Έντονο αποτύπωμα στη δημόσια συζήτηση και αντιδράσεις ενδέχεται να προκαλέσει η απόφαση της Ελλάδας να προχωρήσει στη διάθεση μεγάλου όγκου στρατιωτικού υλικού προς την Ουκρανία μέσω διακρατικής συμφωνίας με την Τσεχία. Η κίνηση αυτή παρουσιάζεται ως αξιοποίηση πλεονάζοντος και παρωχημένου εξοπλισμού, ωστόσο εγείρει σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο επηρεάζεται η άμυνα της χώρας και αν είναι πολιτικά και ηθικά ορθό να αποστέλλεται πολεμικό υλικό σε μια εμπόλεμη ζώνη.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας ετοιμάζεται να παραχωρήσει 60 αυτοκινούμενα οβιδοβόλα M110A2 διαμετρήματος 203 χιλιοστών, μαζί με περίπου 150.000 βλήματα και γέμισμα ιδίου διαμετρήματος, καθώς και χιλιάδες ρουκέτες. Η στρατιωτική ηγεσία τα χαρακτηρίζει «Μη Επιχειρησιακά Αναγκαίο Στρατιωτικό Εξοπλισμό», επιμένοντας ότι πρόκειται για μέσα παλαιάς τεχνολογίας που δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες. Η αποτίμηση της συμφωνίας ανέρχεται σχεδόν στα 200 εκατομμύρια ευρώ, με το ποσό αυτό να προορίζεται για νέες εξοπλιστικές ανάγκες.
Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι η εξαγωγή δεν πλήττει την αμυντική θωράκιση, στρατιωτικοί κύκλοι δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους. Ειδικά η αφαίρεση οπλικών συστημάτων που χρησιμοποιούνται για την υποστήριξη των νησιών του ανατολικού Αιγαίου προκαλεί ανησυχία, αφού δεν υπάρχει σαφές σχέδιο αντικατάστασης τους. Η συγκυρία, μάλιστα, καθιστά τα ερωτήματα πιο πιεστικά: μπορεί μια χώρα με ανοιχτά μέτωπα ασφαλείας να αποδυναμώνει τις δικές της δυνατότητες, έστω και με υλικό που θεωρείται ξεπερασμένο;
Η καταγραφή του εξοπλισμού που δίνουμε στην Ουκρανία
Η αναλυτική καταγραφή του προς διάθεση οπλισμού δείχνει το εύρος της συμφωνίας: δεκάδες χιλιάδες βλήματα υψηλής εκρηκτικότητας, μακρού βεληνεκούς αλλά και βομβιδοφόρα, όπως τα M404 ICM και τα M509A1 DPICM. Τα τελευταία μάλιστα είναι πυρομαχικά διασποράς, τα οποία διασπείρουν εκατοντάδες υποβομβίδες. Πρόκειται για όπλα που διεθνώς έχουν δεχθεί σφοδρή κριτική, με τη Σύμβαση του Όσλο να έχει απαγορεύσει τη χρήση και τη διακίνησή τους. Η Ελλάδα δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση, γεγονός που τυπικά επιτρέπει τη διάθεση, όμως δεν μειώνει τα ερωτηματικά γύρω από την ηθική διάσταση μιας τέτοιας επιλογής.
Ο τελικός προορισμός του υλικού είναι τα ουκρανικά πεδία μαχών. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι πρόκειται για συμβολή της Ελλάδας σε μια συλλογική ευρωπαϊκή προσπάθεια στήριξης του Κιέβου. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: εξυπηρετείται έτσι το εθνικό συμφέρον ή πρόκειται για μια κίνηση που εμπλέκει τη χώρα βαθύτερα σε μια σύγκρουση χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστικός δημόσιος διάλογος;
Το ζήτημα συζητήθηκε και στη Διαρκή Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων. Τα κυβερνητικά μέλη υποστήριξαν την πρόταση, ενώ η αντιπολίτευση διατύπωσε έντονες επιφυλάξεις, επιμένοντας ότι η αποστολή στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία είναι μια επιλογή με βαρύ πολιτικό κόστος και αβέβαιες συνέπειες. Η τελική απόφαση εναπόκειται στο ΚΥΣΕΑ, το οποίο αναμένεται να συνεδριάσει υπό τον πρωθυπουργό.
Την ίδια στιγμή, σε άλλο μέτωπο στρατιωτικής διπλωματίας, η Αθήνα προωθεί και την αποστολή αμυντικού υλικού στον Λίβανο. Στο πλαίσιο μνημονίου συνεργασίας, η Ελλάδα θα διαθέσει τέσσερα ελικόπτερα UH-1H, εννέα τεθωρακισμένα οχήματα Μ-113 και ανταλλακτικά. Στόχος είναι η εμβάθυνση των διμερών σχέσεων και η στήριξη του λιβανικού στρατού που καλείται να επιτηρεί την εκεχειρία. Εδώ, βέβαια, η κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι τα παρωχημένα «Χιούι» θα αντικατασταθούν από νεότερα αμερικανικά Black Hawk, παρουσιάζοντας έτσι την αποστολή ως κίνηση «χαμηλού ρίσκου».
Παρά τις εξηγήσεις, η συνολική εικόνα αφήνει ανοιχτά ερωτήματα. Η χώρα εμφανίζεται να αποστέλλει συστηματικά στρατιωτικό υλικό σε εμπόλεμες περιοχές, χωρίς να έχει γίνει ευρύτερη συζήτηση για το τι σημαίνει αυτό για τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή και για τις ίδιες της τις αμυντικές ανάγκες….
Δείτε επίσης: