Μπορεί τα νούμερα του τουρισμού να εντυπωσιάζουν, με τις αφίξεις να φτάνουν σε ιστορικά υψηλά και την κυβέρνηση να θριαμβολογεί για τα έσοδα, όμως η πραγματικότητα για τους περισσότερους Έλληνες είναι πολύ διαφορετική – και πικρή.
Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία της Eurostat για το 2024, το 46% των Ελλήνων ηλικίας 16 ετών και άνω δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά ούτε μία εβδομάδα διακοπών μακριά από το σπίτι τους. Πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεπερνώντας ακόμη και χώρες με χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, όπως η Βουλγαρία (41,4%).
Πιο δύσκολα είναι τα πράγματα μόνο στη Ρουμανία, όπου το ποσοστό φτάνει στο 58,6%. Αντίθετα, σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο (8,9%), η Σουηδία (11,6%) ή η Ολλανδία (13,0%), η δυνατότητα για διακοπές θεωρείται σχεδόν δεδομένη.
Το οξύμωρο είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται ταυτόχρονα σε τουριστικό πυρετό. Τα νησιά και οι δημοφιλείς προορισμοί βουλιάζουν από τουρίστες, οι τιμές καταλυμάτων και εστίασης εκτοξεύονται, και πολλές περιοχές γίνονται πρακτικά απαγορευτικές για τους ίδιους τους κατοίκους της χώρας.
Η πολιτική της κυβέρνησης, με την πλήρη απελευθέρωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης (Airbnb) και τη μονοδιάστατη στροφή στον τουρισμό, έχει οδηγήσει σε φαινόμενα υπερτουρισμού, αύξησης ενοικίων και ακρίβειας, αφήνοντας πίσω τους μισθωτούς και τις οικογένειες μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων.
Κι ενώ το ΑΕΠ ενισχύεται από τις τουριστικές ροές, η κοινωνική ανισότητα μεγαλώνει. Το δικαίωμα στις διακοπές μετατρέπεται σε πολυτέλεια για λίγους.
Η ακρίβεια σε βασικά αγαθά, η πίεση από τα ενοίκια και οι χαμηλοί μισθοί πλήττουν πρώτα τις οικογένειες με παιδιά, τους νέους και τους ηλικιωμένους. Για πολλούς, ακόμη και η σκέψη ενός ταξιδιού με πλοίο ή διαμονής σε τουριστικό προορισμό είναι απαγορευτική.
Το αφήγημα της «αναπτυξιακής Ελλάδας» που επενδύει στον τουρισμό καταρρέει όταν η πλειοψηφία των πολιτών μένει καθηλωμένη στην πόλη, βλέποντας τις παραλίες από την τηλεόραση και τον τουρισμό να ευνοεί κυρίως μεγαλοξενοδόχους και διεθνείς επενδυτές.
Δείτε Επίσης: