«Δεν πιστεύεις στον νόμο; Αν δεν υπήρχε νόμος, αν ο καθένας έπαιρνε μόνος του εκδίκηση, θα ήμασταν ζούγκλα»
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
Κι εσύ τι είσαι, αστυνόμε; Τον νόμο εκπροσωπείς. Μου κατέστρεψαν την ζωή. Ποιος νόμος;
Δεν πιστεύεις στον νόμο; Αν δεν υπήρχε νόμος, αν ο καθένας έπαιρνε μόνος του εκδίκηση, θα ήμασταν ζούγκλα.
– Γιατί τώρα τι είμαστε, αστυνόμε; Υποτίθεται ότι ο νόμος προστατεύει τους καλούς από τους κακούς. Το κάνει; Βλέπεις εσύ να γίνεται αυτό; […] Ο νόμος φτιάχνεται από αυτούς που έχουν τα λεφτά για να τους προστατεύει. Μόνο οι φτωχοί πάνε φυλακή. Πες μου εσύ για την υπόθεση του χρηματιστηρίου ποιος πήγε φυλακή; Ποιος από αυτά τα καθάρματα που έβαλαν τον κοσμάκη να παίξει τα λεφτά του στις μετοχές με την υπόσχεση ότι οι τιμές θα ανεβαίνουν συνέχεια, ποιος από αυτούς πήγε φυλακή, όταν οι τιμές έπεσαν απότομα και οι άνθρωποι έχασαν τα λεφτά τους; Ποιος πήγε φυλακή για τις ζωές που καταστράφηκαν και τους γάμους που διαλύθηκαν, για τις περιουσίες που πουλήθηκαν, για τους ανθρώπους που αυτοκτόνησαν; Να σου πω εγώ. Κάνεις! Και ξέρεις γιατί; Επειδή έτσι είναι το σύστημα και αυτό που είναι νόμιμο δεν είναι πάντοτε δίκαιο και ηθικό, επειδή τους νόμους τους φτιάχνουν αυτοί που έχουν τα λεφτά κι εσύ, λοιπόν, εκπρόσωποι αυτόν τον νόμο».
Απόσπασμα από την αστυνομική νουβέλα του Γιώργου Σταφυλά «Προσωπική υπόθεση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οστρια.
Ο Γιώργος Σταφυλάς είναι ένας από τους πολλά υποσχόμενους νέους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Οι αναγνώστες της εφημερίδας μας τον γνωρίζουν από τον περσινό διαγωνισμό αστυνομικού διηγήματος που διοργάνωσε η «δημοκρατία» και στον οποίο πρώτευσε με το διήγημα «Η γυναίκα με το μαντίλι».
Στην αστυνομική νουβέλα του «Προσωπική υπόθεση», που μόλις κυκλοφόρησε, η γραφή και η τεχνική του έχουν εξελιχθεί αρκετά δίχως να έχει αλλάξει το ωμό, ευθύ, λιτό και σκληρό στιλ έκφρασης.
Στο εναρκτήριο απόσπασμα του άρθρου διαβάσαμε τμήμα διαλόγου ανάμεσα σ’ έναν δολοφόνο και τον κεντρικό ήρωα των αστυνομικών αφηγημάτων του συγγραφέα, τον αστυνόμο Λάμπρου – έναν χαρακτήρα που έχει στόφα άνδρα παλαιάς κοπής, συντηρητικό, έντιμο και άτεγκτο. Οι αναγνώστες του βιβλίου, έχοντας διαβάσει όλα όσα έχουν προηγηθεί αυτής της λεκτικής αντιπαράθεσης μεταξύ του εκπροσώπου του νόμου και του εγκληματία, θα τους φανεί δύσκολο να μην ταυτιστούν με τον… παραβατικό.
Ο Γιώργος Σταφυλάς γράφει αυτά που σκέπτονται οι περισσότεροι αλλά διστάζουν να τα γράψουν ή ακόμα και να τα πουν στις συναναστροφές τους, δεσμευόμενοι από τις χάρτινες χειροπέδες της αυτολογοκρισίας. Δεν είναι πολιτικά ορθός αυτός ο συγγραφέας. κάθε άλλο.
Παρόλο που στα κείμενά του κυριαρχεί η έντονη, αδιάκοπη δράση και δεν είναι ορατή η τόσο διαδεδομένη μανιέρα της δημιουργίας «ατμόσφαιρας» και βαθυστόχαστων ψυχολογικών αναλύσεων, υπάρχουν στρατηγικά σημεία όπου ο κ. Σταφυλάς πάει κόντρα στο ορθοπολιτικό ρεύμα και δείχνει από τη μία να το διασκεδάζει κι από την άλλη να βγάζει το άχτι του. Πολλές από τις περιγραφές του στάζουν το πύον των κακοφορμισμένων πληγών της εποχής μας, τις οποίες ο συγγραφέας προσπαθεί να καυτηριάσει γράφοντας απροσχημάτιστα.
Ενώ στον Γιάννη Μαρή μαγευτήκαμε με τις περιγραφές της Αθήνας των δεκαετιών ’50, ’60 και των αρχών του ’70, ο Σταφυλάς εκφράζεται πικρά για το σημερινό ρημαδιό. Διαβάζουμε στις σελίδες 90-100: «Κάτω από την Πατησίων και μέχρι τον σταθμό Λαρίσης συναντούσες στον δρόμο περισσότερους ξένους παρά Ελληνες.
Σχεδόν όλα τα συνοικιακά μαγαζάκια είχαν αγοραστεί από Πακιστανούς ή Αφγανούς, αλλά γερά στο κόλπο έμπαιναν και οι Κινέζοι. Αυτοί οι τελευταίοι αγόραζαν ολόκληρες πολυκατοικίες και νοίκιαζαν ύστερα τα διαμερίσματα με βραχύβιες μισθώσεις. Η μεσαία τάξη της χώρας, γονατισμένη από τους φόρους, πουλούσε τα σπίτια της για ένα κομμάτι ψωμί. […] Εβλεπε κανείς ότι οι άλλοτε φροντισμένες αριστοκρατικές πολυκατοικίες είχαν μετατραπεί σε παρατημένα κτίρια με σοβάδες που έπεφταν, συνθήματα και αφίσες κομμάτων στις προσόψεις τους. Όλη αυτή η βρομιά έκανε το αστικό τοπίο αφόρητα άσχημο».
Αυτό το έργο του Γιώργου Σταφυλά, πέρα από δείγμα εξαίρετης αστυνομικής λογοτεχνίας, δείχνει και κάτι άλλο: πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη ανάπτυξης ενός πνευματικού ρεύματος, το οποίο δεν θα φοβηθεί την αναμέτρηση με τις δυνάμεις της «τυραννίας με τρόπους», όπως έχει χαρακτηρίσει την πολιτική ορθότητα ο αλησμόνητος κολοσσός της υποκριτικής Τσάρλτον Ιστον.