Ένα φρικτό έγκλημα που αποκαλύφθηκε στην επαρχία Limpopo της Νοτίου Αφρικής έχει προκαλέσει παγκόσμια κατακραυγή, αναμοχλεύοντας βαθιά κοινωνικά και φυλετικά τραύματα σε μια χώρα που έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Ένας 60χρονος λευκός αγρότης, ο Zachariah Johannes Olivier, και οι δύο υπάλληλοί του, Adrian de Wet, 19 ετών, και William Musora, 50 ετών, κατηγορούνται για τον άγριο φόνο δύο μαύρων γυναικών, της 45χρονης Maria Makgato και της 34χρονης Lucia Ndlovu, καθώς και για την απόπειρα δολοφονίας του συζύγου της δεύτερης.
Σύμφωνα με την αστυνομία, οι δύο γυναίκες είχαν εισέλθει στο αγρόκτημα, που βρίσκεται έξω από το Polokwane, σε αναζήτηση τροφής τον περασμένο χρόνο. Εκεί φέρεται να δέχθηκαν πυρά από τους τρεις άνδρες. Μετά τη δολοφονία τους, τα σώματα των γυναικών, όπως καταγγέλλεται, δόθηκαν σε χοίρους για κατανάλωση, σε μια φρικιαστική προσπάθεια να εξαφανιστούν τα ίχνη του εγκλήματος.
Η υπόθεση έχει συγκλονίσει τη νοτιοαφρικανική κοινωνία, με την οικογένεια των θυμάτων να ζητά παραδειγματική τιμωρία των δραστών, ενώ μαζικές διαδηλώσεις οργανώνονται έξω από το Ανώτατο Δικαστήριο του Limpopo, όπου διεξάγεται η δίκη. Στην αίθουσα βρίσκονται επίσης υποστηρικτές των θυμάτων, καθώς και μέλη του αριστερού κόμματος Economic Freedom Fighters (EFF), το οποίο ζητά το κλείσιμο του αγροκτήματος και την πλήρη μεταρρύθμιση του γεωργικού συστήματος της χώρας.
Η μαρτυρία από την Αφρική που συγκλόνισε
Ο σύζυγος της Lucia Ndlovu, ο οποίος βρισκόταν μαζί της και την Maria Makgato στο αγρόκτημα, επέζησε από την επίθεση, αν και τραυματισμένος, και φέρεται να αποτελεί το βασικό πρόσωπο-κλειδί στην υπόθεση. Όπως δήλωσε στην αστυνομία, ο ίδιος, η σύζυγός του και η φίλη τους είχαν μεταβεί στην περιοχή για να συλλέξουν φαγώσιμα από τη φύση —μια πρακτική που δεν είναι ασυνήθιστη σε φτωχές αγροτικές κοινότητες. Αντί όμως για κατανόηση, όπως είπε, τους περίμενε ενέδρα και ένοπλη επίθεση.
Το πιο σοκαριστικό στοιχείο της υπόθεσης αφορά τον χειρισμό των πτωμάτων των δύο γυναικών. Σύμφωνα με την αστυνομία και τα ιατροδικαστικά ευρήματα, τα σώματα δόθηκαν σε χοίρους του αγροκτήματος, πιθανότατα για να εξαφανιστούν πλήρως τα αποδεικτικά στοιχεία. Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει ιδιαίτερη φρίκη, αναδεικνύοντας όχι μόνο την αγριότητα των δραστών, αλλά και μια σκοτεινή πλευρά της νοτιοαφρικανικής υπαίθρου, όπου ο νόμος συχνά εφαρμόζεται κατά το δοκούν.
Φυλετική ένταση και ανισότητα
Η υπόθεση αυτή έχει αναδείξει ξανά τις βαθιές φυλετικές και κοινωνικοοικονομικές ανισότητες που εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν τη Νότιο Αφρική, τρεις δεκαετίες μετά την επίσημη κατάργηση του απαρτχάιντ. Η αγροτική γη στη χώρα εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να ανήκει στη λευκή μειονότητα, ενώ οι περισσότεροι εργάτες γης είναι μαύροι, με χαμηλά ημερομίσθια και περιορισμένα δικαιώματα. Οι μαρτυρίες οργανώσεων για τα δικαιώματα των εργαζομένων μιλούν για καθημερινές καταχρήσεις, φτωχές συνθήκες διαβίωσης και ανεξέλεγκτη εργοδοτική βία.
Το κόμμα EFF, το οποίο έχει επανειλημμένα ζητήσει την απαλλοτρίωση γης χωρίς αποζημίωση από λευκούς αγρότες, θεωρεί την υπόθεση αυτή σύμβολο της αποτυχίας του κράτους να προστατεύσει τους πιο ευάλωτους πολίτες του. Εκπρόσωπός τους, έξω από το δικαστήριο, δήλωσε: «Δεν είναι μόνο ζήτημα εγκλήματος, είναι ζήτημα συστημικού ρατσισμού και ατιμωρησίας που ενθαρρύνει φαινόμενα όπως αυτό».
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν πολλαπλές κατηγορίες: διπλή ανθρωποκτονία, απόπειρα δολοφονίας, παράνομη κατοχή πυροβόλου όπλου, καθώς και παρεμπόδιση της δικαιοσύνης. Ο 50χρονος William Musora, υπήκοος Ζιμπάμπουε, αντιμετωπίζει επιπλέον κατηγορία για παραβίαση της νομοθεσίας περί μετανάστευσης, καθώς φέρεται να διαμένει παράνομα στη Νότιο Αφρική.
Η δίκη βρίσκεται σε εξέλιξη και δεν έχει δοθεί ακόμη απάντηση από τους κατηγορούμενους αναφορικά με την ενοχή τους. Η υπεράσπισή τους δεν έχει εκδώσει επίσημη δήλωση, ενώ οι οικογένειες των θυμάτων ζητούν την αυστηρότερη δυνατή ποινή, χαρακτηρίζοντας την υπόθεση «έγκλημα μίσους».