Αποτέλεσε έκπληξη για τους πολιτικούς του αντιπάλους –αλλά και για τους πολιτικούς αναλυτές- το γεγονός ότι ο κύριος Τσίπρας δεν κάνει τις εκλογές μαζί με τις Ευρωεκλογές. Αναλύοντας με τα παραδοσιακά πολιτικά εργαλεία την ενέργειά του αυτή φαίνεται να πρόκειται για ένα μεγάλο και επικίνδυνο λάθος που μπορεί να του δημιουργήσει ανυπολόγιστο κόστος. Ο παροξυσμός παροχών –επανάληψη του «Τσοβόλα δώστα όλα»- της προεκλογικής περιόδου ερμηνεύεται από τους παραδοσιακούς αναλυτές ως απόρροια είτε του πανικού του είτε ενδεχόμενων ψευδαισθήσεων, περί ανατροπής του πολιτικού κλίματος, που μπορεί να έχει. Δεν φαίνεται, μέχρι στιγμής, να έχει απασχολήσει κανέναν η σκέψη ότι ενδεχομένως ο κύριος Τσίπρας δεν θα ήθελε –ακόμα και αν μπορούσε- να κερδίσει αυτές τις εκλογές.
Όσο παράδοξο και αν είναι αυτό το ενδεχόμενο αποκτά λογική υπόσταση αν η ανάλυση της πολιτικής κατάστασης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μια εκλογική επικράτηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τώρα θα αποτελούσε «Πύρρειο νίκη». Μια νίκη που θα έθετε σε αμφισβήτηση την διαφαινόμενη κυριαρχία του στο χώρο της «Κεντροαριστεράς» και της «Σοσιαλδημοκρατίας».
Πράγματι ακόμα και στις πιο αισιόδοξες –από την πλευρά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.- προβλέψεις δεν θα μπορούσε κανένας να προσδοκά ποσοστό που θα ξεπερνούσε το 32%. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα δημιουργούσε ακυβερνησία και ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανακατανομή των ρόλων στην «Κεντροαριστερά». Το ένα, θεωρητικά, εφικτό σενάριο σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και ΚΙΝ.ΑΛ.. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση το ΚΙΝ.ΑΛ. θα έμπαινε, πάλι, με αξιώσεις στο παιχνίδι της διεκδίκησης του προνομιούχου εκλογικά χώρου της «Σοσιαλδημοκρατίας». Ενώ και στο χώρο της Κεντροδεξιάς θα υπήρχαν ανακατατάξεις και μετασχηματισμοί με υπαρκτό το ενδεχόμενο της δημιουργίας μιας εκλογικής δυναμικής η οποία σήμερα δεν υφίσταται.
Ούτε όμως τα ενδεχόμενα της δημιουργίας Οικουμενικής Κυβέρνησης ή της νέας εκλογικής αναμέτρησης –με το σύστημα της απλής αναλογικής- εξυπηρετούν τα μακροπρόθεσμα σχέδια του κυρίου Τσίπρα. Εγκυμονούν και τα δύο τους ίδιους κινδύνους. Την αναδιαμόρφωση του χάρτη των πολιτικών δυνάμεων, με την «νεκρανάσταση» του παλιού ΠΑ.ΣΟ.Κ. και με την εμφάνιση νέων ηγεσιών με αυξημένη παρέμβαση στην κοινωνία.
Σε κάθε μια από τις προηγούμενες περιπτώσεις θα παρέμενε παγιδευμένος στον «χορό των καταραμένων», σε εκείνους δηλαδή που έχουν χρεωθεί, εκ μέρους των πολιτών, την ευθύνη για την κρίση. Έτσι η παραμονή στην εξουσία –με οποιοδήποτε από τα ανωτέρω σχήματα- θα επέφερε με βεβαιότητα περαιτέρω μη αναστρέψιμη φθορά. Γιατί, λοιπόν, να μπει ο κύριος Τσίπρας σε αυτό το «όχημα» της βέβαιης φθοράς; Γιατί να διεκδικήσει –στ’ αλήθεια και όχι προσχηματικά- την παραμονή του στην εξουσία τώρα;
Αντίθετα από όποια πλευρά και αν το προσεγγίσεις προκύπτει ότι το συμφέρον του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. επιτάσσει την προσωρινή «αγρανάπαυση», την αποστασιοποίησή του δηλαδή από την διακεκαυμένη ζώνη των διαχειριστών της κρίσης.
Η νίκη της Ν.Δ., στις προσεχείς εκλογές, δεν προοιωνίζεται –παρά τις εξαιρετικά ευνοϊκές συγκυρίες- να είναι εκλογικός θρίαμβος. Αντίθετα, όλες ανεξαιρέτως οι μετρήσεις «βάζουν και τα ρέστα στο τραπέζι» προκειμένου να επιτευχθεί οριακή αυτοδυναμία. Αλλά με ποσοστά που δεν προσεγγίζουν το 40% όχι μεταρρυθμίσεις, ούτε τυπική διαχείριση της διακυβέρνησης της χώρας δεν μπορεί να γίνει. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων «απεργεί» και όταν η ψήφος, επίσης σε μεγάλο ποσοστό, είναι αρνητική. Το πιθανότερο ενδεχόμενο -κάτι που φαίνεται να αποτελεί και τον «διακαή πόθο» εξωθεσμικών παραγόντων που «διαφεντεύουν» την πολιτική ζωή του τόπου- είναι ο σχηματισμός «συμμαχικής» κυβέρνησης από την Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛ.. Αυτός, όμως, είναι –για άλλους λόγους- και ο στρατηγικός στόχος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α..
Σε κάθε περίπτωση ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. -«στρογγυλοκαθισμένος» στην «πελατειακή» εκλογική βάση που έχει στοχευμένα οικοδομήσει με τα «κοινωνικά μερίσματα», τις 13ες «συντάξεις», τους διορισμούς, κ.λπ.- θα ασκεί εκ του ασφαλούς το «αντάρτικο» στο οποίο είναι ειδικευμένος. Σε ένα εκλογικό σώμα που -όντας εθισμένο στον λαϊκισμό, αποχαυνώνεται από τα «καμπανάκια» του «προοδευτικού» ρεπερτορίου- αποτελεί «εύφορη θάλασσα». Η οριστική εξουθένωση του παλιού ΠΑ.ΣΟ.Κ./ΚΙΝ.ΑΛ. και η αποδυναμωμένη –διασπασμένη κυρίως ψυχικά και αποπροσανατολισμένη ιδεολογικά- Κεντροδεξιά δεν θα αποτελέσουν σοβαρά εμπόδια για την προσπάθεια επανόδου του κυρίου Τσίπρα στην εξουσία. Αυτή τη φορά απαλλαγμένου από το «ενοχλητικό» παρελθόν του και τα «βαρίδια» της «επαναστατικής» περιόδου.
Έτσι αποκτά νόημα και το «λάθος» του σχετικά με την εκλογή του Π.τ.Δ. με 151 ψήφους για το οποίο πανηγύρισε η αντιπολίτευση. Δεν τον ενδιαφέρει η εκλογή του 2020. Θα ευχόταν μάλιστα να αποτελέσει, όπως διαφαίνεται, ένα νέο διαβρωτικό στοιχείο στην ενότητα της Κεντροδεξιάς. Αντίθετα τον ενδιαφέρει η εκλογή του 2025 και οι επόμενες.
Ο στόχος, λοιπόν, του κυρίου Τσίπρα δεν είναι να παραμείνει τώρα αποδυναμωμένος και ανίσχυρος στην εξουσία. Στόχος του είναι να διαμορφώσει τις συνθήκες επανόδου του σε ένα νέο πολιτικό τοπίο με άλλες δυνατότητες και προοπτικές. Αν και ο σχηματισμός «συμμαχικής» κυβέρνησης Ν.Δ.-ΚΙΝ.ΑΛ. αποτελεί τον διακαή του πόθο, η αυτοδυναμία της Ν.Δ. δεν τον «χαλάει». Είναι 45 ετών και -ερχόμενος από το «πουθενά»- είναι ήδη πρωθυπουργός τέσσερα χρόνια. Έχει τη δυνατότητα -χαράζοντας και υλοποιώντας στρατηγικές- να προετοιμάζει το μέλλον του. Αν ήμουν ο Τσίπρας ακριβώς το ίδιο θα έκανα…