Δεν νομοθετείται πρώτη φορά το ζήτημα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας στον ιδιωτικό τομέα επί Ν.Δ.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Τέθηκε πρώτη φορά στην ατζέντα της κεντροδεξιάς παράταξης επί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή και επί υπουργίας Πάνου Παναγιωτόπουλου το 2005, στη βάση του κυβερνητικού προγράμματος Σουφλιά, σε πολύ διαφορετικό οικονομικό κλίμα, βεβαίως. Το μέγα θέμα της εποχής εκείνης -και εν τίνι μέτρω και τώρα- ήταν η αύξηση του ωραρίου στις εξαγωγικές βιομηχανικές επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας σε περίοδο αυξημένης ζήτησης και εκτέλεσης παραγγελιών και η ανάλογη μείωσή του σε περιόδους που η ζήτηση «έπεφτε».
Η κεντρική εσωτερική συζήτηση μεταξύ του πρωθυπουργού και των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας τω καιρώ εκείνω αφορούσε τον ρόλο του αστικού κράτους ως διαιτητή των ταξικών συγκρούσεων από τον Διαφωτισμό έως τις μέρες μας, την επικαιρότητα ή μη των απόψεων του Κέινς και του Φρίντμαν, την έκταση εφαρμογής του διευθυντικού δικαιώματος κ.ά.
Η συζήτηση εκείνη είχε καταλήξει τελικώς έπειτα από ενδοκυβερνητική αντιπαράθεση ότι το κράτος στο «πρόσωπο» του ΟΑΕΔ θα έπρεπε να επικυρώνει ως αντικειμενικός τρίτος τις συμφωνίες για την επέκταση του ωραρίου σε δεκάωρα, καθώς αυτές θα έπρεπε να εδράζονται πάνω σε πραγματικές ανάγκες της επιχείρησης και όχι, βεβαίως, σε προσχηματικές δικαιολογίες για τη μείωση του μισθολογικού κόστους.
Δεν ενθουσίασε την ηγεσία του ΣΕΒ εκείνη η νομοθετική μεταβολή ούτε τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης ανέκοψε ούτε τις κερδοφορίες ούτε την εκλογική επιρροή της Ν.Δ. στον χώρο των εργαζομένων μείωσε. Ισχυρότατες παρεμβάσεις στο εργατικό δίκαιο έγιναν το 2010 με εντολή της τρόικας τη υποδείξει τοπικών κουκουλοφόρων εργατολόγων, οι οποίοι θεώρησαν τότε τη μετενέργεια, τις συλλογικές συμβάσεις, το όριο 5% των απολύσεων και μια σειρά δικαιωμάτων του νόμου 1264/82 ως την πηγή όλων των δεινών του τόπου.
Τα δικαιώματα αυτά καταργήθηκαν, αλλά όλες οι μετέπειτα μελέτες ξένων οίκων για τις περίφημες μεταρρυθμίσεις της τρόικας έδειξαν πως ούτε η δομή της ελληνικής οικονομίας άλλαξε ούτε και ο στόχος της προσέλκυσης των επενδύσεων επετεύχθη. Η εμπιστοσύνη, η σταθερότητα και η απονομή δικαιοσύνης είναι αγαθά που συνήθως δεν νομοθετούνται. Υπάρχουν ή δεν υπάρχουν στην κουλτούρα των εθνών.
Οι αλλαγές στον εργασιακό νόμο με τη μορφή της διευθέτησης του χρόνου εργασίας και της κατάργησης υπερωριών και εξαιρέσιμων χωρίς τον εγγυητικό ρόλο του κράτους αυτή τη φορά με συλλογική συμφωνία ή με ατομική συμφωνία εργαζομένου – εργοδότη επανέρχονται άλλη μια φορά επί διακυβερνήσεως Ν.Δ. Για όλες τις μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας. Όχι μόνο για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και τα ναυπηγεία. Φοβούμαι όμως όχι με πρωταρχικό στόχο την προσέλκυση των επενδύσεων ή την ανάπτυξη των επενδύσεων.
Άλλος είναι ο στόχος: Ποιος θα περάσει το ποτάμι την επόμενη μέρα μετά την πανδημία και ποιος όχι. Η κυβέρνηση νομοθετεί γνωρίζοντας άριστα τι ετοιμάζουν οι επιχειρήσεις από το φθινόπωρο και μετά. Στρώνει χαλί. Είναι κοινό μυστικό: Ετοιμάζουν απολύσεις και μείωση του μισθολογικού κόστους στο πλαίσιο αυτού που η ίδια ονομάζεται reset. Απολύσεις προσωπικού μεγαλυτέρας ηλικίας που επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς τους και μείωση του μισθολογικού κόστους με δραστική ελάφρυνση υπερωριών, Κυριακών και λοιπών αργιών.
Στο πλαίσιο αυτό υιοθετούνται λοιπόν οι εξής απλές λύσεις: Εργαζόμενος που απολύεται από επιχείρηση και η απόλυσή του κρίνεται άκυρη και καταχρηστική από δικαστήριο δύναται να μην επιστρέψει στην εργασία του! Παρά τη δικαίωση.
Αρκεί να δεχθεί τη μεγαλύτερη αποζημίωση που του προσφέρεται από τον εργοδότη του. Κάπως έτσι θα οδηγηθούν πενηντάρηδες εργαζόμενοι στην εργασιακή χωματερή. Με πριμ αποζημίωσης! Όσο για τους νεότερους, τα πράγματα είναι απλούστερα: Με αντάλλαγμα μεγαλύτερο χρόνο ανάπαυσης θα εργάζονται υπερωριακώς άνευ επιπροσθέτου αμοιβής. Να κάνουν και τον σταυρό τους που θα έχουν δουλειά.
Και αν εν πάση περιπτώσει αυτό, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, ήταν αναγκαίο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα 2-3 ετών προκειμένου να ορθοποδήσουν οι πληγείσες από την πανδημία επιχειρήσεις και εξηγείτο με ευθύτητα στους ενδιαφερόμενους εργαζομένους, ποιος θα έλεγε «όχι» να βάλει πλάτη με μια «κλειστή» σύμβαση; Αλλά εν προκειμένω ομιλούμε για λύσεις αορίστου χρόνου, χωρίς την εγγύηση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, περιβεβλημένες μάλιστα με φιλεργατικά επιχειρήματα! Ζητείται και ο λόγος από πάνω!
Για να μην παρεξηγούμεθα: Η κεντρική φιλοσοφία της κυβέρνησης από την αρχή της κρίσης υπέρ των επιχειρήσεων (μείωση συντελεστή στο 24%, μείωση ασφαλιστικών εισφορών, επιστρεπτέες προκαταβολές, μείωση μισθολογικού κόστους) είναι κατά βάση σωστή, καθώς τον πλούτο στον καπιταλισμό οι επιχειρήσεις τον δημιουργούν. Οταν όμως δίδεται η εντύπωση ότι την ώρα της κρίσεως που πρέπει η μεγάλη κοινωνία να περάσει το ποτάμι και να βρεθεί στην απέναντι όχθη γίνονται επιλογές και διακρίσεις, τότε το πράγμα περιπλέκεται πολιτικά και κοινωνικά.
Οι εργαζόμενοι είναι κρίσιμο κοινωνικό και πολιτικό μέγεθος. Οι δικές τους εισφορές δεν είναι σε ευρώ αλλά σε ψήφους, σε ψυχή και στην τόσο απαραίτητη για την ανάπτυξη κοινωνική ειρήνη και κοινωνική συνοχή.