Με τον Εθνικό Ύμνο αναπολείς μάχες εγγεγραμμένες στο αίμα σου, τις οποίες χάραξε ανεξίτηλα η προγονική μνήμη. Δεν μαθαίνεις, αλλά γνωρίζεις. Δεν καταλαβαίνεις, αλλά νιώθεις
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι καὶ «Ἀλλά», ἐφώναζαν, «Ἀλλά», καὶ τῶν χριστιανῶν τὰ χείλη «φωτιά», ἐφώναζαν, «φωτιά». Λιονταρόψυχα, ἐκτυπιοῦντο, πάντα ἐφώναζαν «φωτιά», καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο, πάντα σκούζοντας «Ἀλλά». Η 68η και η 69η στροφή από το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου Σολωμού.
Ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδος και της Κύπρου είναι οι δύο πρώτες στροφές από τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου Σολωμού. Αυτό το ποίημα των 158 στροφών και των 632 στίχων έχει αναλυθεί όσο λίγα από τη φιλολογική κοινότητα της χώρας και ολόκληρου του Ελληνισμού.
Οι απόπειρες αποκωδικοποίησης των κρυφών και φανερών μηνυμάτων αυτής της επικής σύνθεσης δεν πρόκειται ποτέ να ερμηνεύσουν τον ιδιαίτερο κραδασμό, το ρίγος που προκαλεί στις καρδιές των Ελλήνων, αυτόματα, με το άκουσμα λίγων λέξεων από τη στιχοπλοκή.
Αρκεί να ηχήσουν λίγες νότες από τη μελοποίηση του Μάντζαρου μαζί με την εσωτερική απαγγελία, την ανάμνηση των λέξεων που έδεσε η μαγεία της σολωμικής πένας… Τότε, κάθε οντότητα που γαλουχήθηκε με τους μύθους, τους θρύλους της ελληνικής φυλής και ζυμώθηκε η συνείδησή του με τα δάκρυα, το αίμα, τους ψιθύρους, τα νανουρίσματα, τους θρήνους, τις πολεμικές ιαχές και τις αγωνίες του Γένους μας θα βιώσει κάτι πρωτόγνωρο: το ερωτικό σκίρτημα προς την ύψιστη αξία της ελευθερίας. Με τον Εθνικό Ύμνο αναπολείς μάχες εγγεγραμμένες στο αίμα σου, τις οποίες χάραξε ανεξίτηλα η προγονική μνήμη. Δεν μαθαίνεις, αλλά γνωρίζεις. Δεν καταλαβαίνεις, αλλά νιώθεις. Αυτό το αλλόκοτο αίσθημα το ‘χει περιγράψει καλύτερα απ’ όλους ο Καζαντζάκης στην «Ασκητική» του.
Ίσως αυτό να συμβαίνει με όλους τους εθνικούς ύμνους του κόσμου, με όλες τις ράτσες κι όλες τις κοινωνίες. Μακάρι. Καλό θα είναι να νιώθουν τόσες μυριάδες μυριάδων την ανίκητη έλξη προς την υπέρβαση του υλικού πεδίου και την ένωση με το απόλυτο. Αυτό μπορούν να το βεβαιώσουν οι άλλοι, τα μέλη άλλων κοινωνιών, οι μετέχοντες άλλων συνόλων. Εμείς -και είναι σαφές και βαθύ και απαράλλαχτο αυτό το «εμείς»- μπορούμε να μιλήσουμε για το βίωμα αυτού του τόπου, του δικού μας τόπου.
Η επιλογή του ποιήματος, από το οποίο αντλήσαμε λέξεις και ρυθμό για να τραγουδήσουμε την αρετή μας, ίσως και να είναι η ευστοχότερη επιλογή που έχει γίνει ποτέ από το ελληνικό (και τώρα απλώς ελληνόφωνο) κράτος.
Ο Διονύσιος Σολωμός αφηγήθηκε την κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν, περιέγραψε με σαφήνεια το διεθνές περιβάλλον, φώτισε τα σκοτάδια της ψυχής μας, που πάλευε αβοήθητη με τις αλυσίδες της, και έδειξε ξεκάθαρα, με λυρικότητα, σοβαρότητα και ρεαλισμό, τον δρόμο που οδηγούσε -και πάντα οδηγεί- στην έξοδο από τον τάφο.
Τον θάνατο δεν τον παζαρεύεις, δεν τον συζητάς, δεν επιδιώκεις νιτερέσα μαζί του, δεν γαλιφιάζεται, δεν εξαγοράζεται. Μόνο να νικηθεί μπορεί με απόφαση που τον αψηφά, με κατά μέτωπον επίθεση και με τη θέληση του Θεού.
Στην 68η και την 69η στροφή από τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» -όπως και στο σύνολο του έργου- δεν υπάρχουν υπαινιγμοί, αβρότητες, πολιτικά ορθές υπεκφυγές από την ωμή αλήθεια. Ο πόλεμος είναι ιερός. Εξεγερμένοι χριστιανοί εναντίον ισλαμιστών δυναστών. Οι χαρακτηρισμοί του Σολωμού στον αντίπαλο είναι σκληροί σαν το ατσάλι του Νικηταρά, που στόμωνε κόβοντας τουρκικές σάρκες στα Δερβενάκια.
Ο ελληνικός ύμνος στην ελευθερία ζυμώθηκε με την αλήθεια του αίματος, ψήθηκε με τη φωτιά του μίσους στην τυραννία. Αυτά τα υλικά και τα στοιχεία, μαζί με τον αιθέρα της έμπνευσης, δόμησαν τον αληθινό καταστατικό χάρτη του Κοινού των Ελλήνων.
Οι άνθρωποι που συγκινούνται και δακρύζουν στο άκουσμα του Εθνικού Ύμνου, που συνεπαίρνονται από τη θέα της σημαίας μας και σταυροκοπιούνται κάθε φορά που περνούν μπροστά από ιερό ναό αντιλαμβάνονται την πηγαία, αληθινή, αυθόρμητη σχέση με την πατρίδα. Δεν δίνουν δεκάρα για τον «νομικό πατριωτισμό», αυτόν που αντιμετωπίζει την ελληνικότητα ισάξια με μια άδεια οδήγησης, την οποία θα λάβεις αν μάθεις καλά τα σήματα και παρκάρεις επιδέξια το σώμα σου σε μια γωνιά της επικράτειας. Έλληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι; Έλληνας αφυπνίζεσαι!
Η ελληνικότητα κοστίζει πολύ. Σ’ όλους εμάς του βιωματικού -και γι’ αυτό αληθούς- πατριωτισμού δίνει κάτι που δεν μπορούμε να λάβουμε από αλλού. Γι’ αυτό ως αντάλλαγμα ζητά τα πάντα. Οπως τα ζήτησε το 1821 και θα τα ξαναζητήσει λίαν συντόμως.