Όπως απέδειξαν τα έργα και οι ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ, η στρατηγική αντίληψη του συνόλου του πολιτικού φάσματος, αφορούσα τη θέση της χώρας στη γεωστρατηγική σκακιέρα, είναι η καθολική αποδοχή της μετατροπής της σε γερμανικό προτεκτοράτο.
- Από τον Αλκιβιάδη Κ. Κεφαλά
Η θέση αυτή ουσιαστικά άρχισε να διαμορφώνεται τη δεκαετία του 1950 μέσω του αξιώματος «ανήκομεν εις την Δύσιν».
Παρά τα θετικά σημεία του δόγματος, που επέτρεψαν στην Ελλάδα να ακολουθήσει διαφορετική πολιτική και οικονομική πορεία από αυτή των γειτονικών χωρών, η καθολική αποδοχή του δόγματος από τις εγχώριες ελίτ συνεπαγόταν τις συνεχείς εθνικές υποχωρήσεις και παραχωρήσεις σε τρίτες χώρες χωρίς ανταλλάγματα.
Είναι, λοιπόν, δεδομένο ότι η χώρα μας σύρεται σε συνομιλίες από «συμμάχους» και εχθρούς όχι για να διαπραγματευθεί, αλλά για να υποχωρήσει.
Η εθνική αναδίπλωση άρχισε με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου για το Κυπριακό τη δεκαετία του 1960, συνεχίστηκε με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, πέρασε στα Ιμια και τις «γκρίζες ζώνες» τη δεκαετία του 1990, για να καταλήξει σήμερα σε άτακτη υποχώρηση σε όλα τα μέτωπα, ως συνέπεια της πολιτικής του κ. Τσίπρα στο Αιγαίο και στη Μακεδονία (η θάλασσα δεν έχει σύνορα και η παράδοση του ονόματος στα Σκόπια ήταν δίκαιο και έγινε πράξη).
Το στρατηγικό δόγμα του Κλαούσεβιτς «περί ανάγκης δημιουργίας ισχύος ως αναγκαίας και ικανής συνθήκης εθνικής επιβίωσης» αγνοήθηκε από τη χώρα μας μέσω της ανάθεσης της άμυνας και της τύχης του Ελληνισμού σε πολυεθνικούς σχηματισμούς.
Το αποτέλεσμα ήταν η οικονομική καταστροφή, ενώ η ψυχική κατάρρευση του πληθυσμού επέφερε την καλλιέργεια του Συνδρόμου της Στοκχόλμης, ένθα το θύμα δικαιολογεί τις πράξεις του θύτη.
Η ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάστηκε ως πολλαπλασιαστής ισχύος μέσω της καλλιέργειας ψευδαισθήσεων ότι «οι Γερμανοί στρατιώτες θα υπερασπίζονταν με το αίμα τους τα ελληνικά σύνορα» σε περίπτωση εισβολής της Τουρκίας σε ελληνικό χερσαίο, εναέριο και θαλάσσιο χώρο.
Παρά το γεγονός ότι εκ πρώτης όψεως η «παραχώρηση ισχύος» σε τρίτους μπορεί να θεωρηθεί αφελής, στην πραγματικότητα αποτελεί σύνθετο προϊόν ενός κοινωνικού ωφελιμιστικού τρόπου σκέψης και αντίληψης που καλλιεργήθηκε στην Ελλάδα μεταπολεμικά και ο οποίος θεωρεί ότι οι «άλλοι» θα «πρέπει να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά».
Ως αποτέλεσμα της στρέβλωσης της πραγματικότητας και της καλλιέργειας ψευδαισθήσεων και αρνητικών ψυχολογικών συνδρόμων, οι πολιτικοί και οι ελίτ στην Ελλάδα παρακολουθούν αδιάφοροι την Τουρκία αρχικά να προπαγανδίζει, μετά να ανακοινώνει και τέλος να διεξάγει έρευνες ανεύρεσης υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ σήμερα και αύριο στην ελληνική.
Η τουρκική εισβολή σε ευρωπαϊκό έδαφος δεν προκάλεσε την κάθοδο του Γερμανού στρατιώτη στη Μεσόγειο, ώστε ο τελευταίος να χύσει το αίμα του για την υπεράσπιση των «κοινών ευρωπαϊκών εδαφών», όπως προπαγανδίζουν οι πολιτικοί και όπως αρέσκεται να πιστεύει ο πληθυσμός στην Ελλάδα.
Αντιθέτως, η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Ενωση συνδράμουν με όλες τις δυνάμεις τους την Τουρκία, ώστε να επιτευχθεί ο πρωτεύων στρατηγικός στόχος της «δημιουργίας ισχύος» μέσω του πολλαπλασιασμού της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας της, με αιχμή του δόρατος την ανάπτυξη υποβρυχιακής και πυραυλικής τεχνολογίας.
Παράλληλα, η Γερμανία έχει επενδύσει στην κατασκευή μίας μεγάλης αυτοκινητοβιομηχανίας στη Σμύρνη, ενώ την ίδια στιγμή τουρκικά άρματα μάχης γερμανικής κατασκευής μεταφέρονται μαζικά στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, άνευ ουδεμίας αντίδρασης από πλευράς Ευρωπαϊκής Ενωσης ή Γερμανίας.
Η Τουρκία, λοιπόν, υιοθετώντας το δόγμα της «απόκτησης ισχύος» μέσω της ανάπτυξης της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας, επέτυχε όχι μόνο να αποκτήσει τον έλεγχο της μεσογειακής υδάτινης έκτασης, αλλά να αποκτήσει και τη συνεπαγόμενη «αυτοπεποίθηση ισχύος», αμφισβητώντας ακόμα και την ισχύ των αμερικανικών όπλων, ώστε να κατορθώσει να ακυρώσει το αμερικανικό σχέδιο δημιουργίας κουρδικού κράτους.
Η Τουρκία δεν υιοθέτησε ένα παιδαριώδες αξιωματικό στρατηγικό δόγμα όπως το ελληνικό. Αντιθέτως, ο στόχος των πολιτικών και των ελίτ της γειτονικής χώρας ήταν ο πολλαπλασιασμός της εθνικής ισχύος της και, με τους κατάλληλους διπλωματικούς χειρισμούς, η Τουρκία όχι μόνο κατόρθωσε να αποκτήσει το ρωσικό πυραυλικό σύστημα, αλλά να έχει και την ικανοποίηση να παρακολουθεί τον πρόεδρο της Αμερικής να ικετεύει για μία ευκαιρία εκτόνωσης της κρίσης.
Επειδή τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, η Τουρκία όχι μόνο απόκτησε τους S-400, όχι μόνο θα κατορθώσει να αποκτήσει τα F-35 και τους πυραύλους Patriot, αλλά σύντομα θα εξαναγκάσει και τη χώρα μας, και συνεπώς και την Ευρωπαϊκή Eνωση, να αποδεχτούν τις θέσεις της για τους υδρογονάνθρακες.
Τα στρατηγικά λάθη στο τέλος πληρώνονται πολύ ακριβά.
*Διδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών