Σε μια εποχή αυξανόμενης γεωπολιτικής έντασης, η Κίνα φαίνεται να ενισχύει με ραγδαίους ρυθμούς το πυρηνικό της οπλοστάσιο, προκαλώντας ανησυχίες για πιθανή πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων σε περίπτωση κρίσης. Σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά του Reuters, το Πεκίνο όχι μόνο αυξάνει τις δυνατότητές του, αλλά προετοιμάζεται και για σενάρια όπου η ήττα σε μια σύγκρουση, όπως μια αποτυχημένη εισβολή στην Ταϊβάν, θα μπορούσε να απειλήσει την επιβίωση του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η Κίνα έχει ήδη συσσωρεύσει περίπου 600 πυρηνικές κεφαλές, ενώ προχωρά σε μαζικές κατασκευές υποδομών. Συγκεκριμένα, κατασκευάζει 350 σιλό πυραύλων και νέες βάσεις για κινητά συστήματα εκτόξευσης, ενισχύοντας την ευελιξία και την ανθεκτικότητα του οπλοστασίου της. Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας διαθέτουν σήμερα περίπου 712 εκτοξευτήρες επίγειων πυραύλων, εκ των οποίων οι 462 είναι ικανοί να μεταφέρουν πυραύλους που μπορούν να πλήξουν τις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι προβλέψεις είναι ακόμη πιο ανησυχητικές για το μέλλον. Μέχρι το 2030, η Κίνα αναμένεται να διαθέτει περισσότερες από 1.000 πυρηνικές κεφαλές, υπερδιπλασιάζοντας τις τρέχουσες δυνατότητές της. Παράλληλα, το Πεκίνο επενδύει σε προηγμένες τεχνολογίες, όπως πυραύλους ακριβείας με καθοδήγηση και διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους (ICBM), που ενισχύουν την αποτρεπτική του ισχύ αλλά και την επιθετική του εμβέλεια.
Το πιο αμφιλεγόμενο σημείο της αναφοράς αφορά τη στρατηγική χρήσης. Ενώ η Κίνα διατηρεί παραδοσιακά πολιτική “μη πρώτης χρήσης” πυρηνικών όπλων, αναλυτές εκτιμούν ότι σε ακραία σενάρια —όπως μια αποτυχημένη στρατιωτική επιχείρηση στην Ταϊβάν που θα κλονίσει το καθεστώς— το Πεκίνο ενδέχεται να καταφύγει πρώτο σε πυρηνικά μέσα για να αποτρέψει περαιτέρω ήττα. Αυτή η πιθανότητα υπογραμμίζει την αυξανόμενη αστάθεια στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού, όπου η Ταϊβάν παραμένει σημείο τριβής με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.
Η επέκταση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις διεθνείς προσπάθειες για πυρηνικό αφοπλισμό και εγείρει ερωτήματα για το πώς θα ανταποκριθούν οι μεγάλες δυνάμεις. Το Reuters βασίζει τις εκτιμήσεις του σε δορυφορικές εικόνες, επίσημες αναφορές και αναλύσεις εμπειρογνωμόνων, τονίζοντας την ανάγκη για διπλωματική επαγρύπνηση.