Το Μεταναστευτικό, η αδυναμία διαχείρισής του από την κυβέρνηση και μια νέα δέσμη σκληρών προτάσεων της Γερμανίας, που υπεβλήθη προ ημερών σε όλους τους εταίρους της Ε.Ε., παρουσιάζουν πλέον επικίνδυνες αναλογίες με τις περιόδους κορύφωσης της οικονομικής κρίσης, εντείνοντας τις ανησυχίες για αποσταθεροποίηση στην Ελλάδα.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Οι εκμυστηρεύσεις, στις αρχές Οκτωβρίου, του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη προς Αμερικανούς συνομιλητές του, ότι το Μεταναστευτικό «δεν είναι διαχειρίσιμο» (το αποκάλυψε η «δημοκρατία» στις 6 Νοεμβρίου), επιβεβαιώθηκαν δημόσια από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη στο Ευρωκοινοβούλιο. Ο δε πρωθυπουργός επανήλθε την Παρασκευή, υπογραμμίζοντας στη Βουλή ότι η Ευρώπη δεν στηρίζει την Ελλάδα και πως οι εταίροι δεν δέχονται καν τη φιλοξενία ασυνόδευτων ανήλικων παιδιών.
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζουν άριστα πληροφορημένες πηγές στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες, το μείζον πρόβλημα για τον πρωθυπουργό δεν είναι πλέον -γενικά και αόριστα- η έλλειψη κοινοτικής αλληλεγγύης, αλλά -ειδικά και συγκεκριμένα- οι αντιπαραγωγικές προτάσεις της Γερμανίας και η έλλειψη στήριξης της Αθήνας από την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.
Ουσιαστικά, ο κ. Μητσοτάκης εξελίσσεται σε πολιτικό όμηρο της κυρίας Μέρκελ, καθώς η καγκελάριος δεν παρέχει την προσδοκώμενη συνδρομή στο φλέγον πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πρωθυπουργός. Και αν τελικά την προσφέρει, ίσως αποδειχθεί καθυστερημένη, ανεπαρκής και με παράπλευρες πολιτικές και οικονομικές συνέπειες για τη χώρα.
Υπενθυμίζεται ότι πριν από τη συνάντηση Μέρκελ – Μητσοτάκη στο Βερολίνο στις 29 Αυγούστου το Μαξίμου και οι συναρμόδιοι υπουργοί «είχαν ξεγράψει» τους υπόλοιπους εταίρους, θεωρώντας ότι σχεδόν τα πάντα θα εξαρτηθούν από τη συνεργασία Ελλάδας – Γερμανίας. Το (μάλλον ορθό) σκεπτικό ήταν ότι οι δύο χώρες αντιμετώπιζαν κοινά προβλήματα και είχαν κοινά συμφέροντα ως χώρες, αντίστοιχα, εισόδου και τελικού προορισμού προσφύγων και μεταναστών. Όμως το περίεργο, κατά τις ίδιες πηγές, είναι ότι για άγνωστους λόγους η συζήτηση στο Βερολίνο για το Μεταναστευτικό ήταν χρονικά περιορισμένη συγκριτικά με τις αόριστες συζητήσεις για επενδύσεις και τις εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις.
Η κυρία Μέρκελ φέρεται μόνον ότι επιβεβαίωσε την προσήλωσή της στην Κοινή Δήλωση Ε.Ε. – Τουρκίας του Μαρτίου του 2016, ενώ η ελληνική αντιπροσωπία δεν απαίτησε κάτι περισσότερο, αν και οι μεταναστευτικές ροές είχαν αυξηθεί σημαντικά και απαιτήθηκε συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ δύο ημέρες αργότερα, στις 31 Αυγούστου.
Στο τρίμηνο που μεσολάβησε η κυβέρνηση πραγματικά κατέβαλε προσπάθειες για να επιταχυνθούν οι αποφάσεις του Βερολίνου που θα συνέπιπταν με τα άμεσα ελληνικά συμφέροντα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η επίσκεψη του υπουργού Εσωτερικών της Γερμανίας Χ. Ζέεχοφερ στην Αθήνα στις αρχές Οκτωβρίου δεν κατέληξε σε κοινό σχέδιο, ενώ στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 16ης-17ης Οκτωβρίου άρχισε μια περίεργη συζήτηση περί οικονομικής βοήθειας στο Μεταναστευτικό αποκλειστικά από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, αντί του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ακολούθησε αιφνιδιασμός του Βερολίνου προς την Αθήνα με την υπογραφή Κοινής Δήλωσης Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Μάλτας με σκοπό την ίδρυση μηχανισμού αλληλεγγύης για τη μετανάστευση στην οδό της κεντρικής Μεσογείου. Η ελληνική κυβέρνηση ούτε προσκλήθηκε ούτε διαμαρτυρήθηκε ούτε ζήτησε την ένταξη στον μηχανισμό ή τη συνεργασία μαζί του, ώστε να υπάρχει συντονισμένη δράση και στην ανατολική Μεσόγειο. Κατόπιν αυτών, τις τελευταίες ημέρες η κατάσταση επιδεινώνεται σε τρία μέτωπα:
Πρώτον: Οι μεταναστευτικές ροές αυξήθηκαν και άλλο, φτάνοντας στο υψηλότερο σημείο από τον Μάρτιο του 2016.
Δεύτερον: Το θέμα των ασυνόδευτων παιδιών, εκτός από την τραγική ανθρωπιστική ουσία του, αποκτά και διπλωματική διάσταση. Πέραν της δήλωσης του πρωθυπουργού περί μη συνδρομής των εταίρων, ο κ. Χρυσοχοΐδης έχει διευκρινίσει ότι μόνο ένας εξ αυτών ανταποκρίθηκε. Αυτό που δεν αποκάλυψε κανείς από τους δύο είναι ότι ο συγκεκριμένος εταίρος είναι η Γερμανία, η οποία, ωστόσο, θα δεχθεί μόλις 50-60 (!) παιδιά σε σύνολο 2.500 (ίσως και 4.000).
Τρίτον: Οι νέες γερμανικές προτάσεις προβλέπουν μεν την (θετική για την Ελλάδα) υποχρεωτική κατανομή ατόμων σε όλες τις χώρες-μέλη, αλλά βασίζονται στο σύστημα τελικής έγκρισης της αίτησης ασύλου σε ευρωπαϊκό -και όχι εθνικό- επίπεδο. Επομένως, απομένουν απλώς οι θεωρητικές προβλέψεις επανεισδοχών στην Τουρκία ή επιστροφών στις χώρες προέλευσης (αποτελεί κοινό μυστικό ότι θα είναι για ελάχιστους) και όλες οι υπόλοιπες χιλιάδες παράνομα εισερχομένων θα παραμένουν στην Ελλάδα επ’ αόριστον.
Ταυτόχρονα, το Βερολίνο θέτει στην ίδια μοίρα και τις λεγόμενες δευτερογενείς ροές από την Ελλάδα στα Βαλκάνια και στην κεντρική Ευρώπη, οπότε προκαλούνται μεγαλύτερα προβλήματα για την κυβέρνηση, που θα είναι υπεύθυνη και για όσους «ξεφεύγουν» από την ελληνική επικράτεια.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη