Και ξάφνου το…γεράκι του ΔΝΤ με του που άλλαξε ωκεανό ανακάλυψε ότι δεν πρέπει να πνίγουν την Ελλάδα με τα υπερβολικά πλεονάσματα. Ο λόγος για την κυρία Λαγκάρντ που βγήκε…αθώα να ζητήσει τη μείωσή τους κατά μια μονάδα! Και η κυβέρνηση που προεκλογικά το ζητούσε και μετεκλογικά το…πάγωσε βγήκε να πανηγυρίσει.
Που όμως οφείλεται αυτή η….ευαισθησία της κυρίας Λαγκάρντ; Δυστυχώς και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Και αυτό γιατί πάντα το ΔΝΤ, όταν μιλούσε για μικρότερα πλεονάσματα τα συνόδευε με σκληρά μέτρα λιτότητας, όπως η περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις και η μείωση του αφορολογήτου, αιτιάσεις τις οποίες κατάφερε να ακυρώσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Αντί λοιπόν να πανηγυρίζουν στη ΝΔ για τις πάγιες θέσεις του ΔΝΤ, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τονίζουν ότι οφείλουν πρώτον να απαντήσουν στους φορολογουμένους για ποιο λόγο παραπέμπουν τις δεσμεύσεις για μείωση των πλεονασμάτων στο 2021 , όπως είπε ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης στη συνάντησή του με την Άνγκελα Μέρκελ και δεύτερον, γιατί απέρριψαν χωρίς καν διαπραγμάτευση τη μείωση των πλεονασμάτων κατά 1% ετησίως, στο 2,5%, που είχε δρομολογήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μέσα από τον καταπιστευτικό λογαριασμό. Η απάντηση είναι απλή: Διότι εάν δεν είχε η κυβέρνηση το άλλοθι της «ανάκτησης της αξιοπιστίας» που επικαλείται για μέχρι το 2021, δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει σκληρές μνημονιακές πολιτικές εν είδει «μεταρρυθμίσεων», που οδηγούν στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την επαναφορά της εργασιακής ζούγκλας και ενδεχομένως όπως όλα δείχνουν.
Τι φέρνει η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων
Η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων θα μπορέσει να δημιουργήσει χώρο για φορολογικές ελαφρύνσεις και επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Αυτό αποτελεί κοινή παραδοχή για την κυβέρνηση όσο και για την αξιωματική αντιπολίτευση.
Από εκεί και πέρα ωστόσο τα δεδομένα διαφέρουν.
Τρεις μήνες πριν τις εκλογές, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προχώρησε στη μονομερή μείωση των πλεονασμάτων από το 3,5% στο 2,5%, επιστρατεύοντας την υπόθεση με τον καταπιστευτικό λογαριασμό. Έναν κλειστό λογαριασμό στον οποίον η κυβέρνηση έβαλε 5,55 δσ. ευρώ, όσα είναι δηλαδή τα χρήματα της τριετούς μείωσης του στόχου κατά 1% ετησίως. Με τον τρόπο αυτόν τα χρήματα των δανειστών ήταν εξασφαλισμένα, η μείωση του πλεονάσματος είχε επιτευχθεί και κανένα προαπαιτούμενο δεν είχε επιβληθεί για αυτό.
Αμέσως μετά τις εκλογές η ΝΔ, η οποία εξελέγη με σημαία της τη μείωση των πλεονασμάτων για μεγαλύτερη ανάπτυξη και φορολογικές ελαφρύνσεις, απέρριψε δίχως δεύτερη συζήτηση την πρόταση αυτή, για την οποία οι θεσμοί θέλοντας να αποφύγουν τυχόν πολιτική εμπλοκή στην προεκλογική περίοδο, είχαν αποφύγει να πάρουν θέση.
Αντί αυτού, η κυβέρνηση επένδυσε στην διετή εφαρμογή ενός μεταρρυθμιστικού πακέτου ως «δέλεαρ» προς τους δανειστές, προκειμένου από το 2021 να ανοίξει η συζήτηση για τη μείωση των πλεονασμάτων, πιθανότατα στοχεύοντας στον συνυπολογισμό των ANFAs και των SMPs, των επιστροφών των κερδών κεντρικών τραπεζών δηλαδή από τα ελληνικά ομόλογα, στο πρωτογενές πλεόνασμα.
Σήμερα λοιπόν η κυβέρνηση από τη μία εμφανίζεται ευχαριστημένη από τις δηλώσεις της Λαγκάρντ, από την άλλη αφήνει την κουβέντα για το 2021.
Τι λέει ο Τσακαλώτος
«Τη στιγμή που γίνεται μια μεγάλη συζήτηση, η Κρ. Λαγκάρντ κάνει τη δήλωση που έκανε, και σε όλη την Ευρώπη –ακόμη και στη Γερμανία– συζητάνε για το πώς θα αντιμετωπίσουν έναν νέο κύκλο ύφεσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει σταθερός στο ότι δεν υπάρχει ζήτημα πρωτογενών πλεονασμάτων ούτε για το 2019 ούτε για το 2020», δηλώνει στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο πρώην υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος με αφορμή τα όσα είπε η Κριστίν Λαγκάρντ για τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων στην Ελλάδα καθώς το 3,5% ασκεί υπερβολική πίεση στην ελληνική οικονομία και θα πρέπει να αντικατασταθεί με 1,5% – 2%.
«Απέρριψε, χωρίς έστω και ένα επιχείρημα, την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, που παρουσιάστηκε στο Ζάππειο, για τη μείωση των πλεονασμάτων από το 2020, αποδεικνύοντας την αδυναμία του να χτίσει πάνω στα επιτεύγματα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ταυτοχρόνως, και αντιθέτως με τον Αλέξη Τσίπρα, δεν έχει καμία πρόθεση να συμβάλει στην ευρωπαϊκή συζήτηση για τη μακροοικονομική πολιτική και τις αναγκαίες αλλαγές στην οικονομική και χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική της Ε.Ε., οι οποίες μάλιστα είναι ήδη στην ατζέντα», πρόσθεσε.