Καθόταν με καμάρι πίσω από το τελευταίο γραφείο του φίλου του, Ανδρέα Παπανδρέου, το οποίο μεταφέρθηκε στο στρατηγείο της οδού Σόλωνος από το σπίτι της Εκάλης.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Του το δώρισε η Δήμητρα με το μήνυμα ότι ανήκει δικαιωματικά σε αυτόν. Όταν σου μιλούσε σε κοίταζε με βλέμμα ευθύ, μέσα στα μάτια, σε «μετρούσε» και έπαιζε το κομπολόι του. Μπροστά του ήταν πάντα το σώμα των εφημερίδων, τις οποίες, όπως λέμε στη δημοσιογραφική γλώσσα, «ξεκοκάλιζε» (διάβαζε μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας) κάθε μέρα έως τις 11 το πρωί. Αναφέρομαι σε έναν άνθρωπο που με τίμησε με τη φιλία του, ενώ θεωρητικά, λόγω της δεδηλωμένης ιδεολογικής μου τοποθέτησης, δεν είχε τον παραμικρό λόγο να το κάνει: τον Αντώνη Λιβάνη. Τον «τελευταίο των Μοϊκανών», όπως μου τον χαρακτήρισε χθες ο Κώστας Λαλιώτης, ο οποίος επικοινώνησε μαζί μου για να μου θυμίσει ότι ήμουν ο μόνος δημοσιογράφος που είχε το προνόμιο να του αποσπάσει τηλεοπτική συνέντευξη, στην ΕΡΤ το 2005, για την εκπομπή «Άλλη όψη» (σκηνοθέτης μου τότε ο Γιώργος Σταμούλης). Η συνέντευξη εκείνη ήταν το επιστέγασμα της εμπιστοσύνης που μου έδειξε ο πιστός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου (και ο υιός του Ηλίας, βεβαίως) επί μία εικοσαετία. Συνηθίζω να λέω με ισχυρή δόση υπερβολής ότι στη δημοσιογραφία πηγαίνεις μπροστά με τη σιωπή. Δεν εννοώ την απόκρυψη ειδήσεων. Εννοώ ότι πρέπει να σέβεσαι το σκληρό off the record -δεν είναι όλα για τα «μανταλάκια»- και πως, αν το τηρείς αυτό, για καθεμιά «επιτυχία» που κρατάς στο αρχείο σου, ο Θεός σε ανταμείβει με δέκα. Ο κυρ Αντώνης μού είπε δεκάδες μυστικά όλα αυτά τα χρόνια, υπό τον όρο της μη δημοσίευσης. Σεβάστηκα την επιθυμία του, γι’ αυτό και η μοναδική φορά που έδωσε συνέντευξη ήταν στην «Άλλη όψη». Την έχω ως παράσημο.
Η φόρτιση που νιώθω για την απώλεια αυτού του ανθρώπου, ο οποίος αγαπούσε τη φιλία, την πατρίδα και τα εθνικά θέματα, και τα έβαζε πάνω από όλα, δεν μου επέτρεψε χθες το πρωί να αναδιφήσω στο αρχείο μου, να βρω το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συνέντευξης και να μοιραστώ αναδρομικά μαζί σας όσα είπε για την αλληλεγγύη που έδειξε η γενιά του μεταξύ της στην Κατοχή, για τα χαρίσματα που πρέπει να έχει ο εξ απορρήτων ενός ηγέτη, προκειμένου να έχει διάρκεια στον χρόνο, κ.λπ. Επρόκειτο άλλωστε για μια συνέντευξη αρχών, όχι για μια συνέντευξη αποκαλύψεων. Θυμάμαι μόνο την ατάκα του – έτος 2005, παρακαλώ, πριν από την κρίση: «Ο καπιταλισμός, Μανώλη, όσα μας έδωσε θα μας τα πάρει πίσω με τόκο». Η φόρτιση που νιώθω για την απώλεια αυτού του ανθρώπου (ο οποίος ξέρω ότι σε κάποιους της από δω πλευράς δεν ήταν αρεστός λόγω ΠΑΣΟΚ – έτσι είναι αυτά) δεν μου επιτρέπει ακόμη να διηγηθώ όσα μου αποκάλυψε για δύο ιστορικές στιγμές: την απόφαση Παπανδρέου, το 1985, να μη στηρίξει Καραμανλή και την αθώωση Παπανδρέου από το Ειδικό Δικαστήριο το 1991. Η αποκάλυψή τους -θα το κάνω σύντομα- θα αλλάξει την ανάγνωση της Ιστορίας.
Επειδή όμως ο Λιβάνης αγαπούσε την Ελλάδα υπέρμετρα και δεν ξεχώριζε τους Έλληνες ανάλογα με την ιδεολογική τους τοποθέτηση -του αρκούσε να είναι πατριώτες-, θα αποκαλύψω σήμερα ένα μυστικό: Πώς έμαθε ο ελληνικός λαός τη συμφωνία Σημίτη – Κλίντον για τα Ίμια. Το περίφημο non paper με τα πρακτικά της συνάντησης της 9ης Απριλίου 1996 στον Λευκό Οίκο διέρρευσε από το επιτελείο Κλίντον (ο Ανδρέας είχε φίλους παντού) και έφθασε στα χέρια ενός κορυφαίου Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία, επιφανούς στελέχους του ισχυρού τότε λόμπι μας στις ΗΠΑ.
Ο επιχειρηματίας αυτός ταξίδεψε στην Ελλάδα και επισκέφθηκε τον Αντώνη Λιβάνη στην οικία του στην Κηφισιά, όπου του παρέδωσε το ντοκουμέντο. Δεν διοχέτευσε στον Τύπο ο κυρ Αντώνης το ιστορικό αυτό κείμενο, που όχι μόνο δεν διαψεύστηκε από κανέναν, αλλά επιβεβαιώθηκε πλήρως (Συμφωνία της Μαδρίτης) από τις εξελίξεις. Ήταν όμως ο πρώτος που το απέκτησε και το παρέδωσε στον -εν ζωή ακόμα- Ανδρέα Παπανδρέου. Το πώς έφθασε στο «Ποντίκι» των μεγάλων επιτυχιών του Κώστα Παπαϊωάννου, στο «Παρόν» του Μάκη Κουρή και στο περιοδικό «Νemecis» της Λιάνας Κανέλλη, που είχαν την τόλμη να το δημοσιεύσουν, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.
Και μια άγνωστη πτυχή της στέρεας προσωπικής φιλίας δεκαετιών μεταξύ Παπανδρέου και Λιβάνη: Ο κυρ Αντώνης τού τηλεφωνούσε μια ζωή, κατ’ έθιμο, τη βραδιά της Ανάστασης για το «Χριστός Ανέστη». Όταν ο φίλος του πέθανε, εκείνος αρνήθηκε να συμβιβαστεί με την απώλεια και συνέχισε το έθιμο. Τηλεφωνούσε στην τελευταία σύζυγο Δήμητρα για ευχές κάθε Πάσχα. Αυτός ήταν ο κυρ Αντώνης με δύο λέξεις: Για την πατρίδα και τη φιλία.