Η συμμετοχή της Chevron στον διαγωνισμό έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων αποτελεί -αναμφισβήτητα- θετική εξέλιξη. H εθνική αξιοποίησή της θα εξαρτηθεί από τα πραγματικά στοιχεία (έκταση και μείγμα κοιτασμάτων και κόστος εξόρυξης) και, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, από τις ευρύτερες εξελίξεις στη ΝΑ Μεσόγειο τα προσεχή χρόνια.
Οι υπερβολικοί πανηγυρισμοί και η μεγάλη -σκόπιμα φιλοτεχνημένη- δημοσιότητα μόνον κακό μπορούν να κάνουν. Ενώ ακόμα δεν έχει υπογραφεί σύμβαση και δεν υφίσταται καν αρχικό πλάνο για τις δοκιμαστικές εργασίες του πλωτού γεωτρύπανου, η κυβέρνηση εξαγγέλλει, μεγαλοπρεπώς, ότι έρχεται «πρόοδος και ευημερία για όλες τις Ελληνίδες και όλους τους Ελληνες».
Αλλη μια τρανταχτή επιβεβαίωση της παρομοίωσης ότι το υπουργικό σχήμα Μητσοτάκη λειτουργεί «σαν ΣΥΡΙΖΑ με γραβάτα». Γιατί παρόμοια λέγονταν, την περίοδο 2017-2019, για την έλευση των ExxonMobil και Total στα θαλάσσια οικόπεδα δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης. Ανώτερο στέλεχος της ExxonMobil, με ελληνική καταγωγή, είχε φτάσει να συμβουλεύσει «σταματήστε πια»!
Σε κάθε περίπτωση, η προπαγάνδα έχει μικρή αξία ενώπιον των μεγάλων εκκρεμοτήτων, οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
Η κυβερνητική εκδοχή πως η συμμετοχή της Chevron αποτελεί de facto ακύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου δεν έχει, δυστυχώς, καμία σχέση με την αλήθεια. Η Ουάσινγκτον αντιμετωπίζει μεν, από το 2019, το μνημόνιο ως παράνομο και προκλητικό, που δεν παράγει αποτελέσματα χωρίς τη συναίνεση της Ελλάδας, αλλά έχει καταστεί σαφές διά της διπλωματικής οδού ότι οι ΗΠΑ «δεν λαμβάνουν θέση για διαφορές θαλάσσιας δικαιοδοσίας» και, επιπλέον, ενθαρρύνουν «την ειρηνική επίλυση των διαφορών μέσω διαλόγου».
Το μήνυμα αυτό έχει μεταφερθεί στην ελληνική πλευρά από την εποχή της πρώτης θητείας Τραμπ, παρέμεινε αναλλοίωτο επί διοίκησης Μπάιντεν και επαναλαμβάνεται σταθερά ως σήμερα. Επίσης, όπως και με τις μελλοντικές έρευνες της Chevron, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχει ήδη οριακή επικάλυψη των περιοχών ερευνών της ExxonMobil με την αυθαίρετη εξωτερική γραμμή του τουρκολιβυκού μνημονίου, χωρίς ν’ αλλάξει κάτι.
Αν υπήρχε μεταβολή στην επίσημη θέση των ΗΠΑ, θα είχε ανακοινωθεί από τον υπουργό Εσωτερικών και επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Ενεργειακής Κυριαρχίας των ΗΠΑ, Νταγκ Μπέργκαμ, που επισκέφθηκε την Αθήνα την επόμενη ημέρα των ανακοινώσεων για τη Chevron. Αντίθετα, σε συνέντευξη στη «Ναυτεμπορική» και σε ερώτηση για τις αντιπαραθέσεις και αμφισβητήσεις στη Μεσόγειο, ο κ. Μπέργκαμ τόνισε ευθέως: «Εμείς κινηθήκαμε έξυπνα και μείναμε εκτός της διαπραγμάτευσης, δεν είναι δική μας δουλειά».
Είναι αφελές και κατεξοχήν επικίνδυνο μέλη της κυβέρνησης να εξαρτούν την αμερικανική αναγνώριση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων από τις προτεραιότητες μιας αντιπροέδρου της Chevron, τις εισηγήσεις της προς το διοικητικό συμβούλιο του ομίλου και τις αποφάσεις των μελών του. Αν ξαφνικά το δ.σ. της Chevron αλλάξει γνώμη για οποιονδήποτε λόγο, αυτό θα σημαίνει -κατά την κυβερνητική λογική- ότι οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας;
Οση μεγάλη ισχύ και επιρροή κι αν έχουν οι ενεργειακοί όμιλοι, τέτοια θέματα κρίνονται μόνο σε επίπεδο κρατών, λαμβάνοντας υπόψη πολλά κριτήρια και συμφέροντα. Η πρόσφατη ιστορία διδάσκει ότι, κατά την ελληνοτουρκική κρίση του Μαρτίου 1987, οι ξένοι μέτοχοι της Κοινοπραξίας Πετρελαίων Βορείου Αιγαίου (NAPC) σφύριζαν αδιάφοροι. Η αμερικανική White Shield, παρά τους ισχυρούς δεσμούς της με στελέχη της διοίκησης Ρέιγκαν, δεν έκανε ούτε ένα τηλέφωνο από τα γραφεία της Park Avenue στη Νέα Υόρκη προς κάποιον αρμόδιο στην Ουάσινγκτον. Αδρανείς παρέμειναν και οι Τεξανοί της Hellenic Oil που συνδέονταν με τον αντιπρόεδρο Μπους. Ομοίως, η Wintershall της BASF, του μεγαλύτερου ομίλου χημικών της Γερμανίας, δεν παρακίνησε τον καγκελάριο Κολ να παρέμβει, ενώ η καναδική Denison παρακολουθούσε έκπληκτη. Στη δε πρόσφατη περίπτωση του προγράμματος υδρογονανθράκων της Κυπριακής Δημοκρατίας, η ExxonMobil και η γαλλική Total έχουν επανειλημμένα αναγκαστεί να αναθεωρήσουν τον σχεδιασμό τους λόγω των τουρκικών παρεμβάσεων.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και οι αρμόδιοι συνεργάτες του πρόβαλαν, σαν κάτι καινούριο εν έτει 2025, το -διά του κ. Μπέργκαμ- αμερικανικό ενδιαφέρον για το LNG και την ανάδειξη της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο (εγκαταστάσεις Ρεβυθούσας και Αλεξανδρούπολης). Ωστόσο, το θέμα έχει αρχίσει να συζητείται από τον Οκτώβριο του 2019, κατά την επίσκεψη του τότε υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μ. Πομπέο, στην Αθήνα. Ο τότε υπουργός Ενέργειας, Κωστής Χατζηδάκης, είχε επισημάνει στον κ. Πομπέο (δυόμισι χρόνια πριν από τη ρωσική εισβολή) ότι το φυσικό αέριο θα μπορούσε να φθάσει από την Ελλάδα στην Ουκρανία, όπως τόνισε προ εβδομάδος ο κ. Μπέργκαμ. Αν και το θέμα ετίθετο σταθερά από την αμερικανική πλευρά σε όλες τις συναντήσεις του Στρατηγικού Διαλόγου Ελλάδας – ΗΠΑ (2021, 2023, 2024), ο πρωθυπουργός δεν κατάφερε ή δεν θέλησε να δώσει προτεραιότητα.
Αν και σαφώς η διοίκηση Τραμπ συνδέει την αμερικανική υποστήριξη στον κόμβο Ρεβυθούσας – Αλεξανδρούπολης με την ταχεία απεξάρτηση της Ελλάδας από τους Ρώσους ενεργειακούς προμηθευτές, ο πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί δεν ανοίγουν τα χαρτιά τους. Στηρίζουν τις προσβάσεις της Gazprom στην Ελλάδα και ικανοποιούν ρωσικά αιτήματα σε σχέση με τη Ρεβυθούσα, προβαίνοντας σε διασταλτική ερμηνεία των ευρωπαϊκών κυρώσεων για τους έχοντες την κυριότητα των πλοίων και την κυριότητα των φορτίων.
Η κυβέρνηση προβάλλει μόνο τον χρονικό στόχο ολοκλήρωσης της σύμβασης με τη Chevron και κύρωσής της από τη Βουλή μέχρι τα τέλη του έτους, χωρίς να αποκαλύπτει οτιδήποτε για το περιεχόμενό της και τα ειδικότερα ελληνικά αιτήματα. Στις αναθεωρημένες συμβάσεις με τη NAPC, τον Μάιο του 1987 και τον Απρίλιο του 1988 επί Ανδρέα Παπανδρέου (ως αποτέλεσμα μακροχρόνιων διαβουλεύσεων που είχαν αρχίσει επί κυβερνήσεων Καραμανλή και Ράλλη από το 1979), είχε ενταχθεί και το απόλυτο δικαίωμα βέτο του Ελληνικού Δημοσίου σε επιμέρους θέματα των εξορύξεων.
Στις συμβάσεις του Οκτωβρίου 2019 με τις ExxonMobil και Total (τις οποίες διαπραγματεύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και κατέθεσε αναλλοίωτες προς κύρωση στη Βουλή η Ν.Δ.) το δικαίωμα αρνησικυρίας εκφυλίστηκε και περιορίστηκε, αποκλειστικά, στη μη παραχώρηση στοιχείων πνευματικής ιδιοκτησίας και άλλων πληροφοριών. Η τελική επιλογή του κ. Μητσοτάκη μεταξύ του μοντέλου Καραμανλή – Ράλλη – Παπανδρέου και του μοντέλου Τσίπρα (ή η υιοθέτηση μιας νέας, τρίτης λύσης) θα έχει σοβαρότατες νομικές και οικονομικές συνέπειες.
Παράλληλα, στη σκιά των πανηγυρισμών, προκαλεί εντύπωση η ατολμία του πρωθυπουργού ως προς τον αγωγό ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ (Great Sea Interconnector – GSI, το λεγόμενο «καλώδιο»). Δεν εξασφάλισε ούτε μία δήλωση του κ. Μπέργκαμ, ειδικά, για τον GSI ή, γενικότερα, για άλλα θέματα πέραν του LNG. Εξαιρετικά περίεργο, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι στενός συνεργάτης του κ. Μητσοτάκη είχε μεταφέρει, κατηγορηματικά, την πληροφορία ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εκτιμούσε πως η Ελλάδα έχει δίκιο στο θέμα του καλωδίου. Χάρη και σε αυτήν την πληροφορία, η κυβέρνηση ισχυριζόταν πως θα επαναληφθούν, σύντομα, οι έρευνες βυθού στο Αιγαίο για τη μελλοντική πόντιση του καλωδίου.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία»
*Σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη