Δάκρυζε όταν άκουγε κλαρίνο, χόρευε τσάμικα με πάθος, αγαπούσε το θρακιώτικο τραγούδι και είχε τρέλα από τα 16 του με το θέατρο. Δεν παντρεύτηκε ποτέ για εκείνον, αλλά για να κάνει το χατίρι των γυναικών που αγάπησε. Οδηγούσε μόνος του μέχρι το Σούνιο, με μουσική στο αυτοκίνητο για να ξεκουραστεί, και μάζευε λουλούδια στην Πεντέλη και στον Υμηττό, όπου του άρεσε να πηγαίνει εκδρομές.
- Από τη Βίβιαν Μπενέκου
Του είχε γίνει πρόταση να πολιτευθεί σε ευρωεκλογές, ενώ δεν θέλησε ποτέ να γράψει βιβλίο για τη ζωή του. Αυτός ο «άγνωστος» Γιάννης Φέρτης αποκαλύφθηκε ένα μεσημέρι, σχεδόν μία δεκαετία πριν, στο σπίτι του, στο Χαλάνδρι. «Θα μας θυμάται κανένας ύστερα από χρόνια; Εγώ αισθάνομαι ότι είμαι καλός, ηθοποιός, αλλά μέχρι εκεί». Αυτή η φράση του αείμνηστου πια Γιάννη Φέρτη ηχεί ακόμη στα αυτιά μου, σαν να είναι εκείνη η στιγμή, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 2015, όταν βρέθηκα στο σαλόνι του σπιτιού του και με υποδέχτηκε ο ίδιος στην πόρτα, ευγενής και χαμογελαστός, για να μιλήσουμε για τη ζωή του.
Ο «Θείος Βάνιας»
Ο σπουδαίος ηθοποιός αναρωτήθηκε τότε, στη διάρκεια της συνέντευξης που μας έδωσε με αφορμή το έργο στο οποίο πρωταγωνιστούσε εκείνη την περίοδο, τον «Θείο Βάνια», εάν θα τον θυμάται κανείς ύστερα από χρόνια. Το ερώτημα, όμως, θα έπρεπε να είναι εάν μπορεί κάποιος που τον γνώρισε να τον ξεχάσει.
Ηταν, λοιπόν, μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα σε μια ήσυχη γειτονιά στο Χαλάνδρι, κοντά στη Μεσογείων, όπου κατοικούσε με την ηθοποιό σύζυγό του Μαρίνα Ψάλτη, όταν πήγαμε χαρούμενοι, επειδή επιτέλους είχε πει το «ναι» για τη συνέντευξή μας. Ο Φέρτης δεν εμπιστευόταν εύκολα δημοσιογράφους που δεν γνώριζε και σπάνια έδινε συνεντεύξεις. Ομως, με τα πολλά τηλεφωνήματα ήρθε και η εμπιστοσύνη και ύστερα έφτασε και η μέρα που μας άνοιξε το σπίτι του, κάτι που δεν το συνήθιζε ποτέ.
Μας περίμενε στο γεμάτο με φως αλλά και δεκάδες πίνακες ζωγραφικής σαλόνι του σπιτιού του, που έβλεπε σε ένα μεγάλο μπαλκόνι με άπειρα φυτά, που τα περιποιούνταν ο ίδιος. Οταν του έκανα την πρώτη φιλοφρόνηση, ότι νιώθω μεγάλη χαρά που τον γνωρίζω, με χαμόγελο πλατύ με ρώτησε: «Τα ίδια λες σε όλους;» Αρχισε στη συνέχεια να μιλάει για τον «Θείο Βάνια» και τον αγαπημένο του συγγραφέα, τον Τσέχοφ, που έζησε δύσκολη ζωή, με την οποία ταυτιζόταν σε αρκετά σημεία και ο δημοφιλής ηθοποιός.
«Ο Τσέχοφ ήταν γιατρός και γύριζε όλη την επαρχία. Ζούσε πολύ με τον απλό κόσμο και πονούσε τη χώρα του. Εζησε τη μεγάλη φτώχεια και τους ανθρώπους που υπέφεραν. Μου θυμίζει παλιές εποχές, όταν εγώ ήμουν παιδί και πήγαινα στο χωριό της μητέρας μου, όπου όλα τα σπίτια είχαν πατώματα από λάσπη ξεραμένη και πάνω τους κοιμόνταν οι άνθρωποι του χωριού, μέσα στη φτώχεια. Το χωριό της μητέρας μου είναι το Ζηλευτό, δίπλα στο Λιανοκλάδι. Του πατέρα μου είναι η Δάφνη Φθιώτιδας, που βρίσκεται σε ύψος 1.180 μέτρα και κατοικείται από ελάχιστους κατοίκους» μου έλεγε, συγκινημένος, για τα χωριά της καταγωγής του, αποκαλύπτοντας ότι λάτρευε το δημοτικό τραγούδι και τον χορό.
«Χορεύω την Ιτιά»
«Εδώ γεννήθηκα, στην Αθήνα, αλλά αισθάνομαι ότι είμαι από εκεί, από το χωριό. Ετσι και ακούσω κλαρίνο, με πιάνουν τα κλάματα. Δακρύζω. Μου αρέσουν πολύ τα ηπειρώτικα και πάρα πολύ τα θρακιώτικα. Χορεύω την Ιτιά» είπε και εγώ ασυναίσθητα τον κοίταξα με απορία. «Γιατί απορείς; Γενικά δεν χορεύω, αλλά στα τσάμικα σηκώνομαι. Να με καλέσεις, εάν κάνεις γιορτή στο σπίτι σου, να σου χορέψω τσάμικο, χωρίς να πληρωθώ, και να φύγω» ανέφερε, με το χιούμορ που είχε, χαμογελώντας δυνατά με το απορημένο βλέμμα μου.
Στα 16 του χρόνια είχε ήδη αποφασίσει ότι θα γίνει ηθοποιός, αν και οι συγγενείς του τον προόριζαν για κρεοπώλη. Και τα τέσσερα αδέλφια του πατέρα του είχαν κρεοπωλείο μαζί στη Βαρβάκειο. Εκεί ολόκληρη η οικογένεια δούλευε νυχθημερόν. «Κοιμόμαστε πάνω στα ψυγεία, στα χασάπικα. Τα παιδιά της γειτονιάς και οι συμμαθητές μου με θαύμαζαν γιατί έτρωγα κρέας τρεις φορές την εβδομάδα. Τότε το κρέας ήταν πολυτέλεια. Μια μέρα, σε ηλικία 12 χρόνων, μου δώσανε από το χασάπικο ένα μπούτι μοσχαρίσιο μεγαλύτερο από μένα για να το πάω σε πελάτη. Εβαλα άσπρη ποδιά, το μπούτι στον ώμο και άρχισα να περπατάω. Στον δρόμο σταματούσα συνεχώς όπου υπήρχε θέατρο για να δω φωτογραφίες.
Με το μοσχαρίσιο μπούτι στον ώμο έκανα ώρες να πάω στο μαγαζί» μου εκμυστηρεύτηκε αυτός ο τεράστιος της υποκριτικής, ο οποίος πήγε κόντρα στους γονείς του (κυρίως στη μητέρα του που ήθελε να σπουδάσει), για να γίνει ηθοποιός. Η Αννα Συνοδινού και ο Ντίνος Ηλιόπουλος τον μάγεψαν όταν τους πρωτοείδε και τότε αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. «Ημουν σε κατάσταση τρέλας με το θέατρο» ήταν τα λόγια του. Οταν η κουβέντα ήρθε και στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, με την οποία πρωταγωνίστησε στη διαδρομή τους στην τέχνη, αναγνώρισε το μεγάλο της ταλέντο, όμως πίστευε ότι δεν το αξιοποίησε όσο έπρεπε. Τον σαγήνευε όμως το σταριλίκι της.
«Ημουν στη Χαλκίδα ένα βράδυ, στο ξενοδοχείο “Λούσι”, και μπαίνοντας ο ρεσεψιονίστ μού λέει “είναι στο σαλόνι και η κυρία Αλίκη Βουγιουκλάκη”. Τότε δεν είχαμε γνωριστεί ακόμη. Εγώ, κουρασμένος, ανέβηκα κατευθείαν στο δωμάτιο και το πρωί ξύπνησα ακούγοντας φωνές και φασαρία απέξω. Ανοίγω το παράθυρο και βλέπω ολόκληρη την παραλία κάτω γεμάτη μαθητές και μαθήτριες από όλα τα σχολεία της Χαλκίδας να επευφημούν την Αλίκη που ήταν στο μπαλκόνι. Αυτή χαιρετούσε. Το είδα με τα μάτια μου και ήταν κάτι φοβερό αυτό που είδα. Ηταν μεγάλη σταρ η Αλίκη. Θα μπορούσε, είχε τα προσόντα να κάνει πιο σημαντικά, πιο ποιοτικά πράγματα».
Οι… ερωτικές φουρτούνες
Ο Γιάννης Φέρτης λατρεύτηκε από τις γυναίκες, αλλά τις λάτρεψε και εκείνος. Τρεις παντρεύτηκε και ακόμη μία που αγάπησε δεν την παντρεύτηκε. «Ηταν η Τάνια Τσανακλίδου αυτή που αγάπησα και δεν παντρεύτηκα. Η Τάνια δεν ήθελε τον γάμο, και καλά έκανε. Ούτε εγώ ήθελα, αλλά, εάν μου έλεγε να παντρευτούμε, θα το έκανα. Εκανα τρεις γάμους γιατί είχαν αυτή την ανάγκη οι γυναίκες. Από τη στιγμή που το ήθελαν εκείνες, εγώ γιατί να πω “όχι”;» ήταν τα λόγια του στη συζήτησή μας για τους έρωτες, τους γάμους και τις ερωτικές φουρτούνες της ζωής του.
Μια ζωή που τα είχε όλα. «Και γήπεδο πήγαινα, και ξενύχτια έκανα, και εκδρομές μόνος μου, και οδηγούσα για να ξεκουραστώ με μουσική ως το Σούνιο, και τα βουνά, ο Υμηττός και η Πεντέλη, με… γνώριζαν, γιατί πήγαινα και μάζευα λουλούδια ανάλογα με την εποχή». «Τη ζωή σας θα την κάνατε βιβλίο;» τον ρώτησα, λίγο προτού αποχαιρετιστούμε. «Γιατί να γίνει η ζωή μου βιβλίο; Αξίζω κάτι το ιδιαίτερο; Εγώ αισθάνομαι ότι είμαι ένα τίποτα. Αισθάνομαι ότι είμαι ένας καλός ηθοποιός. Αλλά μέχρι εκεί. Ποιος θα μας θυμάται ύστερα από χρόνια;» αναρωτήθηκε στο κλείσιμο της κουβέντας μας.
Την αληθινή απάντηση, όμως, την έδωσε ολόκληρη η Ελλάδα, που στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του, την Κυριακή στις 14 Απριλίου του 2024, «πάγωσε», λυπήθηκε αφάνταστα και σίγουρα δεν θα τον ξεχάσει ποτέ. Κι αν κάποτε για λίγο ξεχαστεί, υπάρχουν οι ταινίες του, τα θεατρικά του, τα μελωδικά του τραγούδια, η βελούδινη φωνή του, για να θυμίζει τον ξεχωριστό καλλιτέχνη, τον ωραίο άντρα και τον κορυφαίο θεατράνθρωπο, που έγραψε το δικό του μεγαλειώδες κεφάλαιο στην τέχνη.
Μία και μόνη πρόταση για να μπει στην πολιτική είχε δεχτεί σε ολόκληρη τη ζωή του από κόμμα που δεν θέλησε ποτέ να μας αποκαλύψει. «Μου είχε γίνει πρόταση από αρχηγό κόμματος. Με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε “θέλω να σας δω”. Πήγα στο σπίτι του και μου έκανε πρόταση για υποψηφιότητα σε ευρωεκλογές. Ομως εγώ δεν επρόκειτο ποτέ να πολιτευτώ. Εχω ψηφίσει όλα τα κόμματα, εκτός από ένα. Μη με ρωτήσετε ποιο. Δεν θα σας πω» ήταν τα λόγια του.