Τα στελέχη της διπλωματικής υπηρεσίας πασχίζουν να καλύψουν το χαμένο έδαφος του Σεπτεμβρίου, όταν το Μέγαρο Μαξίμου διαπίστωνε «θετική ατζέντα» (!) κατά τις συζητήσεις με τον Τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν στον ΟΗΕ, και των αρχών Νοεμβρίου, όταν η κυβερνητική κορυφή, παρά την ύπαρξη συγκεκριμένων πληροφοριών, δεν έκανε προληπτικές κινήσεις κατά των μνημονίων Τουρκίας – Λιβύης που δημοσιοποιήθηκαν στα τέλη του ίδιου μήνα.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Σε αυτές τις κρίσιμες ώρες, προτεραιότητα έχει η αναζήτηση συμμαχιών και στηριγμάτων στο εξωτερικό. Δυστυχώς, το ΝΑΤΟ νίπτει τας χείρας του και η Ε.Ε. παγώνει την πολιτική κυρώσεων κατά της Τουρκίας, ενώ οι περισσότεροι εταίροι και σύμμαχοι δίνουν προτεραιότητα στις οικονομικές σχέσεις με την Άγκυρα, παρά τις ανησυχίες -και των ιδίων- για τις κινήσεις της.
Σε αυτό το πλαίσιο, αργά ή γρήγορα και ανεξάρτητα από το είδος και τον βαθμό έντασης της κρίσης, η ελληνική κυβέρνηση θα αναζητήσει την εμπλοκή του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Πρόκειται για τακτική που είχε υιοθετηθεί και το καλοκαίρι του 1976, όταν ο πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής κήρυξε πολεμική ετοιμότητα λόγω της παραβίασης της υφαλοκρηπίδας και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Αν. Παπανδρέου διευκόλυνε την κυβέρνηση με το ιστορικό «Βυθίσατε το “Χόρα’’».
Η προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας αποσκοπούσε, κυρίως, στην ανάδειξη των προοπτικών ανάφλεξης στη Μεσόγειο, σε μια περίοδο που, μετά την Πράξη του Ελσίνκι του 1975, οι δύο υπερδυνάμεις δεν ήθελαν ανεξέλεγκτες εστίες έντασης. Η κίνηση Καραμανλή (παρά το ρίσκο ότι δεν είχαν ακόμα οχυρωθεί τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου) πέτυχε, καθώς το «Χόρα» αποσύρθηκε με παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα.
Ωστόσο, εν έτει 2020, οι ισορροπίες στον ΟΗΕ είναι πολύ διαφορετικές και οι ελληνικές προπαρασκευαστικές ενέργειες δεν αποδίδουν τα προσδοκώμενα. Τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (καθένα για διαφορετικούς λόγους) δεν επιθυμούν την ιδιαίτερη ενασχόληση του κορυφαίου οργάνου με την ελληνοτουρκική πτυχή της κρίσης της Λιβύης.
Η δε προχθεσινή συνεδρίασή του (κεκλεισμένων των θυρών) κατέληξε στο γενικό συμπέρασμα ότι τρίτα κράτη «θα πρέπει να μείνουν μακριά από τη Λιβύη», χωρίς να δοθεί έμφαση στα σκέλη που ενδιαφέρουν άμεσα την Ελλάδα. Η στάση των πέντε «ισχυρών» συνοψίζεται στα ακόλουθα:
α) Οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν το άνοιγμα κανενός θέματος που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τη Λιβύη (όπως οι δύο συμφωνίες Άγκυρας – Τρίπολης), επειδή θα διαταραχθούν οι ισορροπίες και κύριος ωφελημένος θα είναι η Ρωσία κατ’ αντιστοιχία με όσα συνέβησαν στη Συρία.
β) Η Ρωσία, που έχει ήδη προωθήσει τα συμφέροντά της στην ευρύτερη περιοχή, δεν επείγεται για ανάμειξη του Συμβουλίου, αλλά ίσως αντιμετώπιζε θετικά σχετικό ελληνικό αίτημα. Το ερώτημα είναι τι ανταλλάγματα θα ζητήσει η Μόσχα από την Αθήνα, καθώς οι διμερείς σχέσεις ομαλοποιήθηκαν με την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια στη Ρωσία στις αρχές Νοεμβρίου, αλλά ακολούθησε ένταση λόγω των αποφάσεων για τον «Mr Bitcoin» στα τέλη Δεκεμβρίου και, ταυτόχρονα, η σχέση των προέδρων Πούτιν και Ερντογάν παρουσιάζεται ως αδιατάρακτη.
γ) Με την Κίνα η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη, καθώς αποδείχθηκε ότι το άνοιγμα του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη προς το Πεκίνο, που προκάλεσε την οργή της Ουάσινγκτον, δεν συνοδεύεται από ίχνος διπλωματικής στήριξης του προέδρου Σι Τζινπίνγκ προς την Αθήνα.
δ) Η Γαλλία είναι η πλέον υποστηρικτική δύναμη προς την Αθήνα. Δεν φαίνεται, πάντως, πιθανό να μεταφέρει το ζήτημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας, αφού έχει πετύχει να συνδεθεί η ίδια στενά, διμερώς, με την Αίγυπτο, την Ελλάδα και την Κύπρο, και δεν έχει συμφέρον να αναμετρηθεί με τα άλλα μόνιμα μέλη, ούτε να φτάσει τα πράγματα με την Τουρκία στα άκρα.
ε) Η Βρετανία αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση, καθώς αποδίδει προτεραιότητα στο Brexit. Το σίγουρο είναι ότι το Λονδίνο «φεύγει από την Ε.Ε., αλλά δεν φεύγει από την Ευρώπη» και -ως ανεξάρτητος παίκτης πια- θα αναμειχθεί μεσοπρόθεσμα και στη ΝΑ Μεσόγειο. Δεν πρέπει, άλλωστε, να παραγνωρίζεται το ενδεχόμενο αναβίωσης των παραδοσιακών διπλωματικών και οικονομικών δεσμών της με την Τουρκία.
Παράλληλα, όπως έχει υπογραμμίσει η «δημοκρατία» από τις 18 Δεκεμβρίου 2019, παρά την κυβερνητική αισιοδοξία περί ακύρωσης των τουρκο-λιβυκών μνημονίων στον ΟΗΕ, ούτε ο γ.γ. Αντ. Γκουτέρες ούτε οι νομικοί του σύμβουλοι δείχνουν βούληση ουσιαστικής δράσης. Ο ΟΗΕ παραμένει στη γραμμή περί μη αρμοδιότητάς του για τον έλεγχο της νομιμότητας των διαδικασιών μεταξύ Τρίπολης και Άγκυρας.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη