Όταν η μεραρχία Aqui σφαγιάστηκε από τους ναζί στην Κεφαλλονιά

Must Read

Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει, λέγεται από τους ιστορικούς οι οποίοι εξηγούν πως η διατήρηση της ιστορικής συνείδησης είναι η έσχατη πράξη αντίστασης μέσα στη γενική παρακμή. Οι λαοί που δεν έχουν μνήμη δεν έχουν και μέλλον. Έτσι, σήμερα οφείλουμε όλοι να επαναφέρουμε στη μνήμη μας ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα τα οποία διεπράχθησαν από την γερμανική Βέρμαχτ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

  • Γράφει ο Τάκης Κάπρας

Πρόκειται για τη σφαγή της ιταλικής μεραρχίας Aqui η οποία έδρευε στην Κεφαλονιά. Και αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός ότι ποτέ δεν δόθηκαν εξηγήσεις, ποτέ δεν διατυπώθηκε μεταμέλεια και κανείς δεν καταδικάστηκε σαν εγκληματίας πολέμου.

Τον Απρίλιο του 1941 και μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, η διοίκηση των Επτανήσων ανατίθεται στην Ιταλία. Ο Άξονας πίστευε ότι αν επιχειρείτο από τους Συμμάχους απόβαση θα γίνονταν στην Ελλάδα. Όπως είναι γνωστό έγινε στη Σικελία (10 Ιουλίου του 1943) και ο φόβος των Γερμανών κυρίως για δεύτερο μέτωπο στα Βαλκάνια, φάνταζε υπαρκτός. Γι’ αυτό και μοίρασαν τις δυνάμεις τους αφήνοντας μια ισχυρή στρατιωτική παρουσία στα Επτάνησα. Έτσι, με την συμφωνία αυτή φτάνει στα νησιά του Ιονίου στις 29 Απριλίου του 1941 η Μεραρχία Aqui η οποία αφήνει τον κύριο όγκο της στην Κεφαλονιά – περίπου 10.000 στρατιώτες – ενώ άλλοι 3.000 στρατοπεδεύουν στην Κέρκυρα και άλλα μικρά τμήματα καταλαμβάνουν τα υπόλοιπα νησιά. Όπως έλεγαν μετά την απελευθέρωση οι Ιταλοί, στην Κεφαλονιά περνούσαν όμορφα, έκαναν καθημερινά βόλτες και είχαν συμφιλιωθεί με αρκετούς από τους κατοίκους του νησιού.

Να πούμε εδώ ότι Διοικητής της μεραρχίας Aqui είναι ο στρατηγός Antonio Gantin ενώ Διοικητής της 1ης πυροβολαρχίας του 33ου συντάγματος πυροβολικού, είναι ο λοχαγός Άμος Παμπαλόνι. Είναι ο λοχαγός, που κάποια χρόνια αργότερα, στο μυθιστόρημα του Λουίς Ντε Μπερνιέ θα γίνει ο λοχαγός Κορέλι με το σχετικό μαντολίνο. Η αναφορά του ονόματός του έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς ήταν από εκείνους που δεν θέλησαν να παραδοθούν στους Γερμανούς μετά από την συνθηκολόγηση της Ιταλίας την 7η Σεπτεμβρίου του 1943, και τους πολέμησε με τους λίγους στρατιώτες που είχε υπό τις διαταγές του.

Να σημειωθεί εδώ ότι με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας ο στρατάρχης Μπαντόλιο (είχε αναλάβει Πρωθυπουργός με εντολή του βασιλιά Vittorio Emanuele), δεν κηρύσσει αμέσως (1) τον πόλεμο στη Γερμανία, αφήνοντας έτσι εκτεθειμένο τον ιταλικό στρατό (700.000 περίπου) σε οποιοδήποτε μέτωπο κι’ αν βρισκόταν. Και εδώ ξεκινά ο γολγοθάς για τους δύστυχους Ιταλούς στρατιώτες. Οι Γερμανοί, φοβούμενοι ότι οι ιταλοί θα παραδώσουν τα όπλα τους στους αντάρτες (ΕΔΕΣ, ΕΛ.ΑΣ), απαίτησαν τον αφοπλισμό και την παράδοσή τους σε αυτούς. (Το μεγαλύτερο μέρος του ΕΛΑΣ της Δυτικής Ελλάδας εξοπλίστηκε πλήρως ή συμπλήρωσε τον οπλισμό του από τα όπλα της Άκουι της Κεφαλονιάς). Μάλιστα, τους υποσχέθηκαν ότι στη συνέχεια θα τους μετέφεραν στην Ιταλία.

Όμως, αρκετοί Ιταλοί όχι μόνο δεν θέλησαν να παραδοθούν, αλλά μεμονωμένα ή συντασσόμενοι με τμήματα της Ελληνικής Αντίστασης, πολέμησαν τους Γερμανούς.

Έτσι:
Στη Ρόδο: Μετά από σύντομη σύγκρουση, έξι χιλιάδες Γερμανοί αλεξιπτωτιστές και πεζοναύτες εξουδετέρωσαν 35 χιλιάδες Ιταλούς, και τους περιόρισαν σε στρατόπεδα εγκλεισμού.
Στη Λέρο: 8 χιλιάδες Ιταλοί, με την υποστήριξη βρετανικής ταξιαρχίας, αντιστάθηκαν στους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές και πεζοναύτες, αλλά νικήθηκαν και παραδόθηκαν.
Στη Σάμο: 8 χιλιάδες Ιταλοί της μεραρχίας Κούνεο, υποστηριζόμενοι από χίλιους Βρετανούς αλεξιπτωτιστές, 314 Έλληνες του Ιερού Λόχου και 800 αντάρτες του ΕΛΑΣ, είχαν αντισταθεί στη γερμανική απόβαση, αλλά τελικά πέρασαν στην Μικρά Ασία.
Στην Κέρκυρα: Εδώ η ιταλική φρουρά, υπό την αρχηγία του Λουίτζι Λουζινιάνι, αφόπλισε αρχικά 450 Γερμανούς, αλλά μετά την απόβαση της γερμανικής 1ης Ορεινής Μεραρχίας, μέρος των Ιταλών, συμπεριλαμβανομένου του Λουιζινιάνι, εκτελέστηκαν, οι άλλοι εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα. (Το μόνο ιταλικό τμήμα που δεν παραδόθηκε, και εν μέρει διασώθηκε ήταν η Μεραρχία Πινερόλο) (2).

Και στην Κεφαλονιά, όπου τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Συνέβησαν τα πιο τραγικά γεγονότα όταν, μετά από δεκαήμερη μάχη, οι Ιταλοί παραδόθηκαν και εκτελέστηκαν. Ο Γερμανός στρατηγός Φον Μπούτλαρ – Μπράντενφελς κατέθεσε ότι η εγκληματική διαταγή για τη δολοφονία των Ιταλών στην Κεφαλλονιά δόθηκε από τον Χίτλερ αυτοπροσώπως: «Ο Φύρερ ήταν εξαιρετικά αναστατωμένος και έδωσε την εντολή να μεταχειριστούν τους Ιταλούς αιχμαλώτους σαν να ήταν αντάρτες. Συνολικά 9.640 Ιταλοί δολοφονούνται, στην μεγαλύτερη, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, εξόντωση ένστολων κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Η ΣΦΑΓΗ

Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1943 φτάνει στην Κεφαλλονιά η γερμανική μεραρχία «Εντελβάϊς», ένα σώμα 4.000 επίλεκτων με διοικητή τον στρατηγό Χούμπερτ Λαντς και αποβιβάζονται στο νησί για να διαπραγματευτούν την παράδοση των Ιταλών. Όπως αναφέρεται ο Ιταλός στρατηγός Gantin έχει αποφασίσει την παράδοση ο στρατός εναντιώνεται. Η πυροβολαρχία του Παμπαλόνι είναι αυτή που θα βυθίσει ένα από τα δύο αποβατικά που από το Ληξούρι κατευθύνονται προς το Αργοστόλι.

Στις 12 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί αρχίζουν πλέον τις συστηματικές επιχειρήσεις εναντίον των Ιταλών. Όλο το νησί φλέγεται απ’ άκρο εις άκρο. Σύντομα οι Γερμανοί θα γίνουν κύριοι του νησιού και η αντίστροφη μέτρηση για τους άνδρες της Μεραρχίας Aqui θα αρχίσει. Ο γερμανός διοικητής του 11ου λόχου Άλφρεντ Ρίχτερ γράφει στα απομνημονεύματά του: «Tους χτυπήσαμε έτσι, όπως δεν χτυπήσαμε ποτέ κανέναν άλλον σε αυτόν τον πόλεμο».  Δυο μικρά ξαδέλφια, ο Σπύρος Γεωργακάτος και ο Διονύσης Λουρεντζάτος από σύμπτωση γίνονται αυτόπτες μάρτυρες στα Τρωϊαννάτα του μεγάλου μακελειού που έγινε στο χωριό τους.

Όπως οι ίδιοι διηγούνται, «…οι Γερμανοί είχαν αιχμαλωτίσει τους Ιταλούς και τους κρατούσαν κάτω από τις ελιές σημαδεύοντάς τους με τα αυτόματα. Κατά το μεσημέρι, ακούστηκε βόμβος από φορτηγά αυτοκίνητα και σε λίγο ξεπρόβαλε από την στροφή του δρόμου μια μεγάλη φάλαγγα από φορτηγά γεμάτα με πάνοπλους Ιταλούς που προωθούντο για ενισχύσεις στα Φραγκάτα. Πριν πλησιάσουν τα πρώτα σπίτια, βλέπουν μπροστά τους, τους άλλους Ιταλούς που είχαν ήδη αιχμαλωτίσει οι Γερμανοί. Στη στροφή που ο δρόμος έρχεται από τα Φραγκάτα κάνει την εμφάνισή της η φάλαγγα των Γερμανών, που γύριζαν νικητές από τη μάχη σε αυτό το χωριό. Οι Ιταλοί σαν τους είδαν σταματούν και δείχνουν πως δεν έχουν σκοπό να προβάλουν καμιάν αντίσταση. Σταματούν και μοιάζουν να περιμένουν τη μοίρα τους. Οι Γερμανοί τους κυκλώνουν και τους υποχρεώνουν να κατέβουν από τα αυτοκίνητα. Κι’ αυτοί κατεβαίνουν με τάξη και ησυχία και παραδίδουν τον οπλισμό τους. Στη συνέχεια τους βάζουν στη γραμμή και τους οδηγούν στο σχολείο του χωριού. Μέσα στο σχολείο, οι Ιταλοί, αφού συνέλθουν από την πρώτη έκπληξη αρχίζουν τα τραγούδια και τις χαρές, σίγουροι, πως σαν αιχμάλωτοι πολέμου και σύμφωνα με το πολεμικό Δίκαιο, οι Γερμανοί δεν θα τους πείραζαν και θα τους έστελναν στα σπίτια τους.

Μέχρι τα χαράματα οι χαρές και τα τραγούδια ακούγονταν έξω. «Μάνα έρχομαι στην αγκαλιά σου ξανά» τραγουδούσαν. Ήταν αδύνατο να φανταστούν τι τους περίμενε.
Όταν ξημέρωσε η 23η Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί πρωί-πρωί βγάζουν τους Ιταλούς από το σχολείο και τους οδηγούν στο δρόμο που τους είχαν συλλάβει. Κι’ ενώ οι Ιταλοί περίμεναν πως θα τους φορτώσουν στα αυτοκίνητα για να τους κατεβάσουν στο Αργοστόλι, αυτοί τους οδηγούν στο δρόμο που οδηγεί προς τον κάμπο και σταματούν στα πρώτα χωράφια, κοντά στον Αγλάμπη. Με τη βοήθεια κάποιου Ιταλού που γνώριζε γερμανικά τους διέταξαν να αφήσουν κάτω από τις ελιές τα σακίδιά τους και ό,τι άλλο ατομικό είχαν και τους οδήγησαν στο απέναντι χωράφι, που είχε μια λιθιά αφού το από πάνω μέρος ήταν ψηλότερo. Εκεί τους μέτρησαν. 30 αξιωματικοί και 602 οπλίτες.

Όση ώρα κρατούσε η διαδικασία της καταμέτρησης ένας Γερμανός αξιωματικός μιλούσε στο ασύρματο τηλέφωνο. Όταν το έκλεισε, με ένα του νεύμα άρχισαν τα στημένα από πριν πολυβόλα των Γερμανών να θερίζουν τους 632 Ιταλούς. «Στα Τρωϊαννάτα οι δήμιοι βάλανε φωτιά στον σωρό των πτωμάτων και η ατμόσφαιρα φλόμωσε από μυρουδιά ψημένου ανθρώπινου κρέατος» γράφει ο Βαγγέλης Σακκάτος στο βιβλίο του «Η σφαγή των Ιταλών στην Κεφαλονιά».

Ο Γερμανός διοικητής του 11ου λόχου Άλφρεντ Ρίχτερ γράφει στα απομνημονεύματά του : «…Στα νησιά της Κεφαλονιάς και της Κέρκυρας οι Ιταλοί αντιστάθηκαν και πίστεψαν μέσα στην παράλογη τύφλωσή τους και στην τόσο χαρακτηριστική τους αλαζονεία των ηλιθίων, ότι επρόκειτο να αλλάξουν τον ρου της Ιστορίας. Όσα αναγκάστηκαν να υποφέρουν οι συμπολεμιστές μας πέρα στην Αφρική και τη Σικελία εξαιτίας της προδοσίας τους μας έκαιγαν τα σωθικά. Και τους χτυπήσαμε, τους χτυπήσαμε έτσι όπως δεν χτυπήσαμε ποτέ κανέναν άλλον σε αυτόν τον πόλεμο».

Ο 15χρονος Παναγής Παπαδάτος επέστρεφε στο ορεινό χωριό του Κουρουκλάτα, όταν όπως διηγείται «είδα κοντά σε ένα εικονοστάσι πολλά σακίδια. Στη συνέχεια άκουσα πυροβολισμούς. Μόλις έστριψα, αντίκρισα 5 ή 6 Γερμανούς να παίρνουν δύο άνδρες από μια ομάδα Ιταλών που ήταν ζαρωμένοι στο χώμα. Μόλις που μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Τους έσυραν μέχρι την άκρη του δρόμου, μπροστά στους θάμνους και τους πυροβόλησαν. Κατρακύλησαν στην απότομη πλαγιά. Εκεί βρισκόταν ήδη ένας σωρός από πτώματα».

Η 1η Πυροβολαρχία του 33ου ιταλικού Συντάγματος υπό τη διοίκηση του λοχαγού Άμος Παμπαλόνι μετακινήθηκε στο χωριό Διλινάτα τη νύχτα προς την 21η Σεπτεμβρίου και εκεί αιχμαλωτίστηκαν από Γερμανούς. Ο Παμπαλόνι έλαβε διαταγή να παρατάξει τους άνδρες του σε φάλαγγα για να ξεκινήσουν πορεία. Αφηγήθηκε στον συγγραφέα: «Προχωρούσα δίπλα στον Γερμανό αξιωματικό, στην κεφαλή της μονάδας μου. Ξαφνικά ο υπολοχαγός Τονιάτο άρχισε να απαγγέλλει βροντόφωνα τη νεκρώσιμη ακολουθία. Ήθελα να τον επιπλήξω, γιατί πίστευα ότι αποκαρδίωνε τους άνδρες. Δεν πρόλαβα όμως, γιατί τη στιγμή εκείνη ο Γερμανός αξιωματικός με πυροβόλησε στον σβέρκο. Έπεσα με το κεφάλι στο έδαφος. Δεν έχασα τις αισθήσεις μου και δεν ένιωθα πόνο. Τα πόδια μου ήταν πάνω στο κεφάλι του δύσμοιρου Τονιάτο. Αυτός είχε πεθάνει ακαριαία. Άκουσα ριπές από πολυβόλα, τις κραυγές των στρατιωτών μου και μεμονωμένους πυροβολισμούς, μάλλον για να αποτελειώσουν τους τραυματίες».

Ο Άμος Παμπαλόνι ήταν ο μόνος που επέζησε από τη μονάδα του. Η σφαίρα διαπέρασε τον λαιμό του, χωρίς να χτυπήσει κάποιο ζωτικό σημείο. Έλληνες αντάρτες βρήκαν τον Παμπαλόνι γύρω στο μεσημέρι. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του, «εκτελέστηκαν περίπου 80 άνδρες». Τον φρόντισαν στο σπίτι του ιερέα στα Φαρακλάτα και αργότερα φυγαδεύτηκε από το νησί. Ο Γερμανός διερμηνέας Βάλερτ θυμόταν πως είχε δει μια ομάδα Ιταλών αξιωματικών που είχαν παραδοθεί στις 20 Σεπτεμβρίου και φρουρούνταν στον σταθμό διοίκησης της ομάδας μάχης. Αφού τους αφαίρεσαν τα όπλα τους, τους προειδοποίησαν ότι θα τους εκτελούσαν «εάν έβρισκαν επάνω τους και άλλα όπλα». Όταν «το βράδυ ανακαλύφθηκε σε κάποιον από τους αξιωματικούς μια σφαίρα», έγραψε ο Βάλερτ, «οι αξιωματικοί εκτελέστηκαν, παρά τις διαμαρτυρίες τους, και παρά τις εκκλήσεις όσων κατάγονταν από το Νότιο Τιρόλο ότι ήταν και αυτοί Γερμανοί».

Στις 21 Σεπτεμβρίου, αφού η μονάδα του μπήκε στα Φραγκάτα, ο Γερμανός αξιωματικός Άλφρεντ Ρίχτερ σημείωσε στο ημερολόγιό του:

«Δύο λόχοι αλπινιστών παραδίδονται χωρίς να ρίξουν έστω και μία σφαίρα. Είναι όλοι ήρεμοι και χαλαροί γιατί πιστεύουν ότι έσωσαν τη ζωή τους επειδή παραδόθηκαν οικειοθελώς. Μπαίνουμε στα Φραγκάτα και παραδίδουμε τους αιχμαλώτους μας. Εδώ έρχονται αντιμέτωποι με την τραγική τους μοίρα. Σε διμοιρίες, σύρονται στα κοντινά λατομεία και στα γύρω περιβόλια και θερίζονται από τα πολυβόλα του 98. Μένουμε στο χωριό δύο ώρες και όλο αυτό το διάστημα τα αυτόματα και τα πολυβόλα δεν σταματούν να σφυροκοπούν. Οι κραυγές φτάνουν μέχρι και μέσα στα σπίτια των Ελλήνων. Χωρίς να ληφθεί υπόψη η υπηρεσία του κάθε στρατιώτη εκτελούνται όλοι, μέχρι και τραυματιοφορείς και ιερείς. Κωμικοτραγική φιγούρα ήταν ένας αιχμάλωτος που προσπάθησε να σώσει τη ζωή του ανεβαίνοντας σε ένα βάθρο και τραγουδώντας άριες όπερας με ωραία φωνή, παίρνοντας μια πραγματικά ιταλική πόζα».

«Στις 22 Σεπτεμβρίου, υπογράφεται στις Κεραμειές, ένα χωριό της Λειβαθούς, από την ηγεσία των Ιταλών, η παράδοσή τους χωρίς όρους. Κι ο Γερμανός ταγματάρχης Harald von Hirschfeld, χορηγεί με διαταγή του στους Γερμανούς απόλυτη ελευθερία δράσης “κατά βούληση” για 48 ώρες. «Το επόμενο 48ωρο», έλεγε η διαταγή, «ανήκει στους Γερμανούς ολοκληρωτικά, απεριόριστα». Και οι «ήρωες» της μεραρχίας Εντελβάις, πέσανε με «ιερό μένος» πάνω στους ανυπεράσπιστους Ιταλούς αιχμαλώτους και τους εξολοθρεύανε μαζικά και με κάθε τρόπο».

Η παράδοση άνευ όρων έγινε από την ηγεσία της Άκουι, ύστερα και από το εξής τηλεγράφημα, που είχε ληφθεί στην Ιταλική Ναυτική Διοίκηση Αργοστολίου, από το ΓΕΣ της Ιταλίας: «Αδυνατούμε να αποστείλουμε αιτηθείσα βοήθεια. Επιφέρετε στον εχθρό τις κατά το δυνατόν σοβαρότερες απώλειες. Κάθε θυσία σας θα ανταμειφθεί. Στρατηγός Ambrosio».

«La casetta rossa», το «Κόκκινο Σπίτι» όπου οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους αξιωματικούς της Μεραρχίας Aqui και μεταξύ αυτών, το διοικητή της Μεραρχίας Antonio Gandin

(1) Η κυβέρνηση του Badoglio με εκπρόσωπό της το στρατηγό Castelano, άρχισε μυστικές διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση της Αγγλίας και των ΗΠΑ στις 15 Αυγούστου του 1943 στη Μαδρίτη. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν στη Λισαβόνα και ολοκληρώθηκαν στις 3 Σεπτέμβρη με την υπογραφή της συμφωνίας για την ιταλική συνθηκολόγηση. Η συμφωνία εκείνη δεν προέβλεπε τίποτα για την κατάργηση του φασισμού στην Ιταλία και την αποκατάσταση των συνεπειών από τη μακρόχρονη κυριαρχία του. Επίσης, δεν υπήρχε μέριμνα για την αποκατάσταση των ζημιών που είχε προκαλέσει η Ιταλία σε άλλες χώρες στη διάρκεια του πολέμου. Το μόνο που προβλεπόταν ήταν η διακοπή των πολεμικών επιχειρήσεων, ο επαναπατρισμός των αιχμαλώτων, ο αφοπλισμός του ιταλικού στόλου και της ιταλικής αεροπορίας και η παραχώρηση σε Αγγλία και ΗΠΑ του δικαιώματος να χρησιμοποιούν ανεμπόδιστα τα ιταλικά αεροδρόμια και τις ναυτικές βάσεις. Λίγο αργότερα, στις 13 Οκτώβρη του 1943 η κυβέρνηση Μπαντόλιο κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας.

(2) Επρεπε οι ιταλικές δυνάμεις να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ, με όλον τον οπλισμό τους και όλο το στρατιωτικό υλικό, για να μην αιχμαλωτιστούν από τους Γερμανούς,των οποίων ισχυρές δυνάμεις βρίσκονταν στη Λάρισα, αλλά και για τον λόγο ότι οι Αγγλοι ήθελαν και προσπάθησαν να παραμερίσουν τον ΕΛΑΣ και να παραδοθούν οι Ιταλοί στον ΕΔΕΣ. Σχετικά με αυτό το θέμα ο αρχηγός του ΕΛΑΣ στρατηγός Στέφανος Σαράφης γράφει στο βιβλίο του ο ΕΛΑΣ (σελ. 196-197): ”… Ο Κρις μού ανακοίνωσε ότι οι Ιταλοί ζητούσαν να συναντηθούμε και να συζητήσουμε για την παράδοσή τους. Πρόσθεσε, όμως, πως δε θέλουν να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ, γιατί φοβούνται μην τους σκοτώσουν. Αλλά θέλουν να παραδοθούν στον ΕΔΕΣ. Απάντησα πως η Θεσσαλία είναι περιοχή του ΕΛΑΣ, όπου ο ΕΔΕΣ δεν έχει κανένα τμήμα και κατά συνέπεια οι Ιταλοί, αν θέλουν να παραδοθούν, να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ ”.

Η Μεραρχία Pinerolo, η μοναδική ιταλική δύναμη στον χερσαίο χώρο που δεν παραδόθηκε στους Γερμανούς, είχε άλλη πορεία. Στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ» ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης, γράφει τα εξής:

Τη μεραρχία Πινερόλο διοικούσε ο στρατηγός Ινφάντε, που ήταν αγγλόφιλος και ήθελε να συνεχίσει τον πόλεμο με τους άγγλους και τους αντάρτες κατά των γερμανών. Από τη Λάρισα πήγε στα Τρίκαλα όπου δεν ήταν γερμανοί και άρχισε διαπραγματεύσεις με την Ι μεραρχία, τον άγγλο αντισυνταγματάρχη Χίλς και τον Άρη. Δε μπόρεσαν να συμφωνήσουν και με τον επιτελάρχη του, το συνταγματάρχη του ιππικού Μπέρτι, διοικητή του συντάγματος ιππικού της Αόστης, το συνταγματάρχη Φλούλη, τον Άρη και τον Χίλς ήρθαν στο χωριό Πόρτα. Εκεί κατεβήκαμε με τον άγγλο συνταγματάρχη Κρις και την αντιπροσωπεία του ΕΔΕΣ και ύστερα από συζητήσεις καταλήξαμε σε συμφωνία και υπογράψαμε το σχετικό πρωτόκολλο. Σύμφωνα μ’ αυτό, τα ιταλικά στρατεύματα θα έρχονταν στις γραμμές μας και θα ανασυντάσσονταν υπό την προστασία των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Όσοι από τους Ιταλούς ήθελαν να πολεμήσουν θα κρατούσαν τον οπλισμό τους και ως ότου προσαρμοστούν στον ανταρτοπόλεμο θα χρησιμοποιούνταν κατά μικρά οργανικά τμήματα χωρισμένα (λόχοι, τάγματα) και θα έπαιρνα θέσεις ανάμεσα στα ανταρτικά τμήματα. Τη διατροφή θα την αναλάμβαναν οι Άγγλοι. Όσοι από τους Ιταλούς δεν ήθελαν να πολεμήσουν, θα αφοπλίζονταν και θα κλείνονταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης”.

Γρήγορα όμως διαπιστώθηκε πως οι Ιταλοί στρατιώτες δεν είχαν καμία διάθεση να πολεμήσουν. Ο στρατηγός Adolfo Infante απάντησε πως η μεραρχία του είναι ανίκανη να αναλάβει την καταστροφή του αεροδρομίου της Λάρισας, όπως επιθυμούσε το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, αλλά θα μπορούσε να οργανώσει μια εθελοντική αποστολή από αεροπόρους και άλλους άνδρες και να επιδράμουν κατά του αεροδρομίου με σκοπό την καταστροφή των αεροπλάνων. Δυστυχώς όμως η επιχείρηση απέτυχε, κι αυτό ήταν ένα δείγμα της απροθυμίας των Ιταλών να πολεμήσουν και οι οποίοι φαίνεται πως τίποτα άλλο δεν επιθυμούσαν παρά την επιστροφή στην πατρίδα τους. Κάνοντας αυτές τις διαπιστώσεις ο ΕΛΑΣ και έχοντας και το προηγούμενο της Βερδικούσας στις 18 Σεπτεμβρίου, όπου από μια δύναμη 325 ανδρών μόνο οι 18 επέλεξαν να κρατήσουν τον οπλισμό τους, και με βάση το πρωτόκολλο που υπογράφηκε τις προηγούμενες ημέρες, ο ΕΛΑΣ επιθυμούσε τον αφοπλισμό τους. Οι υπόλοιποι σκόρπισαν στην περιοχή της Ευρυτανίας και όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν επέστρεψαν στην Ιταλία μετά το τέλος του πολέμου.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις τελευταίες & σημαντικές ειδήσεις.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο κανάλι μας στο YouTube για να είστε πάντα ενημερωμένοι.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο κανάλι μας στο Viber για να είστε πάντα ενημερωμένοι.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο newsbreak.gr

Κάθε σχόλιο δημοσιεύεται αυτόματα. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να αφαιρέσουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το newsbreak.gr ουδεμία νομική ή άλλη ευθύνη φέρει.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

εισάγετε το σχόλιό σας!
Πληκτρολογήστε το όνομα σας

Περισσότερα Βίντεο

Διαβάζονται τώρα

More Articles Like This