- Συνέντευξη στην Χριστίνα Χαλεπλίδου
H συναυλία της ερχόμενης Πέμπτης (5 Ιουνίου) στο Θέατρο Γης ήταν μόνο η αφορμή για μία συζήτηση της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη» με τον Γιώργο Νταλάρα που ξεκίνησε από τα πολλά πρόσωπα της Ελλάδας και πέρασε από τη μουσική και το ρεμπέτικο, στάθηκε στους δημιουργούς της Θεσσαλονίκης και το «βαρύ πνευματικό της υπόβαθρο», στην ιστορικότητα και την πολυπολιτισμικότητά της και κράτησε για το τέλος τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Είκοσι χρόνια από τον θάνατο του διακεκριμένου θεσσαλονικιού συνθέτη, η γενέτειρά του τιμά τον άνθρωπο που άφησε πίσω του τα μεγάλα τραγούδια του, την «άυλη πολιτιστική κληρονομιά μας» όπως τη χαρακτηρίζει ο Γιώργος Νταλάρας.
Γενναιόδωρος όπως πάντα με όσους το αξίζουν και αυστηρός όταν χρειάζεται ο σπουδαίος μουσικός και τραγουδιστής αναφέρεται και σε όλους όσους συνέβαλαν στην προσπάθεια να μας αφορά η Θεσσαλονίκη όχι μόνο για το παρελθόν αλλά και για το παρόν της και υπενθυμίζει στους διοικούντες ότι η πόλη είναι ένα σημαντικό κέντρο.
Από την Ελλάδα του Νάτανε το ’21 μέχρι τις Κάτι Ελλάδες, πόσες Ελλάδες παρεμβάλλονται; Πόσο έχει αλλάξει η σημερινή Ελλάδα;
Περάσαμε πολλά κι εμείς και οι Ελλάδες μας όλα αυτά τα χρόνια. Ελλάδες με χαρές και λύπες, Ελλάδες με ολοκληρωτισμούς κι ελευθερίες, Ελλάδες με καλύτερη ζωή και μετά με χειρότερη, Ελλάδες που άλλοτε ευημερούν κι άλλοτε παραμένουν κάτω από τα γιαπιά, Ελλάδες που μας πληγώνουν αλλά τις αγαπάμε, Ελλάδες που άλλοτε φωνάζουν κι άλλοτε σιωπούν, Ελλάδες που ονειρεύονται. Τις δικές μας Ελλάδες, γι’ αυτές που πάντα θα προσπαθούμε θα πασχίζουμε να τις κάνουμε καλύτερες.
Σας συναντήσαμε πρόσφατα στο Φεστιβάλ λαϊκής κιθάρας στη Θεσσαλονίκη. Θα ήθελα να μας πείτε τις εντυπώσεις σας γι’ αυτό. Πέρα από μια καταγραφή του ρόλου της, στο λαϊκό και το ρεμπέτικο, πιστεύετε ότι υπάρχει χώρος γι΄ αυτό το ηχόχρωμα και την τεχνική στο μουσικό μέλλον της χώρας;
Μα ήταν καταπληκτικά! Δεν ήταν μόνο οι συναυλίες αυτές τις τρεις μέρες του φεστιβάλ. Ήταν και οι συζητήσεις, οι ομιλίες, η προβολή ντοκιμαντέρ, οι εκδόσεις, ήταν η έκθεση οργανοποιίας και κυρίως η παρέα. Ήθελα να είχα περισσότερο χρόνο να τα παρακολουθούσα όλα. Μπράβο στον Δημήτρη Μυστακίδη, μπράβο του! Σε αυτόν και στους συνεργάτες του. Μακάρι να μπορούσε να γίνει θεσμός και κυρίως να συνεχίζουν να το στηρίζουν και η Πολιτεία και ο Δήμος. Γιατί το έχει ανάγκη και η πόλη και οι μουσικοί. Η λαϊκή κιθάρα και το ηχόχρωμά της στο ρεμπέτικο έχει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πορεία και μπορούμε να πούμε πως δημιούργησε σχολή. Ο ρόλος της αρχικά ήταν συνοδευτικός αλλά αργότερα εμφανίστηκαν μια σειρά από κιθαρίστες-σολίστες που το παίξιμό τους ειδικά στις παλιές ηχογραφήσεις έμεινε. Είναι η τεχνική της λαϊκής κιθάρας, η δυναμική και η εκφραστική της αυτονομία που μπορεί να αυτοπεριορίζεται μερικές φορές αλλά είναι πάντα εμφανή τα παραπάνω στοιχεία. Ο Μυστακίδης είναι μουσικός, είναι κιθαρίστας, είναι και δάσκαλος. Παίζει, διδάσκει, μιλάει πολύ ωραία και ψάχνει πολύ τις πηγές και τους τρόπους παιξίματος της λαϊκής κιθάρας.
Η Θεσσαλονίκη σας έχει αγκαλιάσει από την αρχή της πορείας σας. Με τη ματιά του παρατηρητή, βλέπετε κάποια σημαντική αλλαγή στην πόλη τα τελευταία χρόνια;
Σας αγαπώ κι έχω καταλάβει ότι με αγαπάτε! Είναι μια μακριά σχέση και όσες φορές τραγουδήσαμε ένιωσα την αγάπη και την εκτίμηση των ανθρώπων. Κι επειδή, όπως είπατε, έρχομαι στη Θεσσαλονίκη από το ξεκίνημά μου, πρέπει να πω μία διαπίστωση. Το κοινό της Θεσσαλονίκης αν σε αποδεχτεί από την αρχή δεν πρόκειται να σε βγάλει από την αγκαλιά του ποτέ. Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη με βαρύ πνευματικό και πολιτιστικό υπόβαθρο αλλά συνεχίζει να είναι μία πόλη με πολιτιστική προσφορά. Η ποίηση και η μουσική είχε κι έχει συνεχώς αναφορές στη Θεσσαλονίκη. Κι αυτό το χρωστά στον Σταύρο Κουγιουμτζή, στον Διονύση Σαββόπουλο, στον Μανώλη Αναγνωστάκη, στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, στον Νίκο Παπάζογλου, στον Γιώργο Σκαμπαρδώνη, στον Γιώργο Ζήκα και σε όλους όσους συνέβαλαν στην προσπάθεια να μας αφορά η πόλη όχι μόνο για το παρελθόν της αλλά και για το σπουδαίο παρόν της. Γιατί οι πόλεις είναι οι άνθρωποί της. Και βέβαια γίνανε αλλαγές στην πόλη, όχι ίσως όσες ονειρεύτηκαν οι πολίτες της. Γιατί η Θεσσαλονίκη είναι μια ιστορική πόλη αλλά και μια σύγχρονη πόλη, είναι ένα σημαντικό κέντρο κι αυτό πρέπει να το λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν όσοι τη διοικούν. Θυμάμαι την προσπάθεια του φίλου Γιάννη Μπουτάρη να «ανοίξει» η πόλη και να επαναπροβάλλει την πολυπολιτισμικότητά της. Είναι ίσως από τα πιο σημαντικά στοιχεία της Θεσσαλονίκης αυτή η πολυπολιτισμικότητα.
Ας επιστρέψουμε στη μουσική και το ρεμπέτικο τραγούδι που αγαπάτε ιδιαίτερα. Με δεδομένο ότι πολλά στιχάκια αναφέρονται σε χρήση ουσιών κι έναν περιθωριακό τρόπο ζωής έξω από τον δικό σας αξιακό κώδικα ποια είναι η προσωπική ισορροπία που έχετε αναπτύξει για να προσεγγίσετε ερμηνευτικά αυτά τα τραγούδια;
Όσα τραγούδια και να πω όσες συνεργασίες και να κάνω δεν θα είχα καθόλου ισορροπία εάν δεν τραγουδούσα αυτά τα τραγούδια. Το ρεμπέτικο είναι η δική μου βιωματική σχέση με το τραγούδι. Η μεγάλη ιστορία του, οι μουσικές, ο ιδιαίτερος ήχος, οι ρυθμοί, οι δρόμοι. Αναφερθήκατε στο περιθώριο και στη ζωή των μουσικών του ρεμπέτικου. Είναι αλήθεια πως λόγω και της ζωής του πατέρα μου το βίωσα αυτό. Εγώ όμως, άλλη γενιά πια, κράτησα μόνο τη μουσική κι όχι τον ρεμπέτικο τρόπο ζωής. Από μικρό παιδί, 12 χρονών νομίζω, άρχισα να αποστηθίζω εκατοντάδες τραγούδια και μαζί αποφάσισα να είμαι συνεπής και σοβαρός. Και γιατί κατάλαβα πως μόνο εάν ήμουν υγιής θα μπορούσα να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα. Και σε αυτά τα όνειρα δεν συμπεριλαμβανόταν η ρεμπέτικη ζωή. Πέρα όμως από αυτό, τους αγάπησα αυτούς τους ανθρώπους, κατανόησα τα πάθη τους και πάνω απ’ όλα κατανόησα τον μεγάλο πλούτο του ρεμπέτικου που ήταν η συνέχεια της βυζαντινής μουσικής. Λιτανείες από μάγκες. Ακόμη και το κομμάτι που αναφέρεται στις ουσίες είναι πολύ ενδιαφέρον κι έχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία αυτού του τραγουδιού. Μπορούμε να δούμε τις αφετηρίες, τις αναφορές αλλά και την εξέλιξή του. Το τραγούδι αυτό ξεκίνησε ως περιθωριακό, η θεματολογία του στην αρχή αυτό εξέφραζε αλλά κατάφερε τελικά κάτι πολύ σπουδαίο στην εξέλιξή του: να μιλήσει για όσα ήθελε να πει ο καθημερινός ταπεινός άνθρωπος. Κατάφερε να μιλήσει όχι μόνο για τα πάθη αλλά και για την αδικία, τη φτώχια, τον ξεριζωμό, την αγάπη, την ελπίδα. Αυτοί είναι οι λόγοι που το «παλιό» ρεμπέτικο θα ταξιδεύει στο μέλλον πάντα με σιγουριά και περηφάνια…
Μέσα από τη δισκογραφία σας μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει σε μεγάλο βαθμό και τη διαδρομή της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας. Πιστεύετε ότι το ίδιο συμβαίνει και σήμερα και με τα νέα είδη που ακούνε κυρίως οι νέοι όπως η ραπ και η τραπ; Τελικά το τραγούδι επηρεάζει ή περισσότερο επηρεάζεται από τις εξελίξεις;
Είναι πολλά τα χρόνια, έζησα πολλές και διαφορετικές εποχές, τα τραγούδια μας τραγουδήθηκαν από διαφορετικές γενιές και τραγουδιούνται ακόμη. Είναι σκληρή η ζωή των νέων παιδιών. Εμείς είμαστε μια τυχερή γενιά. Δεν ζήσαμε πολέμους. Η νέα γενιά όμως βιώνει έναν άλλου είδους πόλεμο, αυτόν της ανέχειας, της αποξένωσης, της αδικίας. Πόσο οξύμωρο ακούγεται όταν η τεχνολογία έχει φτάσει στο ανώτερο επίπεδο και θα έπρεπε να ήταν αλλιώς η πραγματικότητά τους. Η πραγματικότητα όμως κυριεύεται από τη βία. Μιλήσατε για την ραπ και τη τραπ. Πρώτα από όλα θα πρέπει να διαχωρίσουμε την ραπ από την τραπ. Κυρίως όσον αφορά στη θεματολογία αλλά και στους στίχους. Γιατί στη ραπ βρίσκουμε στοιχεία, κυρίως στον στίχο που δεν είναι καθόλου αποκαρδιωτικά, το αντίθετο. Στην τραπ όμως οι στίχοι μας αποκαρδιώνουν. Πρέπει να σκεφτούμε όμως και να αναρωτηθούμε τι κάνει αυτά τα παιδιά να εκφράζονται έτσι, τι τα ωθεί να χρησιμοποιούν στίχους που υμνούν τη βία και την επιθετικότητα στην ουσία. Η πανδημία σε συνδυασμό με την δεκαετή οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα, ειδικά στους νέους. Αντί να τους ζητήσουμε τον λόγο ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι τους οδήγησε σε αυτά τα εκφραστικά αδιέξοδα.
Έχετε πει ότι θα προτιμούσατε να είχατε μιλήσει λιγότερο τα προηγούμενα χρόνια. Υπάρχει κάτι άλλο που θα αλλάζατε από το παρελθόν σας; Υπάρχει κάποια συμβουλή που θα έδινε ο σημερινός Νταλάρας στον νεαρό Γιώργο;
Να μην δίνει τόσες πολλές συνεντεύξεις και να μην μιλάει για τόσο σοβαρά θέματα. Να είναι πιο επικοινωνιακός, πιο χαριτωμένος. Θα μπορούσα να είμαι, ναι. Μοιάζω όμως αυστηρός κι απόλυτος και είμαι δυστυχώς. Αφοσιώθηκα στη μουσική, στο όνειρο μου, σε τραγούδια που μπορούν να ενώσουν όλους τους ανθρώπους σε έναν κοινό μύθο. Πήρα σοβαρά και το τραγούδι και τους δασκάλους μου που το υπηρέτησαν. Κι αν φαίνεται ή ακούγεται υπερβολή αυτό στα αυτιά κάποιων, εγώ αυτή τη συμβουλή θα έδινα όχι μόνο στον νεαρό Γιώργο αλλά και σε κάθε τραγουδιστή και μουσικό. Να μην ζαλιστούν ή γοητευτούν από το εφήμερο αλλά να μελετήσουν πολύ και να αποκτήσουν βάσεις ώστε να πάνε παραπέρα και να εξελίξουν αυτό που αγαπάνε. Με σεβασμό στο τραγούδι και στο κοινό που μας έχει τιμήσει με την εμπιστοσύνη του, με σοβαρότητα κι ευθύνη και σκληρή δουλειά κάθε μέρα. Γιατί το καλύτερο δεν είναι εχθρός του καλού. Το καλύτερο είναι καλύτερο.
Πρόσφατα έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος παραγωγός Αχιλλέας Θεοφίλου. Στην σχετική ανάρτηση γράψατε: «Μαζί με τον Αχιλλέα φεύγει ένα κομμάτι της ζωής μου. Τα χρόνια της αθωότητας». Τι έρχεται μετά, τι αντικαθιστά των αθωότητα;
Ιδανικά η αθωότητα δεν πρέπει να αντικαθίσταται ποτέ. Κανονικά θα έπρεπε σε αυτήν να προστίθεται η γνώση, όμως η πραγματικότητα είναι σκληρή και η παιδική αφέλεια και αγνότητα όσο μεγαλώνουμε δεν αντέχει την πραγματικότητα. Όταν αναφέρομαι στα χρόνια της αθωότητας εννοώ την εποχή των ονείρων, της αδιάψευστης ελπίδας και της υπέροχης νιότης με την ακατάπαυστη ορμή. Αυτά τα ζήσαμε στα πρώτα βήματά μας μια παρέα ανθρώπων, ανάμεσά τους και ο Αχιλλέας.
Ο Γιώργος Νταλάρας έχει κάποιο μουσικό απωθημένο; Υπάρχει κάτι που θέλατε να κάνετε και δεν σας δόθηκε η δυνατότητα; Ποια είναι τα σχέδια σας για το επόμενο διάστημα;
Εφόσον αποδεχόμαστε και συμφωνούμε πως η μουσική δεν έχει όρια τότε καταλαβαίνετε πως και οι μουσικοί δεν σταματάνε να ονειρεύονται, δεν σταματάνε να μελετάνε, δεν σταματάνε να πειραματίζονται. Δεν ξέρω πόσα κατάφερα από όσα ονειρεύτηκα. Άλλωστε την μουσική εγώ την κυνήγησα κι ακόμα την κυνηγώ. Ατέλειωτες ώρες στο στούντιο και ποτέ δεν κουράστηκα, ήμουν ευτυχισμένος. Είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος επειδή έκανα το όνειρό μου δουλειά. Και συνεχίζω. Με τη συνεργασία με τον Βασίλη (Παπακωνσταντίνου), με τα ρεμπέτικα στην Ευρώπη, με δίσκους και συνεργασίες με νέους μουσικούς.
Κλείνοντας να πούμε και τι θα ακούσουμε στη συναυλία της 5ης Ιουνίου στο Θέατρο Γης;
Για μια ακόμη φορά στη Θεσσαλονίκη. Και για μια φορά ακόμα με τα τραγούδια του Σταύρου Κουγιουμτζή, του δικού σας Σταύρου Κουγιουμτζή του δικού μου Σταύρου. Φέτος είναι τα 20 χρόνια από τον ξαφνικό του θάνατο. Μια απώλεια που προσωπικά με σημάδεψε. Ένιωσα πως έχασα έναν άνθρωπο της οικογένειάς μου. Τα τραγούδια του Κουγιουμτζή μου έδωσαν φωνή σε δύσκολες εποχές και όπως ο χρόνος απέδειξε έγιναν και η φωνή των ανθρώπων. Ένωσαν ακροατές από διαφορετικούς πολιτισμούς, από χώρες που δεν θα μπορούσα να φανταστώ. Τιμάμε τον Σταύρο Κουγιουμτζή τραγουδώντας ξανά τα τραγούδια του. Έγιναν δύο συναυλίες αξέχαστες στην Αθήνα, δυο συναυλίες με τον κόσμο να τραγουδά από το πρώτο μέχρι το τελευταίο τραγούδι και να χειροκροτά ενθουσιασμένος. Δεν γινόταν να μην παίξουμε στη Θεσσαλονίκη. Δεν γινόταν να μην τραγουδήσουμε τον Σταύρο στη γενέτειρά του. Μαζί μας θα είναι αυτή τη φορά ο Χρήστος Μάστορας, ένας νέος καλλιτέχνης με καλή φωνή που δείχνει πως θέλει να τραγουδήσει ένα ρεπερτόριο που ενώνει το παρελθόν με το σήμερα. Γιατί τα τραγούδια του Κουγιουμτζή αγαπιούνται πολύ και σήμερα. Είναι η άυλη κληρονομιά μας και αυτή η σπουδαία παράδοση πρέπει να συνεχίσει. Δεν είναι μόνο ο Χρήστος Μάστορας όμως. Μαζί μας θα είναι και η Ασπασία Στρατηγού και η Βιολέτα Ίκαρη δυο καταπληκτικές τραγουδίστριες, καθώς και η κόρη του Σταύρου, η Μαρία που τιμά την κληρονομιά του πατέρα της. Και βεβαίως μία πολυμελής ορχήστρα με σπουδαίους σολίστες μουσικούς. Χαίρομαι πολύ γι’ αυτή τη συναυλία και περιμένω με αγωνία να ακούσω ξανά τη διάσημη χορωδία των ακροατών της Θεσσαλονίκης…