Η καθημερινότητα των Ελλήνων καταναλωτών επιβαρύνεται όλο και περισσότερο από τις υψηλές τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς ακόμη και το 2025, οι λογαριασμοί παραμένουν ακριβοί, παρά τις μικρές διακυμάνσεις. Η τρέχουσα τιμή ανά κιλοβατώρα διαμορφώνεται στα 0,2241 ευρώ, ελάχιστα μειωμένη σε σχέση με το 2024 (0,2383 €/kWh), όμως αισθητά αυξημένη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Η αίσθηση πως «πληρώνουμε ακριβό ρεύμα» δεν είναι απλώς υποκειμενική. Τα δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σταδιακά αλλά σταθερά. Μέσα σε πέντε μόλις χρόνια, από το 2020 έως το 2025, το κόστος ρεύματος έχει αυξηθεί κατά 44,3%, ένα ποσοστό που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο από κανέναν προϋπολογισμό, είτε οικογενειακό είτε επιχειρηματικό.
Η τιμή του ρεύματος ήταν σχετικά σταθερή έως και το 2021, κοντά στα 0,155 ευρώ/kWh, όμως το 2022 σημειώθηκε η μεγαλύτερη ανατίμηση, όταν εκτινάχθηκε στα 0,3585 €/kWh — υπερδιπλάσια σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η αύξηση αυτή, σε μεγάλο βαθμό απόρροια της διεθνούς ενεργειακής κρίσης που προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις αυξημένες τιμές φυσικού αερίου, αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για χιλιάδες νοικοκυριά.
Από το 2023 και μετά παρατηρείται μια αποκλιμάκωση των τιμών, χωρίς όμως επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα. Η τιμή παραμένει επίμονα πάνω από τα 0,22 ευρώ/kWh, με αποτέλεσμα η οικονομική πίεση να συνεχίζεται – ιδίως για τα ευάλωτα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που καλούνται να ανταποκριθούν σε λογαριασμούς αυξημένους έως και κατά 50% σε σχέση με πέντε χρόνια πριν.
Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στις πρώτες θέσεις της Ευρώπης σε ό,τι αφορά το κόστος ρεύματος. Η σύγκριση είναι αποκαλυπτική: στην Ελλάδα η τιμή ανέρχεται σε 0,2383 €/kWh (2024), ενώ σε άλλες χώρες με παρόμοιο οικονομικό προφίλ όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι τιμές είναι σημαντικά χαμηλότερες – 0,2097 και 0,2056 €/kWh αντίστοιχα. Η Μάλτα μάλιστα διατηρεί την πιο χαμηλή τιμή ρεύματος στην Ευρώπη, μόλις 0,1348 €/kWh, σχεδόν στο μισό από την ελληνική.
Οι λόγοι για τη διαρκή επιβάρυνση των Ελλήνων καταναλωτών είναι σύνθετοι. Η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενες πρώτες ύλες, όπως το φυσικό αέριο, η περιορισμένη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα, αλλά και η υψηλή φορολογική επιβάρυνση στους λογαριασμούς (με ΦΠΑ, ρυθμιζόμενες χρεώσεις, ΕΤΜΕΑΡ κ.λπ.) δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή.
Παρά τις κυβερνητικές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια να στηριχθούν οι ευάλωτες ομάδες με επιδοτήσεις και προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης, οι ανατιμήσεις του παρελθόντος έχουν αφήσει έντονο αποτύπωμα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο συγκυριακό – είναι διαρθρωτικό, με χαρακτηριστικά που απαιτούν μια γενναία επανεξέταση της ενεργειακής πολιτικής της χώρας.
Αυτό που αναδεικνύεται με σαφήνεια είναι η ανάγκη για σταθερότητα στις τιμές ενέργειας και για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Η ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η αναβάθμιση των δικτύων, η αποθήκευση ενέργειας και η στήριξη της αυτοπαραγωγής αποτελούν κρίσιμες επιλογές για την ενεργειακή αυτάρκεια και τη μείωση του κόστους στο μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση, το ενεργειακό κόστος παραμένει ένα από τα πιο σημαντικά «βάρη» στην καθημερινότητα των πολιτών. Η σταδιακή αλλά σταθερή άνοδος της τιμής του ρεύματος τα τελευταία χρόνια καταδεικνύει την ανάγκη για άμεσες και ουσιαστικές λύσεις, όχι μόνο για την ανακούφιση των καταναλωτών, αλλά και για την προστασία της κοινωνικής συνοχής και της παραγωγικής δραστηριότητας στη χώρα.
Έργο Χατζηδάκη μετά την πώληση της ΔΕΗ, και στη συνέχεια του Σκυλακάκη με τα πολύχρωμα τιμολόγια ρεύματος.Ενα εργο με την υπογραφή της κυβέρνησης των άριστων