Ο ΛΠ-3 (Λογαριασμός Προσαυξήσεων 3) είναι ένας μηχανισμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που, θεωρητικά, έχει έναν απλό στόχο: να κρατά την αγορά «ουδέτερη» οικονομικά, δηλαδή να εξισορροπεί τις ημερήσιες αποκλίσεις ανάμεσα στο ρεύμα που παράγεται και σε αυτό που καταναλώνεται.
Με λίγα λόγια, αν η παραγωγή και η ζήτηση ταυτίζονταν τέλεια κάθε στιγμή, ο ΛΠ-3 θα ήταν σχεδόν μηδενικός.
Όμως, η πραγματικότητα απέχει πολύ από αυτό το ιδανικό σενάριο. Η παραγωγή από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) –όπως ο ήλιος και ο άνεμος– εξαρτάται από τον καιρό, άρα είναι απρόβλεπτη. Παράλληλα, η ζήτηση ρεύματος αλλάζει συνεχώς ανάλογα με την ώρα, τη θερμοκρασία και τη δραστηριότητα των καταναλωτών. Κάθε φορά που υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο, η αγορά πρέπει να «διορθώνει» την ανισορροπία. Και αυτή η διόρθωση κοστίζει. Αν δηλαδή υπάρχει απόκλιση, αυτή την κοστολογούν οι πάροχοι ως απώλεια την οποία την μετακυλίουν στους πελάτες τους μέσω των τιμολογίων λιανικής. Δηλαδή από μηχανισμός εξισορρόπησης… μετατρέπεται σε «κρυφό φόρο»
Στην Ελλάδα, λόγω των συχνών αποκλίσεων και των περιορισμών του ηλεκτρικού δικτύου, ο ΛΠ-3 έχει μετατραπεί σε κάτι πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι προβλεπόταν.
Αντί να εξισορροπεί χωρίς κόστος, όπως συμβαίνει στις χώρες του Βορρά, έχει γίνει ένας μηχανισμός μετακύλισης εξόδων, όπου οι αστοχίες της αγοράς πληρώνονται τελικά από όλους τους συμμετέχοντες –και φυσικά, από τους καταναλωτές μέσω των λογαριασμών ρεύματος.
Οι ειδικοί μάλιστα τον αποκαλούν πλέον «κρυφό φόρο». Δεν είναι επίσημος φόρος, αλλά λειτουργεί σαν τέτοιος, αφού ενσωματώνεται μέσα στις τιμές που πληρώνουμε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε άμεσα.
Πώς ο ΛΠ-3 επηρεάζει τους λογαριασμούς ρεύματος
Κάθε φορά που αυξάνεται το κόστος του ΛΠ-3, ανεβαίνει και η χονδρική τιμή του ρεύματος -δηλαδή η τιμή στην οποία αγοράζουν οι προμηθευτές πριν τη διαθέσουν στους καταναλωτές.
Οι εταιρείες προμήθειας, στη συνέχεια, χρησιμοποιούν αυτή τη χονδρική τιμή για να υπολογίσουν τα κυμαινόμενα τιμολόγια. Έτσι, ακόμη κι αν δεν βλέπουμε άμεσα τη χρέωση «ΛΠ-3» στον λογαριασμό, πληρώνουμε τις συνέπειές της.
Σε ορισμένα εμπορικά τιμολόγια, πάντως, η «μοναδιαία χρέωση ΛΠ-3» αναγράφεται πλέον ξεκάθαρα – ένδειξη ότι αυτό το κόστος έχει έρθει για να μείνει.
Γιατί το κόστος είναι τόσο υψηλό στην Ελλάδα;
Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι:
1. Η μεγάλη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα. Παρότι είναι καθαρές πηγές ενέργειας, είναι και πιο απρόβλεπτες, οπότε δημιουργούν περισσότερες αποκλίσεις που πρέπει να εξισορροπηθούν. Αν υπήρχαν αποθηκευτικά συστήματα, η εξισορρόπηση θα καλύπτονταν από αυτά και έτσι το κόστος απόκλισης θα ήταν μηδενικό. Καταλαβαίνει κανείς γιατί δεν προχωρυν στην Ελλάδα οι αποθήκες ενέργειας.
2. Η έλλειψη ανταγωνισμού και τα τεχνικά όρια του δικτύου. Λίγες εταιρείες συμμετέχουν στην αγορά εξισορρόπησης, και αυτό σημαίνει ότι οι τιμές δεν πέφτουν τόσο εύκολα όσο σε άλλες χώρες. Έτσι, το κόστος ανά μεγαβατώρα (MWh) παραμένει αισθητά υψηλότερο.
Το αποτέλεσμα για τον καταναλωτή
Όλα αυτά, στο τέλος της ημέρας, «μεταφράζονται» σε πιο ακριβό ρεύμα. Μπορεί να μην το βλέπουμε γραμμένο ως ξεχωριστή γραμμή στον λογαριασμό, αλλά ο ΛΠ-3 συμμετέχει σιωπηλά στη διαμόρφωση της τελικής τιμής.
Με άλλα λόγια, όσο η αγορά ενέργειας παραμένει ασταθής και το δίκτυο περιορισμένο τόσο ο λογαριασμός του ΛΠ-3 θα συνεχίζει να λειτουργεί σαν μια αθέατη χρέωση που πληρώνουμε όλοι.
Δείτε επίσης:

