Μπορεί η Ελλάδα να εξορύξει μόνη της τα θαλάσσια ενεργειακά κοιτάσματά της;

Τι πρέπει να γίνει

Must Read

Μιχάλης Χριστοδουλίδης
Μιχάλης Χριστοδουλίδης
Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός ΑΠΘ, Σμήναρχος ε.α και Πτυχιούχος Μηχανικός Αεροσκαφών ΣΜΑ, Πιστοποιημένος Ενεργειακός Επιθεωρητής και μέλος του ΔΣ του Πανελλήνιου Συλλόγου Ενεργειακών Επιθεωρητών, Σύμβουλος Ενέργειας σε Ενεργειακή Εταιρία και Τεχνικός Ασφαλείας, Αρθρογράφος και Ενεργειακός Αναλυτής σε διάφορα ΜΜΕ.

Η συζήτηση γύρω από την αξιοποίηση των ελληνικών θαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου επανέρχεται σταθερά στο δημόσιο διάλογο. Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες χώρες χωρίς ανεπτυγμένη πετρελαϊκή βιομηχανία στηρίζονται σε πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου και καταλήγουν να αποκομίζουν και το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής υπεραξίας. Το ερώτημα είναι κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί να αναπτύξει ένα μοντέλο που θα της επιτρέψει να διαχειριστεί, να εξορύξει και να εμπορευτεί η ίδια τα ενεργειακά της αποθέματα. Η απάντηση δεν είναι απλή, αλλά υπάρχουν συγκεκριμένα βήματα που μπορούν να οδηγήσουν σε μια πραγματικά εθνική ενεργειακή στρατηγική.

Τι πρέπει να γίνει για τα κοιτάσματα

Η πρώτη και πιο θεμελιώδης κίνηση είναι η συγκρότηση ενός ισχυρού δημόσιου φορέα με αποκλειστική αρμοδιότητα τη διαχείριση υδρογονανθράκων, υπάρχει ήδη η ΕΔΕΥΕΠ. Δεν πρόκειται για κάτι πρωτόγνωρο,· χώρες όπως η Νορβηγία και η Μαλαισία ανέπτυξαν ισχυρό κρατικό μηχανισμό γύρω από την έρευνα και την παραγωγή, ο οποίος όχι μόνο συντόνιζε τις διαδικασίες, αλλά και επέβαλλε κανόνες που διασφάλιζαν ότι τα κέρδη και η τεχνογνωσία παρέμεναν εντός της χώρας. Ένας τέτοιος φορέας στην Ελλάδα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ο «εγκέφαλος» των επιχειρήσεων εξόρυξης: να επιβλέπει τις έρευνες, να εγκρίνει τις γεωτρήσεις, να συντάσσει τεχνοοικονομικές μελέτες και να συμμετέχει με αποφασιστικό ρόλο σε κάθε συμβολαιακή συνεργασία με ξένες εταιρείες.

Ωστόσο, κανένας κρατικός οργανισμός δεν μπορεί να σταθεί χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία. Η Ελλάδα διαθέτει ικανό επιστημονικό δυναμικό, αλλά η εξόρυξη υδρογονανθράκων σε μεγάλα θαλάσσια βάθη απαιτεί εξειδίκευση υψηλού επιπέδου. Γι’ αυτό η χώρα πρέπει να επενδύσει συστηματικά στην εκπαίδευση Ελλήνων μηχανικών, γεωλόγων και γεωφυσικών μέσα από προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, συνεργασίες με διεθνή πανεπιστήμια και πρακτική εξάσκηση σε εγκαταστάσεις του εξωτερικού. Σε βάθος λίγων ετών μπορεί να δημιουργηθεί ένα σώμα ειδικών με πλήρη τεχνική επάρκεια, το οποίο θα αντικαταστήσει σταδιακά την εξάρτηση από αλλοδαπά συνεργεία και τεχνικούς συμβούλους.

Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα αφορά τον εξοπλισμό. Οι θαλάσσιες εξορύξεις απαιτούν υπερσύγχρονα γεωτρύπανα, πλωτές εξέδρες και συστήματα παρακολούθησης. Η αγορά αυτών των μέσων είναι εξαιρετικά δαπανηρή και θα επιβάρυνε το ελληνικό Δημόσιο με τεράστια κεφάλαια που θα αργούσαν να αποσβεστούν. Για αυτό το λόγο, η πιο ρεαλιστική στρατηγική για μια χώρα που ξεκινά τώρα είναι η ενοικίαση εξοπλισμού. Πρόκειται για πρακτική που εφαρμόζεται ευρέως διεθνώς και επιτρέπει τη γρήγορη εκτέλεση των εργασιών χωρίς μακροχρόνιες οικονομικές δεσμεύσεις. Με την ενοικίαση, η Ελλάδα θα έχει πρόσβαση στην τελευταία λέξη της τεχνολογίας, ενώ παράλληλα θα μπορεί να επικεντρωθεί στη δημιουργία μόνιμων τεχνικών ομάδων αντί στην αγορά υλικού που ενδεχομένως να μην αξιοποιηθεί στο έπακρο.

Η οργάνωση της παραγωγής απαιτεί επίσης την ύπαρξη μιας εθνικής εταιρείας ενέργειας που θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, αλλά θα παραμένει υπό κρατικό έλεγχο. Μια εταιρεία στα πρότυπα της νορβηγικής Equinor θα μπορούσε να αναλάβει τη διαχείριση των εξορύξεων, την πώληση της παραγωγής και τη χρηματοδότηση νέων έργων. Η δομή της θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι το ελληνικό Δημόσιο θα έχει πλειοψηφικό ρόλο και θα διαμορφώνει τη στρατηγική, ενώ ταυτόχρονα θα διαθέτει τη λειτουργική ευελιξία μιας σύγχρονης επιχείρησης. Παράλληλα, η Ελλάδα θα χρειαστεί να επενδύσει στις υποδομές μεταφοράς και αποθήκευσης. Χωρίς δικά της δίκτυα αγωγών, τερματικούς σταθμούς και συστήματα υγροποίησης ή επανεριοποίησης φυσικού αερίου, η χώρα θα παραμένει εξαρτημένη από ξένες εταιρείες όχι μόνο στην εξόρυξη αλλά και στη διακίνηση. Η ανάπτυξη τέτοιων υποδομών δεν είναι μόνο τεχνικό ζήτημα, αλλά και στρατηγικό εργαλείο που μπορεί να καταστήσει την Ελλάδα ενεργειακό κόμβο στην Ανατολική Μεσόγειο.

Τέλος, καμία ενεργειακή στρατηγική δεν μπορεί να αγνοήσει τη γεωπολιτική διάσταση. Η Ελλάδα οφείλει να διαχειριστεί με σοβαρότητα και αποφασιστικότητα τις προκλήσεις που προκύπτουν στην περιοχή, ιδίως όταν γειτονικές χώρες έχουν επιδείξει επανειλημμένα εχθρικές ενέργειες ή αμφισβητήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως πράττει σταθερά η Τουρκία. Η ασφάλεια των θαλάσσιων εγκαταστάσεων, η προστασία των ερευνητικών πλοίων και η σταθερότητα των θαλάσσιων ζωνών αποτελούν κρίσιμες προϋποθέσεις για κάθε έργο εξόρυξης. Αυτό απαιτεί ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας, σαφή διπλωματική στρατηγική και διαρκή ετοιμότητα να υπερασπιστεί η χώρα τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Χωρίς γεωπολιτική σταθερότητα, η οικονομική και ενεργειακή αξιοποίηση των κοιτασμάτων δεν μπορεί να προχωρήσει.

Καθόλου εύκολη υπόθεση

Η αυτοδύναμη εξόρυξη υδρογονανθράκων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί τεχνογνωσία, επενδύσεις, υποδομές και σταθερή πολιτική βούληση. Όμως με ένα συνεκτικό σχέδιο που θα συνδυάζει κρατικό έλεγχο, τεχνική επάρκεια και γεωπολιτική αποφασιστικότητα, η Ελλάδα μπορεί να μετατρέψει τα ενεργειακά της αποθέματα σε πραγματικό εργαλείο οικονομικής και εθνικής ισχύος.

Ας υποθέσουμε ότι ξεκινάει η εκμετάλλευση των ελληνικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου, με μια ετήσια παραγωγή 10 δισ. κυβικών μέτρων, σε μέτρια βάθη , όπως στο block2 στο Ιόνιο. Αυτό θα απαιτούσε σημαντικές επενδύσεις για την ενοικίαση γεωτρύπανων και τη διαχείριση των υποδομών παραγωγής. Οι σύγχρονες offshore πλατφόρμες μπορεί να κοστίζουν έως και 500.000 δολάρια την ημέρα, ή 430.000 ευρώ την ημέρα, περιλαμβάνοντας σε αυτό το κόστος τα απαραίτητα πληρώματα, τους τεχνικούς και όλα τα υποστηρικτικά λειτουργικά έξοδα (πηγή: https://www.worldoil.com).

Με δεδομένη μια σημερινή τιμή πώλησης του φυσικού αερίου στα 40 ευρώ ανά θερμική Μεγαβατώρα, τα έσοδα που θα μπορούσαν να εισρεύσουν στην ΕΔΕΥΕΠ με τιμή αερίου 40 € / MWh (θερμική): ≈ 4,19 δισ. € / έτος. Το ετήσιο κόστος (annualized CAPEX + OPEX, όπως στο προηγούμενο σενάριο): εκτιμάται περίπου στα 719 εκατ. € / έτος. Καθαρά έσοδα προς την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρία Υδρογονανθράκων που συμμετέχει το Ελληνικό Δημόσιο ≈ 3,47 δισ. € / έτος. Αυτά είναι προ-φορολογικά / προ-royalties / προ-κεφαλαιοποίησης κερδών — δηλαδή το ποσό που μένει με απλή αφαίρεση ετήσιων εξόδων από έσοδα με τιμή αερίου τα 40 €/MWh.

Συνολικά, η εκμετάλλευση ενός κοιτάσματος αυτής της κλίμακας φαίνεται θετικά βιώσιμη, δεδομένου ότι η τιμή του αερίου παραμένει πάνω από τα 40 €/MWh και το κόστος παραγωγής να ελέγχεται αυστηρά. Ωστόσο, η οικονομική επιτυχία του έργου εξαρτάται από τη σταθερότητα των διεθνών τιμών ενέργειας, τη διαχείριση των φόρων και των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης, καθώς και την ομαλή λειτουργία των υποδομών για τα επόμενα 20 χρόνια.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις τελευταίες & σημαντικές ειδήσεις.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο κανάλι μας στο YouTube για να είστε πάντα ενημερωμένοι.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο newsbreak.gr

Κάθε σχόλιο δημοσιεύεται αυτόματα. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να αφαιρέσουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το newsbreak.gr ουδεμία νομική ή άλλη ευθύνη φέρει.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

εισάγετε το σχόλιό σας!
Πληκτρολογήστε το όνομα σας

Latest News

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Συνέλαβαν τέσσερα άτομα για τη δολοφονία του Γιάννη Λάλα

Στην εξιχνίαση της δολοφονίας του Γιάννη Λάλα προχώρησαν οι αρχές.Το Σάββατο «τσάκωσαν» τέσσερα άτομα για το έγκλημα που έγινε...

More Articles Like This