Από τα δύσκολα παιδικά χρόνια, τη μουντζούρα και τα καταγώγια, στην απόλυτη καταξίωση και τις τεράστιες επιτυχίες.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Espresso» και τον Βαγγέλη Καράλη, ο Βασίλης Καρράς είναι μια καλλιτεχνική κατηγορία μόνος του, κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου του με τίτλο «Από την αποθέωση της Ανατολής στο χειροκρότημα της Δύσης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μαλλιάρης.
Σε μια βαθιά εξομολόγησή του στον δημοσιογράφο Νίκο Δημαρά, ο οποίος έχει επιμεληθεί το εκδοτικό εγχείρημα, μιλάει εφ’ όλης της ύλης, ενώ παρουσιάζει τους στίχους και από 141 τραγούδια που έχει γράψει ο ίδιος και είτε τους έχει τραγουδήσει σε δικούς του δίσκους είτε τους έχει χαρίσει σε άλλους καλλιτέχνες, κυρίως νέους, με ανιδιοτέλεια, θέλοντας να τους βοηθήσει στα πρώτα τους βήματα.
Το βιβλίο αρχίζει με μια συνέντευξη που παραχώρησε ο σταρ του λαϊκού πενταγράμμου στον Νίκο Δημαρά, στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο μεγάλο του όνειρο να δημιουργήσει ένα κοινωνικό ίδρυμα για συναδέλφους του που έχουν ανάγκη, ενώ εκφράζει και το παράπονό του για πολιτιστικό οργανισμό της πόλης του, της Θεσσαλονίκης, οι ιθύνοντες του οποίου σνόμπαραν τη μουσική του!
Ο Βασίλης Καρράς γεννήθηκε στο Κοκκινοχώρι Καβάλας, προερχόμενος από φτωχή οικογένεια, με τον πατέρα του να έχει φύγει από τη ζωή σε νεαρή ηλικία. Ο ίδιος δούλευε από μικρός σε συνεργείο αυτοκινήτων για να ταΐζει την οικογένειά του, συνδυάζοντας το τραγούδι με τη μουντζούρα. «Δούλευα δέκα χρόνια σε συνεργείο, από τα 13 μέχρι τα 23. Πάλευα μέσα μου να δω τι θα κάνω. Ιδιαίτερα την ημέρα που πήρα το απολυτήριο από τον Στρατό δεν ήξερα αν θα γυρίσω στη μουντζούρα ή θα συνεχίσω το τραγούδι» περιγράφει ο καλλιτέχνης. Και συνεχίζει: «Είχα χάσει τον πατέρα μου πριν από λίγα χρόνια και η οικογένειά μου είχε μια ανασφάλεια για το τι θα κάνω, τι θα γίνει και πώς θα συντηρηθεί το σπίτι. Συνέχισα να κάνω για δυο χρόνια και τα δύο, το δίδυμο μουντζούρα – τραγούδι, αλλά τελικά γύρισα στο μικρόβιο. Ξεκινώντας από τα σκυλάδικα και τα καταγώγια χωρίς εξαερισμό και χωρίς τα στοιχειώδη. Και στα πόδια να τρέχουν αίματα. Τα λέω τόσο τραγικά γιατί αυτή είναι η αλήθεια».
Πηγαίνοντας στο σήμερα ο Βασίλης Καρράς μιλάει για τους συναδέλφους του, στιχουργούς και συνθέτες: «Βρισκόμαστε σε ένα σημείο που αντιγράφουμε ο ένας τον άλλον. Εχει καιρό να βγει κάτι καινούργιο που να συγκλονίσει το κοινό, να ταρακουνήσει τον χώρο μας. Κάνουμε μια άσχημη αντιγραφή ο ένας από τον άλλον» αναφέρει. Οσο για τα πρότυπα του δικού του παρελθόντος, ο Βασίλης Καρράς σημειώνει: «Πρότυπά μου ήταν ο Καζαντζίδης, ο Γαβαλάς, ο Στράτος, αλλά όχι για να τους αντιγράψω. Ακουγα και θαύμαζα όλους τους μεγάλους, τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη, μέσα από το λαϊκό τραγούδι».
Οι διαχωρισμοί στα μουσικά είδη
Ο ίδιος λέει τη γνώμη του και για τους διαχωρισμούς ανάμεσα στα μουσικά είδη. «Αυτός ο διαχωρισμός εμένα δεν μου κάθισε καλά. ένα καλό τραγούδι είναι ένα καλό τραγούδι, είτε δημοτικό είτε ροκ ή οτιδήποτε άλλο. Τώρα, ως προς το έντεχνο. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80 υπήρχε έντεχνο τραγούδι; Υπήρχε αυτό που λέγαμε Νέο Κύμα. Ε, λοιπόν, «στείλαμε» το νέο κύμα, το σκεπάσαμε και βγήκε έντεχνο… Υπήρχε εκείνη η ζεστασιά με τις μπουάτ, εκείνο το υπέροχο πράγμα. Το Νέο κύμα δεν υπάρχει; Ο Σαββόπουλος πού ανήκει;» αναρωτιέται ρητορικά.
Στη συνέχεια ο Βασίλης μιλάει για τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη, τον Παπαϊωάννου και άλλους θεμελιωτές του λαϊκού τραγουδιού. «Για τους μεγάλους δασκάλους δεν χρειάζεται να λέμε πολλά πράγματα. Το μόνο λυπηρό γεγονός είναι ότι αργά τους ανακαλύψαμε και αργά τους τιμήσαμε. Καλό είναι αυτοί οι άνθρωποι, οι καλλιτέχνες, οι αθλητές, οι ποδοσφαιριστές ή όποιοι έχουν δώσει στη ζωή τους κάτι σπουδαίο να τιμώνται εν ζωή και όχι μετά θάνατον. Αυτοί οι άνθρωποι που ανέφερες, οι παλιοί (ντρέπομαι να πω και τη λέξη «συνάδελφοι»), αυτοί οι μεγάλοι δάσκαλοι που, λέγοντας ένα τραγούδι τότε που υπήρχε και λογοκρισία, έτρωγαν ξύλο, έμπαιναν στη φυλακή, δεν είχαν να φάνε για να ζήσουν, που τράβηξαν όλα αυτά τα πράγματα, αυτοί έπρεπε να ζήσουν τότε την τιμή. Οχι μετά να ανακαλύψουμε τι έγραψε ο Τσιτσάνης. Δεν τον έβαζαν στο σπίτι τους. Ούτε στην πόρτα τους δεν έβαζαν τον Τσιτσάνη ή τον Ζαμπέτα, που πρόσφερε κι αυτός τόσα πολλά».
Οικονομικές δυσκολίες
Εκτενή αναφορά στο βιβλίο «Από την αποθέωση της Ανατολής στο χειροκρότημα της Δύσης» γίνεται, φυσικά, και στο μεγάλο όνειρο του Βασίλη Καρρά, που δεν είναι άλλο από το να βοηθήσει άνεργους τραγουδιστές και ηλικιωμένους καλλιτέχνες με οικονομικές δυσκολίες δημιουργώντας τη Στέγη Καλλιτεχνών Boρείου Ελλάδος, η οποία θα λειτουργεί υπό μορφή ιδρύματος. Οι σκοποί του σωματείου θα είναι φιλανθρωπικοί, με τη δημιουργία ξενώνα φιλοξενίας και σίτισης καλλιτεχνών και με κάθε είδους παροχή διευκολύνσεων σε άπορους και αναξιοπαθούντες καλλιτέχνες.
Το «όχι» από το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στον «άρχοντα της καψούρας»
Στις 184 σελίδες του βιβλίου του ο «άρχοντας της καψούρας» δεν διστάζει να εκφράσει δημόσια το μεγάλο του παράπονο επειδή αρνήθηκαν να του δώσουν το Μέγαρο Μουσικής για να δώσει μια μεγάλη συναυλία: «Θα ήθελα να παρουσιάσω μια δουλειά με τη μεγάλη ορχήστρα της πόλης μας, που αποτελείται από μικρά παιδιά. Είναι η Ορχήστρα Νέων Ελλάδος, η οποία εδρεύει στη Θεσσαλονίκη. Μου πρότειναν τα παιδιά μόνα τους να παρουσιάσουμε μια σειρά από τα τραγούδια μου με τα 160 όργανα των παιδιών και με άλλες 100 φωνές πίσω. Και θα ήθελα να γραφτεί αυτό στο βιβλίο που ξεκινάμε. Αισθάνθηκα πολύ χαρά και ζήτησα να μου δώσουν το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης για να παρουσιάσω αυτήν την δουλειά, αλλά μου το αρνήθηκαν παρακαλώ, γιατί η μουσική μου, λέει, δεν κάνει για το Μέγαρο … Αυτή η πόλη, λοιπόν, μου έδειξε για μια ακόμη φορά ότι με αγαπάει…» λέει ο Βασίλης Καρράς, ρίχνοντας το… καρφί του.
Δείτε επίσης: Διάσημοι μπαμπάδες φωτογραφίζονται με τις κόρες τους – Πόσο τους μοιάζουν;