αφοπλισμό της χώρας. Στον αντίποδα της δειλίας βρίσκεται το Ισραήλ, που έχει αποφασίσει να αντισταθεί με οποιοδήποτε κόστος στην περιβάλλουσα λαοθάλασσα του Ισλάμ.
Η απόφαση εξοπλισμού του Ισραήλ προϋποθέτει, εκτός της εθνικής συνείδησης της μεγαλοαστικής τάξης, την ανάπτυξη της εγχώριας τεχνολογικής γνώσης, ώστε να δύναται να κατασκευάζει εξ ιδίων μέσων όπλα, για να μην εξαρτάται η άμυνά του από τις ισχυρές χώρες, οι οποίες την κρίσιμη στιγμή θα το υπονομεύσουν. Εξίσου σημαντική είναι και η ψυχολογική και φυσική προετοιμασία του πληθυσμού μέσω της κατάλληλης ιδεολογικής προβολής από την ακαδημαϊκή κοινότητα και τις αντίστοιχες δεξαμενές σκέψης, τις οποίες συμβουλεύονται και χρησιμοποιούν τα κέντρα εξουσίας. Καμία, όμως, από τις ανωτέρω προϋποθέσεις δεν ικανοποιείται στην Ελλάδα επειδή το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας και οι κυρίαρχες δεξαμενές σκέψης που παράγουν ιδεολογία είναι διεθνιστικές.
Πριν από μερικές ημέρες η κυβέρνηση της Ν.Δ. κατάθεσε τροπολογία με την οποία εισηγήθηκε τη χρηματοδότηση του ΕΛΙΑΜΕΠ από το ΕΛΙΔΕΚ, τον κυβερνητικό οργανισμό ο οποίος χρηματοδοτεί την επιστημονική έρευνα στην Ελλάδα, με τις ίδιες διαδικασίες που το τελευταίο χρηματοδοτεί τα δημόσια ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια της χώρας. Η είδηση αυτή είναι σημαντική επειδή η Ν.Δ. χρειάζεται τις συμβουλές του ιδρύματος, το οποίο, μεταξύ άλλων, ήταν υπέρμαχος του Σχεδίου Ανάν, της δοθείσης λύσης στο Σκοπιανό, της αναγνώρισης του Κοσόβου, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ έχει μονοσήμαντη άποψη για τη μετανάστευση.
Η εν λόγω δεξαμενή σκέψης χρηματοδοτείται και εκτός Ελλάδος, όπως από τα ιδρύματα Friedrich Naumann Stiftung, Konrad Adenauer Stiftung, German Marshall Fund of the United States και Stiftung Mercator, που αποτελούν κέντρα προώθησης των γερμανικών συμφερόντων. Πρόσφατα εκπρόσωπος του ΕΛΙΑΜΕΠ ανέφερε σε τηλεοπτικό σταθμό ότι η χώρα μας θα έπρεπε να είχε συμβουλευτεί πρώτα τη Γερμανία πριν από την υπογραφή της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας για την ΑΟΖ. Το ΕΛΙΑΜΕΠ, λοιπόν, είναι μια διεθνιστική δεξαμενή σκέψης με αποστολή να δημιουργήσει το επιστημονικό και πολιτικό υπόβαθρο που χρειάζεται η άρχουσα τάξη για να εξηγήσει τη γραμμή του αφοπλισμού.
Αποτελεί την ιδεολογική δεξαμενή των ελίτ, της μεγαλοαστικής τάξης και του πολιτικού συστήματος για την υλοποίηση των πολιτικών της φινλανδοποίησης και του μονομερούς αφοπλισμού, από τον οποίο επωφελούνται η Γερμανία και η Τουρκία. Είναι εν μέρει υπεύθυνο για τη σημερινή κατάσταση στο Αιγαίο επειδή συμβούλευε λανθασμένα, κατά την άποψή μας, τις κυβερνήσεις. Αποτελεί λογική αντίφαση το γεγονός ότι ενώ η κυβέρνηση της Ν.Δ. ισχυρίζεται ότι θα προστατεύσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, ταυτόχρονα χρηματοδοτεί την ιδεολογία του αφοπλισμού και της φινλανδοποίησης.
Η απουσία εθνικής αμυντικής βιομηχανίας, ο αφοπλισμός και η αποεθνικοποίηση συνηγορούν υπέρ του λογικού συμπεράσματος ότι η Ελλάδα θα παραμείνει απλός θεατής στις επεκτατικές πρακτικές της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο επειδή, για τους λόγους που παρουσιάστηκαν ανωτέρω, δεν είναι σε θέση να αναμετρηθεί με έναν αντίπαλο ο οποίος ισχυροποιείται συνεχώς στρατιωτικά, εκτός ίσως από τη διεξαγωγή κάποιων αψιμαχιών για να κρατηθούν τα προσχήματα.
Η χώρα μας δεν μπορεί να εμπλακεί σε μια στρατιωτική σύγκρουση με την Τουρκία όχι επειδή η Τουρκία είναι μια μεγάλη πληθυσμιακά χώρα, αλλά γιατί η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ακολουθήσει το παράδειγμα του Ισραήλ, καθώς οι ελίτ, οι ακαδημαϊκοί και η κοινωνία αγνόησαν το αρχέγονο αξίωμα ότι «χώρα που αφοπλίζεται μονομερώς, δεν διαθέτει τεχνολογία και δεν κατασκευάζει τα όπλα της δεν είναι σε θέση να αμυνθεί και συνεπώς δεν μπορεί να επιβιώσει ιστορικά».
*Διδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών