Εδώ και χρόνια έχω την άποψη -σχεδόν βεβαιότητα- ότι η δυσκολότερη δουλειά στην Ελλάδα είναι o εργαζόμενος στην εστίαση. Και τούτο έχει να κάνει με την… πατροπαράδοτη αγένεια του Ελληνα καταναλωτή, ο οποίος έχει μεγαλώσει με την άποψη ότι «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», κάτι που επεκτείνεται στο «με τα λεφτά μου… και την κυρά μου».
- Από τον Βασίλη Βέργη
Η νοοτροπία πολλών ότι δεν πηγαίνουν σε ένα μαγαζί για να φάνε, να πιουν ή να διασκεδάσουν, αλλά «να κάνουν ό,τι γουστάρουν, λες και είναι δικό τους» ξεχειλίζει. Και φέρνει αλυσιδωτές καταστάσεις. Η αγένεια που προανέφερα. Πέφτει συνήθως στην πλάτη των παιδιών που εργάζονται, τα οποία πολλάκις υποχρεούνται να ακούνε την παραξενιά του καθενός. Το παραξενιά είναι ό,τι πιο «light» μπορώ να χρησιμοποιήσω…
Η εστίαση χτυπήθηκε όσο κανένας άλλος κλάδος στην πανδημία. Χτυπιέται και υποφέρει ακόμα. Πλήθος ανθρώπων -πολλοί εξ αυτών νεαρής ηλικίας- που είχαν βρει ένα νυχτοκάματο το έχασαν. Ενδεχομένως κάποιοι ανεπιστρεπτί. Μαγαζιά καταστράφηκαν και επιχειρηματίες στάθηκε αδύνατο να ορθοποδήσουν.
Κάποιος θα πει ότι το φετινό φθινόπωρο δεν έχει σχέση με το περσινό, στο οποίο βιώσαμε καθολικό lockdown. Τώρα τα μαγαζιά -όχι μόνο της εστίασης- είναι ανοιχτά, με τις δεδομένες απαγορεύσεις για τους ανεμβολίαστους, και -για την ώρα- οι κυβερνώντες διαβεβαιώνουν πως δεν θα υπάρξει ξανά γενικό λουκέτο.
Θα μου επιτρέψετε, πάντως, με τη συγκεκριμένη κυβέρνηση να κρατάω «μικρό καλάθι», καθώς άλλα λένε το πρωί, άλλα ανακοινώνουν το μεσημέρι και άλλα πράττουν το βράδυ. Είναι η επιτομή της ανακολουθίας λόγων και έργων.
Το πρόβλημα πλέον έχει μεταφερθεί στην κοινωνία. Τι εννοώ; Οποιος θέλει μπορεί να ρωτήσει ανά πάσα στιγμή έναν εργαζόμενο στα καταστήματα. Στην εστίαση, στα μπαρ, στη διασκέδαση, ακόμη και στα εμπορικά. Σίγουρα, θα έχει να του αφηγηθεί από μία έως… άπειρες ιστορίες στις οποίες δυστυχώς βίωσε συμπεριφορές αγένειας, ακόμη και ακρότητες, όταν έπραξε το αυτονόητο: Ζήτησε το πιστοποιητικό εμβολιασμού μαζί με ένα αποδεικτικό έγγραφο για την ταυτοποίηση του προσώπου.
Από ειρωνεία και απαξίωση μέχρι ύβρεις. Συμπεριφορά αντιπαλότητας, ενίοτε και εχθρότητας απέναντι σε εργαζομένους οι οποίοι δεν ευθύνονται στο παραμικρό. Κάνουν τη δουλειά τους, ζητούν -όπως υποχρεούνται- αυτά που ο νόμος ορίζει, αλλά δυστυχώς έχουν απέναντί τους κάποιους ανθρώπους οι οποίοι τους αντιμετωπίζουν σαν εχθρούς. Προσέξτε, δεν ισχυρίζομαι ότι αποτελούν πλειονότητα. Λέω, όμως, ότι υπάρχουν ανάμεσά μας. Και δεν είναι ένας ή δύο…
Κάποιοι συμπεριφέρονται λες και στη χώρα έχουμε «εμφύλιο». Και κυκλοφορούν διαρκώς με το χέρι «στη σκανδάλη». Το χειρότερο είναι πως δεν καταλαβαίνουν ότι «εχθρός» τους δεν είναι τα παιδιά που δουλεύουν σε ένα κατάστημα και τους ζητάνε αυτά -επαναλαμβάνω- τα οποία ορίζει η νομοθεσία, αλλά αυτός που στέλνει στα νοσοκομεία, στις ΜΕΘ και στον θάνατο χιλιάδες συμπολίτες μας: Ο κορονοϊός.
Αντιλαμβανόμαστε άπαντες ότι ο κόσμος έχει κουραστεί. Οδεύουμε προς τη συμπλήρωση δύο ετών από την έναρξη της πανδημίας και ακόμη φως στο τούνελ για την οριστική έξοδο δεν έχει φανεί. Πόσο μάλιστα από τη στιγμή που εμφανίζονται διαρκώς νέες, πιο επικίνδυνες μεταλλάξεις.
Ο «εχθρός» είναι εδώ και εξακολουθεί να τσακίζει (και) τη χώρα μας. Ο φόβος αποτελεί καθημερινό συνοδοιπόρο για όλους. Ακόμη και εκείνοι που ισχυρίζονται ότι είναι ατρόμητοι, όταν βρίσκονται παρέα με τον καθρέφτη τους, σίγουρα κάνουν άλλες συζητήσεις.
Το τελευταίο, λοιπόν, που χρειάζεται αυτή η ταλαιπωρημένη κοινωνία είναι «εμφύλιο» εμβολιασμένων – ανεμβολίαστων και επιθέσεις σε ανθρώπους που προσπαθούν αυτές τις δύσκολες μέρες να υπερασπιστούν μια θέση εργασίας. Οποιος το πράττει ας σκεφτεί ότι μπορούσε να είναι το παιδί του εκείνο που θα δούλευε και θα του ζητούσε το πιστοποιητικό. Ας το σεβαστεί.
Αν δεν μπορεί, ας καθίσει στο σπίτι του. Ο παράς δεν κάνει καλύτερους τους ανθρώπους…